Αν και οι παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις αντανακλούν για πρώτη φορά την πιθανότητα να υπάρξουν «συνθήκες ασυνέχειας» που κάποτε θεωρούνταν αδιανόητες, οι χρηματοοικονομικές αγορές αντιμετωπίζουν την επίδρασή τους ως προσωρινή και αναστρέψιμη.
Η απόκλιση αυτή είναι κατανοητή σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Μακροπρόθεσμα ωστόσο, δημιουργεί πολύπλοκες δυναμικές που καλούν τους επενδυτές να προσαρμοστούν.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε. και η επίτευξη νέων ρεκόρ στις αγορές αμερικανικών μετοχών και ομολόγων ενέτειναν την ήδη ασυνήθιστη κατάσταση ενός παγκόσμιου συστήματος, όπου πάνω από το 30% του παγκόσμιου χρέους συναλλάσσεται με αρνητικές ονομαστικές αποδόσεις.
Η ρευστότητα των πραγμάτων γίνεται ακόμα πιο έντονη, όταν προστίθενται στο μείγμα οι εύθραυστες ιταλικές τράπεζες, η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία και η τραγική υπενθύμιση του πόσο ευάλωτοι είμαστε από τις επιθέσεις «μοναχικών λύκων».
Τα ζητήματα αυτά έχουν όλα τη δυνατότητα να οδηγήσουν σε «συνθήκες ασυνέχειας», κατά τις οποίες συντελείται μια απότομη μετάβαση σε μια διαφορετική κατηγορία γεγονότων, παρά σε μια ομαλή και σταδιακή εξέλιξη.
Μπορεί να αλλάξουν μακροχρόνιες οικονομικές και χρηματοοικονομικές σχέσεις, να επηρεάσουν τον τρόπο που οι οικονομικοί δρώντες αλληλεπιδρούν, να προκαλέσουν πολιτικές ανωμαλίες και στην περίπτωση των ασυνήθιστων συσχετίσεων και αποτιμήσεων στοιχείων ενεργητικού, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν ορισμένους από τους θεσμούς και τις αρχές του καπιταλιστικού συστήματος.
Το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται στο παρελθόν και στο παρόν. Υπάρχουν και άλλες δυνητικές «συνθήκες ασυνέχειας» στον ορίζοντα.
Το δημοψήφισμα του Οκτωβρίου στην Ιταλία μπορεί να περιπλέξει την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, που δοκιμάζεται ήδη από τη βαριά κληρονομιά της οικονομικής κρίσης, το μεταναστευτικό και το Brexit.
Oι ΗΠΑ θα έχουν τις δικές τους ασυνήθιστες εκλογές τον Νοέμβριο, με τους δύο υποψηφίους να διαχειρίζονται το ρεύμα των αντικαθεστωτικών κινημάτων που είναι κατά της παγκοσμιοποίησης, των εμπορικών συμφωνιών και στοιχείων των ελεύθερων αγορών.
Οι συνεχείς πολιτικές μεταλλαγές της Κίνας συμπίπτουν με την προσπάθεια των ηγετών της να διαχειριστούν τη μετάβαση από χώρα «μεσαίου εισοδήματος» σε ανώτερο επίπεδο, μια μετάβαση που γίνεται πιο δύσκολη από τους αντίθετους ανέμους σε διεθνές επίπεδο και τις εγχώριες χρηματοοικονομικές φούσκες.
Εν τω μεταξύ, οι ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που εφαρμόζονται εξαπλώνονται σε έναν κόσμο που βασίζεται υπερβολικά στις κεντρικές τράπεζες και που αναμένεται να δει τρία από αυτά τα συστημικά σημαντικά ιδρύματα (την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας) να μπαίνουν ακόμα πιο βαθιά στα αχαρτογράφητα ύδατα των πειραματισμών της νομισματικής πολιτικής.
Παρ’ όλα αυτά, οι μετρήσεις δείχνουν πως επικρατεί ψυχραιμία στις αγορές. Αρκεί να δει κανείς τον VIX, το λεγόμενο «δείκτη φόβου», που καταγράφει τον βαθμό στον οποίο οι επενδυτές ανησυχούν για τις εγχώριες και εξωτερικές αβεβαιότητες. Τα άλματα του δείκτη ήταν σπάνια και βραχύβια. Αντί να κινηθεί σταθερά προς τα πάνω, για να αποτυπώσει τις «ασυνήθιστες αβεβαιότητες», το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι η γενικότερη σταθερότητα σε χαμηλά επίπεδα.
Υπάρχουν καλοί λόγοι για αυτό. Οι ενέσεις ρευστότητας -αυτές που έχουν γίνει και αυτές που αναμένονται- είναι άφθονες μέσω των προγραμμάτων τόνωσης των κεντρικών τραπεζών και της εταιρικής ρευστότητας που ανακυκλώνεται και επιστρέφει στις αγορές μέσω επαναγορών μετοχών, συγχωνεύσεων και εξαγορών. Οι επενδυτές έχουν μάθει τα τελευταία χρόνια ότι το να αγοράζει κανείς μετά από βουτιά είναι μια προσέγγιση που έχει αποδειχθεί κερδοφόρα, ειδικά σε αγορές που έχουν επιτύχει πρόσφατα νέα υψηλά.
Λίγοι είναι οι επενδυτές που έχουν προβληματιστεί για τις υψηλές τιμές και τις ασταθείς συσχετίσεις στη στρατηγική κατανομής των στοιχείων ενεργητικού, ειδικά δεδομένων των σταθερών επενδυτικών στόχων.
Χωρίς ελκυστικές εναλλακτικές και με όρια στο πόσο ρευστό μπορούν να έχουν στην κατοχή τους οι παραδοσιακοί διαχειριστές ενεργητικού, οι μετοχές συνεχίζουν να προσελκύουν δυσανάλογα μεγάλη κατανομή.
Είναι κατανοητό οι συναλλαγές στις αγορές να βασίζονται στην υφιστάμενη πραγματικότητα της άφθονης ρευστότητας και να αφήνουν στην άκρη, τουλάχιστον για τώρα, τις πιθανές επιπτώσεις από το όλο και μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στη συμπεριφορά των επενδυτών και μιας όλο και μεγαλύτερης λίστας οικονομικών και πολιτικών αβεβαιοτήτων. Στη διαδικασία, ωστόσο, δημιουργείται ένα κοκτέιλ που εγκυμονεί κινδύνους για μελλοντική χρηματοοικονομική αστάθεια και «συνθήκες ασυνέχειας» σε διάφορους τομείς της αγοράς.
Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα αυτή, οι επενδυτές θα έπρεπε να εξετάσουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της σημαντικής απόκλισης ανάμεσα στη σταθερότητα των αγορών που συντηρούν οι ενέσεις ρευστότητας και την αστάθεια των μακοπρόθεσμων θεμελιωδών στοιχείων.
Εκτός από τη μείωση της προσδοκώμενης απόδοσης από τη στρατηγική κατανομής των στοιχείων ενεργητικού και την αύξηση της αναμενόμενης μεταβλητότητας του προφίλ των αποδόσεων, οι επενδυτές πρέπει να ακολουθήσουν μια προσέγγιση με μεγαλύτερη κατανομή σε ρευστό και περισσότερη έκθεση σε εναλλακτικές, να γίνουν πιο τακτικοί και χρησιμοποιώντας αναλύσεις σεναρίων να προετοιμάσουν τους μετόχους για κρούσματα μεταβλητότητας στο βάθος του δρόμου.
Το μεγαλύτερο λάθος για τους επενδυτές -και είναι εύκολο να το κάνει κανείς- είναι να πιστεύουν ότι η περίοδος της τεχνητής ηρεμίας στις αγορές είναι από μόνη της καταδικασμένη να σηκώσει υψηλότερα τα θεμελιώδη που καθορίζουν την αξία των στοιχείων ενεργητικού. Το αντίθετο είναι δυστυχώς πιο πιθανό.
*Ο αρθρογράφος είναι Chief Economic Advisor στην Allianz και επικεφαλής του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation