Ο Λεβιάθαν ήταν πάντα μια λάθος μεταφορά. Το κράτος δεν είναι ένα τέρας με δικό του νου. Είναι, τουλάχιστον σε μια δημοκρατία, η έκφραση των προτιμήσεων και ανησυχιών μας. Κυριολεκτικά, έχουμε την κυβέρνηση που αξίζουμε. Επομένως οι ελευθεριστές (libertarians) που είναι οργισμένοι με το κράτος πρόνοιας θα έπρεπε να κάνουν τα παράπονά τους στους συμπολίτες τους, οι οποίοι επιμένουν να το ψηφίζουν.
Οι αριστεροί, που όλο ενθαρρύνουν την κυβέρνηση να κάνει περισσότερα, θα έπρεπε να πείσουν τους συμπατριώτες τους να ανεχτούν υψηλότερους φόρους.
Το κράτος αλλάζει μέγεθος και λειτουργία μόνο όταν το θέλει η κοινωνία. Η κοινωνική πρόνοια ήρθε όταν η βιομηχανική εργατική τάξη απέκτησε το εκλογικό της δικαίωμα. Οι δαπάνες για την άμυνα ήταν υψηλές κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου λόγω του φόβου για την ύπαρξή μας. Όταν αυτή η ανασφάλεια υποχώρησε, η Βρετανία ξόδεψε το μέρισμα ειρήνης σε φορολογικές ελαφρύνσεις και μια μεγαλύτερη Εθνική Υπηρεσία Υγείας (NHS). Η ζήτηση καθορίζει την προσφορά, όχι το αντίθετο.
Θα περάσουν χρόνια μέχρι να είμαστε σίγουροι, αλλά οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι μπορεί να επιφέρουν άλλο ένα από αυτά τα σημεία καμπής όπου οι απαιτήσεις που έχουμε από το κράτος αλλάζουν. Οι ψηφοφόροι στη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες μπορεί να αρχίσουν να ζητούν από την κυβέρνηση να επιστρέψει στην αρχική της λειτουργία -την ασφάλεια-, όχι με τον αποκλεισμό όλων των άλλων, αλλά τοποθετώντας την πάνω από όλα τα άλλα. Αν το κάνουν, οι επιπτώσεις στις πολιτικές μας δεν θα είναι διακριτικές.
Για τον μέσο Βρετανό, ηλικίας 40 ετών, η πολιτική ήταν πάντα ένα παρακλάδι της οικονομίας. Ψήφισε για πρώτη φορά όταν η σοβιετική απειλή είχε ήδη εξαφανιστεί. Οι επόμενες εκλογές, κατά τις δεκαετίες του 1990 και 2000, ήταν αναδιανεμητικές διαμάχες: Αυτό το σχέδιο δαπάνης έναντι εκείνης της περικοπής φόρου. Η πολιτική των μετρημένων κουκιών επέτρεψε στους τεχνοκράτες και πρώην ειδικούς συμβούλους να λάμψουν ως νέα άρχουσα τάξη -η γενιά του Ντέιβιντ Κάμερον, τώρα συντηρητικού πρωθυπουργού. Μπορεί να ήταν ένα μάτσο στενόμυαλοι, αλλά ήξεραν να χρησιμοποιούν ενημερωτικά σημειώματα και, τέλος πάντων, τα διακυβεύματα ήταν μηδαμινά.
Το θαύμα είναι πως η 11η Σεπτεμβρίου δεν το άλλαξε αυτό. Οι τρεις γενικές εκλογές από τότε δεν έχουν στηριχτεί σε τίποτα πιο θεμελιώδες από τις δημόσιες υπηρεσίες και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού. Ίσως η πιο πρόσφατη επανεμφάνιση της τρομοκρατικής απειλής -με τη μορφή του αντάρτικου πόλεων (urban guerilla)- επίσης να μην αφήσει κανένα ίχνος στην πολιτική. Αλλά, αν το κάνει, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το πώς θα είναι η αλλαγή.
Οι δημοσιονομικές αποφάσεις για το ποιος θα πάρει τι θα αρχίσουν να ευνοούν τον σκοπό της ασφάλειας. Στο περιθώριο, «σκληρές» αξιώσεις για δημόσιο χρήμα (άμυνα, αστυνόμευση, μυστικές υπηρεσίες, σύνορα) θα υπερισχύσουν των «ηπιότερων» καθηκόντων σε μελλοντικές εκδοχές της αξιολόγησης των δαπανών που θα πραγματοποιηθεί στις 25 Νοεμβρίου. Αυτές οι διαφορετικές προτεραιότητες θα σηματοδοτήσουν προεκλογικές εκστρατείες. Ένα τηλεοπτικό debate μεταξύ υποψήφιων πρωθυπουργών που δεν θα θίξει καθόλου την εξωτερική ή την πολιτική άμυνας, όπως συνέβη τον περασμένο Απρίλιο, θα μπορούσε και θα έπρεπε να καταστεί αδιανόητο. Η εντολή σε αυτά τα ζητήματα μπορεί ακόμη και να εκτοπίσει την ικανότητα στα οικονομικά ως απαραίτητη προϋπόθεση για εκλεξιμότητα.
Ο πιο πολωμένος διάλογος στη δημόσια ζωή τα τελευταία χρόνια τοποθέτησε εκείνους που πίστευαν στη λιτότητα απέναντι στους κεϊνσιανούς εχθρούς τους. Στο μέλλον, το ρήγμα θα είναι μεταξύ παρεμβατιστών, που επιχειρηματολογούν υπέρ μιας ενεργής εκστρατείας ενάντια σε τρομοκρατικές ομάδες στο εξωτερικό, και απομονωτιστών, που πιστεύουν πως η ασφάλεια έγκειται σε μια περιχαρακωμένη Βρετανία. Η εκλογική αγορά για αστικό ελευθερισμό (urban libertarianism) είναι σχεδόν στο μηδέν. Η αγορά για απομονωτισμό κάτω από ένα κράτος ασφαλείας δεν είναι.
Η πιο προφανής αλλαγή θα μπορούσε να ήταν οι προτιμήσεις μας για ένα διαφορετικό τύπο ανθρώπου που θα κυβερνά το κράτος. Αν η Εποχή των Ειδικών Συμβούλων δεν οδηγούνταν ήδη στην παρακμή της, μια νέα διάθεση για ανασφάλεια θα την εκτόπιζε. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τους ψηφοφόρους να στρέφονται προς μεγαλύτερους σε ηλικία πολιτικούς, ή σε εκείνους που έχουν υπηρετήσει ως ένστολοι. Υπάρχει μια γοητευτική φωτογραφία των Dan Jarvis, βουλευτή των Λαϊκών, και του Tom Tugendhat, βουλευτή των Συντηρητικών, κατά τη διάρκεια της θητείας τους στον βρετανικό στρατό. Όταν κατεβαίνουν ως υποψήφιοι αρχηγοί κόμματος, το Ουέστμινστερ αμφισβητεί την πολιτική τους εξυπνάδα -αυτή την ικανότητα για ελιγμούς που μπορεί να αποκτήσει κανείς μόνο αν μαθητεύσει στο γραφείο κάποιου υπουργού.
Αυτές οι ενστάσεις έχουν ισχύ σε μια περίοδο που τίποτα δεν έχει μεγάλη σημασία. Μόλις η πολιτική επιστρέψει σε βαρύτερα ζητήματα, οι σοφιστείες θα φέρουν σε δύσκολη θέση οποιονδήποτε τα θίξει.
Φυσικά, δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ένας πρώην στρατιώτης, αστυνομικός ή κατάσκοπος, θα ήταν καλύτερος από τον οποιονδήποτε άλλον στο να κρατήσει τη χώρα ασφαλή ως πρωθυπουργός. Αλλά από την άλλη, ένα πρώην μέλος think-tank δεν είναι αυτομάτως καλύτερος στο να βγάζει άρτια συμπεράσματα σε θέματα κοινωνικής πολιτικής. Αυτό που έχει σημασία, από εκλογική άποψη, είναι μια αίσθηση των ψηφοφόρων ότι οι ηγέτες τους είναι εναρμονισμένοι με τα θέματα της καθημερινότητας. Αν αυτά τα θέματα πρόκειται να αλλάξουν από οικονομικά σε θέματα ασφαλείας, από την υλική σφαίρα στην υπαρξιακή, πρέπει να αλλάξουν και οι ηγέτες. Η πολιτική μπορεί να γίνει υπερβολικά σημαντική, για να την αφήσει κανείς σε επαγγελματίες πολιτικούς.
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation