Ο λαός μίλησε. Αλλά τι είπε; Ναι, γνωρίζουμε ότι σε ένα συμβουλευτικής φύσης δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου, μια μικρή πλειοψηφία ψηφοφόρων προτίμησαν το Leave αντί του Remain. Αντίθετα, το να ορίσουμε αυτή την πιθανότητα είναι περίπλοκο και αμφιλεγόμενο.
Η πραγματικότητα είναι ότι μια έξοδος κρύβει πολλαπλές εναλλακτικές. Καμία από αυτές δεν πιθανό να αποδειχθεί τόσο δημοφιλής όσο ήταν η συμμετοχή στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, το να πραγματοποιήσουμε την αποχώρηση, αν πράγματι αυτή είναι η προσπάθεια που γίνεται αυτή τη στιγμή, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία απ' ότι θα είχε προκαλέσει η παραμονή. Όχι μόνο πολλοί υποστηρικτές του Remain αισθάνονται πλέον δυστυχισμένοι. Πολύ σύντομα, έτσι θα νιώθουν και πολλοί υπέρμαχοι του Leave. Αυτό το δημοψήφισμα δεν είναι το τέλος της δυσφορίας, αλλά η αρχή αυτού που πιθανότατα θα είναι ακόμη μεγαλύτερη και πιο διάχυτη δυσφορία.
Οι υπέρμαχοι της εξόδου φαίνεται να εντάσσονται σε μία από τρεις σχετικά διαφορετικές κατηγορίες: εκείνους που επιθυμούν μια απόλυτα ελεύθερη αγορά, εκείνους που θέλουν να ανακτήσουν την κυριαρχία και εκείνους που επιθυμούν να σταματήσουν την μετανάστευση. Πολλοί από τις δύο τελευταίες κατηγορίες έχουν, ιστορικά, ψηφίσει το Εργατικό κόμμα. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι είναι αυτό που τώρα φαίνεται ως πιθανή αντίδραση των Συντηρητικών, δηλαδή η μείωση των φόρων επί του κεφαλαίου και η πώληση βρετανικών περιουσιακών στοιχείων και εργατικών χεριών σε όποιον δίνει τα περισσότερα.
Ο Ρούπερτ Χάρισον, πρώην σύμβουλος του Τζορτζ Όσμπορν, του υπουργού Οικονομικών, έχει ορίσει αυτή την ιδανική επιλογή ως «κάτι λιγότερο από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» (European Economic Area minus). Όπως σωστά σημειώνει, οι οικονομικές επιπτώσεις του Brexit εξαρτώνται από τη φύση οποιασδήποτε συμφωνίας με την ΕΕ. Αλλά αν το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πράγματι αποφασισμένο να εισάγει νέους ελέγχους στη μετανάστευση, όπως επιθυμούν πολλοί υποστηρικτές του Leave, δεν θα του επιτραπεί από την υπόλοιπη ΕΕ να διατηρήσει πλήρη πρόσβαση στην κοινή αγορά. Το ερώτημα είναι πόση πρόσβαση θα μπορούσε να χάσει. Όπως επιχειρηματολογεί ο κ. Χάρισον, «ο διάβολος θα κρύβεται στις λεπτομέρειες του τι πρέπει να εγκαταλειφθεί σε αντάλλαγμα για λίγο περισσότερο έλεγχο στη μετανάστευση, και ιδιαίτερα, τι σημαίνει αυτό για την κοινή αγορά στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες».
Φανταστείτε, λοιπόν, ένα πιθανό αποτέλεσμα από μια τέτοια διαπραγμάτευση: περιορισμένοι έλεγχοι στη μετανάστευση, με πρόσβαση στην κοινή αγορά υπό όρους όχι τόσο μακρινούς από εκείνους που έχουμε τώρα. Αυτό θα ήταν το μικρότερο κακό για τους υπέρ του Remain. Αλλά θα ήταν σε τεράστιο βαθμό μη αποδεκτό από όλες τις κατηγορίες των υπέρ της εξόδου. Σχεδόν σίγουρα, θα έκανε λίγα για να μειώσει την καθαρή μετανάστευση. (Πράγματι, σε κάθε περίπτωση θα είναι δύσκολο να το κάνουμε αυτό χωρίς να απομονώσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους).
Επιπρόσθετα, στο βαθμό στον οποίο πράγματι θα διατηρηθεί η πρόσβαση στην κοινή αγορά, όπως επιθυμεί ο κ. Χάρισον και άλλοι, η Βρετανία θα εξακολουθούσε να υπόκειται σε όλους τους σχετικούς κανονισμούς, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να τους επηρεάσει άμεσα. Θα υπόκειται ακόμη στον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Κοινοτήτων ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες –κάτι που απεχθάνονται αυτοί που θέλουν να φύγουν.
Συνεπώς, μια τέτοια έκβαση θα εξαγρίωνε όχι μόνο εκείνους που θέλουν να μειώσουν τη μετανάστευση, αλλά και εκείνους που θέλουν να ρίξουν τους κανόνες «στη φωτιά» και εκείνους που επιθυμούν να ανακτήσουν τον κυρίαρχο έλεγχο των βρετανικών υποθέσεων. Μπορεί να ικανοποιήσει μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού τομέα. Αλλά, για τους περισσότερους υπέρ της εξόδου, θα φαινόταν σαν απόλυτη προδοσία και δε θα θεωρηθεί πολύ καλύτερο από το να έμεναν ή και καθόλου καλύτερο.
Υπάρχει μια άλλη σειρά συμβιβασμών που θα τους ικανοποιούσε περισσότερο; Το προφανές θα ήταν η προσπάθεια για μια περιοχή ελεύθερου εμπορίου μόνο για τα αγαθά. Παρότι ακόμη κι αυτό μπορεί να είναι δύσκολο να συμφωνηθεί χωρίς την αποδοχή της συνέχισης της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων. Αν συμφωνηθεί, αυτή η επιλογή θα αύξανε την ελευθερία των βρετανικών κυβερνήσεων. Αλλά παράλληλα θα μείωνε το βαθμό της οικονομικής ολοκλήρωσης με την ΕΕ και επομένως θα επέβαλε μεγαλύτερα οικονομικά κόστη. Αν και αυτή η επιλογή θα χαροποιούσε περισσότερο αυτούς που θέλουν να φύγουν σε σχέση με το EEA minus, θα κόστη θα τους απασχολούσαν, ιδιαίτερα αν εξαρτώνται από την κυβερνητική δαπάνη. Αυτή η επιλογή σίγουρα θα ήταν πολύ λιγότερο αρεστή από τους Remainers σε σχέση με το EEA minus.
Παρ' όλο που αυτό δε θα ήταν πρακτικό, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ακόμη κι ένα δημοψήφισμα με παραπάνω από δύο επιλογές: ίσως την παραμονή και μερικές εκδοχές εξόδου. Η παραμονή σίγουρα θα κέρδιζε περισσότερες ψήφους από οποιαδήποτε επιλογή εξόδου. Αν το δημοψήφισμα είχε επιτρέψει μεταβιβάσιμες ψήφους, και ιδιαίτερα αν είχαν επισημανθεί σαφώς τα κόστη της εξόδου από την ΕΕ και της μετέπειτα διαπραγμάτευσης για νέες συμφωνίες, το Remain και πάλι θα κέρδιζε.
Όλα αυτά δεν είναι μόνο για να γκρινιάξουμε για τον παραλογισμό του περιορισμού μιας περίπλοκης σειράς επιλογών για το μακροπρόθεσμο μέλλον της χώρας, σε μια διττή επιλογή που έγινε μέσα σε μια μέρα. Είναι περισσότερο ώστε να σημειωθεί ο γολγοθάς στον οποίο έχει βρεθεί η Βρετανία. Έχει εμπλακεί σε μια περίπλοκη διαδικασία αναθεώρησης και αναδιαπραγμάτευσης, στο τέλος της οποίας πολλοί ψηφοφόροι του Leave σίγουρα θα αισθανθούν προδομένοι. Επιπλέον, όσο πιο ακραία είναι η εκδοχή της εξόδου, τόσο πιο πανικόβλητοι θα είναι οι ψηφοφόροι του Remain. Η απόφαση για Brexit δεν είναι το τέλος της πολιτικής αναταραχής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι μόνο η αρχή.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation