Το αποτυχημένο πραξικόπημα από ένα τμήμα του στρατού στην Τουρκία εξουδετερώθηκε μέσα σε 10 ώρες την Παρασκευή το πρωί και το Σάββατο το βράδυ. Από αυτή την άποψη, ήταν σχετικά διαφορετικό από τα τουρκικά πραξικοπήματα που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 20ού αιώνα.
Ήταν, επιπλέον, διαφορετικό και από μια άλλη, βασική πλευρά: παρά τον διχασμό της χώρας σε δύο όλο και πιο ασυμβίβαστα αλλά και απαράλλακτα μπλοκ, και τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης -το HDP, το εθνικιστικό και το φιλοκουρδικό- αντιστάθηκαν κατά της στρατιωτικής ανταρσίας και στάθηκαν ακριβώς πίσω από τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το νεοϊσλαμιστικό κυβερνών κόμμα του, το AKP.
Ο εριστικός και πολωτικός πρόεδρος της Τουρκίας, η πιο ισχυρή φιγούρα της χώρας από όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ σφυρηλάτησε τη σύγχρονη δημοκρατία από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1923, αυτή τη στιγμή κρατά στα χέρια του το μέλλον της χώρας.
Μπορεί να προσπαθήσει να οικοδομήσει μια ευρέως δημοκρατική γενική συναίνεση σε έναν έννομο σκοπό. Ή μπορεί να χρησιμοποιήσει το πραξικόπημα ως πρόσχημα για να κατεδαφίσει όλους τους εναπομείναντες φραγμούς στη φιλοδοξία του να ασκήσει αναμφισβήτητη εξουσία. Φαίνεται πως έχει επιλέξει το δεύτερο μονοπάτι, αρπάζοντας τον έλεγχο των θεσμών καθώς οδεύει με ραγδαίους ρυθμούς προς μια εκτελεστική προεδρία που δεν θα βαρύνεται από θεσμικά αντίβαρα.
Η κλίμακα των εκκαθαρίσεων στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση θυμίζει παλαιότερα πραξικοπήματα που ήταν επιτυχημένα, καθώς δεν σταματά στους στασιαστές από τους κόλπους της αστυνομίας, του δικαστικού συστήματος και των δημόσιων υπηρεσιών. Μέχρι στιγμής, περίπου 20.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Το μέγεθος της «σφαγής» υπαινίσσεται ότι οι πραξικοπηματίες επέσπευσαν μια σύγκρουση που γνώριζαν πως ερχόταν έτσι κι αλλιώς, κυρίως στην ετήσια συνεδρίαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου στις αρχές Αυγούστου. Ο πρόεδρος Ερντογάν επρόκειτο να εκδιώξει από τον στρατό οποιονδήποτε υποπτευόταν ότι υποστηρίζει τον Φετουλάχ Γκιουλέν, έναν ιμάμη στις Ηνωμένες Πολιτείες που, αν και κάποτε ήταν σύμμαχός του, έχει γίνει αντίπαλος σε έναν ενδοϊσλαμικό πόλεμο.
Το δίκτυο του Γκιουλέν, πιο εμφανές μέσω μιας σειράς διεθνών σχολείων, έχει ξοδέψει δεκαετίες στην οικοδόμηση αφανών ομάδων εξουσίας μέσα στην αστυνομία, στο νομικό σύστημα και στις υπηρεσίες ασφαλείας της Τουρκίας.
Ήταν μεγάλης σημασίας για τον κ. Ερντογάν να υπονομεύσει την εξουσία του στρατού, είτε με θεμιτά μέσα είτε με αθέμιτα, ωστόσο μόλις οι κεμαλιστές στρατηγοί βγήκαν από τη μέση, οι πρώην σύμμαχοι άρχισαν να αντιμάχονται ο ένας τον άλλο με τέτοιο μένος που παρέλυσε τους θεσμούς της Τουρκίας. Ένας άλλοτε υποστηρικτής του κυβερνόντος κόμματος παρομοιάζει το κυνήγι μαγισσών κατά των υποστηρικτών του Γκιουλέν με «κυνήγι των τροτσκιστών από τον Στάλιν».
Η κυβέρνηση επιμένει ότι ο κ. Γκιουλέν ήταν ο ηθικός αυτουργός της σκευωρίας και πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να τον εκδώσουν ώστε να δικαστεί στην Τουρκία. Ο ίδιος το αρνείται, η Ουάσινγκτον απαιτεί αποδείξεις, αλλά και πάλι κάποιοι ανεξάρτητοι Τούρκοι αναλυτές ελάχιστα αμφιβάλλουν για το ότι οι υποστηρικτές του εμπλέκονταν.
Ωστόσο ο κ. Ερντογάν και το ΑΚΡ έχουν πρόβλημα αξιοπιστίας. Ποδοπατούν το κράτος δικαίου και την ελευθερία της έκφρασης εδώ και δεκαετίες, χρησιμοποιώντας δικαστές και εισαγγελείς για να εξαλείψουν τους υπέρμαχους του Γκιουλέν, όπως χρησιμοποιούσαν τους ίδιους προηγούμενα ως πολιορκητικό κριό εναντίον όλων, σκληραίνοντας τη δημόσια ζωή και αποδυναμώνοντας τους θεσμούς.
Η κυβέρνηση είχε έτοιμη, για παράδειγμα, μια λίστα 2.745 μελών του δικαστικού συστήματος ως συνεργούς στο πραξικόπημα. Ο πρόεδρος έχει χτυπήσει άμεσα ακόμη και το συνταγματικό δικαστήριο, τον τελευταίο θεσμό που του αντιστεκόταν και μέχρι που αναιρούσε τα διατάγματά του. Δύο από τα εννέα μέλη που είχε διορίσει ο Αμπντουλά Γκιουλ, ο πιο φιλελεύθερος προκάτοχος του κ. Ερντογάν ως πρόεδρος, έχουν συλληφθεί, κάνοντας την ισορροπία στο ανώτατο δικαστήριο της Τουρκίας να γέρνει προς τον κ. Ερντογάν.
Ο πόλεμος κατά των υποστηρικτών του Γκιουλέν αναγνωρίστηκε και από τις δύο πλευρές πως δεν συνάδει με το κράτος δικαίου ήδη από την αρχή, όταν εισαγγελείς που συνδέονταν με τον Γκιουλέν ξεκίνησαν να ερευνούν τον στενό κύκλο του κ. Ερντογάν στα τέλη του 2013 και για μήνες από τότε και μετά έδιναν στη δημοσιότητα τα ευρήματά τους.
Η κυβέρνηση απέλυσε, φυλάκισε και μετέφερε εκατοντάδες δικαστές, υποστηρίζοντας ότι οι ακραίοι καιροί απαιτούν ακραία μέτρα. «Δεν είναι πως υπάρχει ένα πλήρως λειτουργικό, ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και η κυβέρνηση επέλεξε να επέμβει», επιχειρηματολογούσε ένας από τους στενότερους συμβούλους του κ. Ερντογάν καθώς το αφεντικό του, τότε πρωθυπουργός, ετοιμαζόταν να αναλάβει την προεδρία.
Από τη στιγμή που έγινε πρόεδρος, ωστόσο, η οργή του έχει γίνει αισθητή σε ολόκληρη την πλουραλιστική κοινωνία την οποία έχει προσπαθήσει να εκφοβίσει, ξεκινώντας σχεδόν 2.000 υποθέσεις δυσφήμισης και σχεδιάζοντας απολύσεις δημοσιογράφων -κάποιοι από αυτούς φυλακίστηκαν για κατασκευασμένες κατηγορίες.
Εν μέσω της θεσμικής της κατάρρευσης, η Τουρκία -ένα όλο και πιο αναξιόπιστο μέλος του ΝΑΤΟ και θεωρητικά υποψήφια για προσχώρηση στην ΕΕ, φαινομενικός σύμμαχος κατά του Ισλαμικού Κράτους και ανατολικό προπύργιο κατά της Ρωσίας και του Ιράν- κινδυνεύει να χάσει τον προσανατολισμό της.
Οι δυτικοί σύμμαχοι της χώρας ήταν σθεναρά αντίθετοι με το πραξικόπημα, ωστόσο προειδοποίησαν με αποφασιστικότητα τον κ. Ερντογάν να μην το χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία για καθολική καταστολή και συνταγματικό βανδαλισμό.
Ο πρόεδρος συζητά την επαναφορά της θανατικής ποινής, πράγμα που θα «σκότωνε» τις ήδη ετοιμοθάνατες διαπραγματεύσεις προσχώρησης της Τουρκίας στην ΕΕ. Εκτός κι αν η Ουάσινγκτον κάνει κάποια παραχώρηση στο θέμα του Γκιουλέν -για παράδειγμα να ακυρώσει τη χρηματοδότηση προς το κίνημά του, προτείνει ένας αναλυτής-, θα μπορούσε να υπάρξει «διαζύγιο» με το ΝΑΤΟ.
«Πλέον θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ακόμη και η φιλία μας» με τις ΗΠΑ, τονίζει ο Μπιναλί Γιλντιρίμ, ο οποίος, ως πρωθυπουργός που επιλέχθηκε από τον κ. Ερντογάν, λέει ό,τι λέει και ο αφέντης του. Οι ενδείξεις, προς το παρόν, είναι όλες αρνητικές.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation