Καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες παλεύουν με μία κλιμακούμενη μεταναστευτική κρίση, η ανταπόκρισή τους διαμορφώνεται από ένα σύνολο διεθνών νόμων που αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά πριν από περισσότερο από έναν αιώνα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι κανόνες -που είχαν την πρόθεση να εγγυηθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσφύγων και να προστατεύσουν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ- διέπουν τώρα τη μοίρα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων με προορισμό την Ευρώπη, από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Βρίσκονται επίσης στην καρδιά πικρών, κάποιες φορές, διαφωνιών ανάμεσα στα κράτη, σχετικά με το ποιος είναι υπεύθυνος να προσφέρει καταφύγιο σε αυτούς τους ανθρώπους.
Μία πρώτη ερώτηση για να απαντήσει κανείς είναι, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον μετανάστη, τον πρόσφυγα και τον αιτούντα ασύλου;
Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, οι ηγέτες της Ευρώπης έχουν συγκρουστεί σχετικά με το πώς να περιγράψουν τον κόσμο που περνά τα σύνορά της.
Οι Ούγγροι πολιτικοί έχουν υποστηρίξει ότι οι περισσότεροι θα έπρεπε να θεωρηθούν «οικονομικοί μετανάστες» που αναζητούν μία καλύτερη ζωή, αντί για «πρόσφυγες». Αυτός ο ισχυρισμός αμφισβητείται από την ΕΕ και τον Ύπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Σε αυτή την περίπτωση, οι λέξεις έχουν μεγάλη σημασία.
Υπό τον νόμο της ΕΕ, αν ένας άνθρωπος πει στα σύνορα πως διαφεύγει διωγμό, θεωρείται αιτών ασύλου. Από τη στιγμή εκείνη που κάνει το αίτημα αυτό, εφαρμόζεται μία εντελώς διαφορετική σειρά νόμων σε σχέση με την περίπτωση των ανθρώπων που απλά αναζητούν μία καλύτερη ζωή και συχνά αποκαλούνται οικονομικοί μετανάστες. (Αυτοί οι οικονομικοί μετανάστες είναι πολύ πιο πιθανό να σταλούν πίσω στη χώρα προέλευσής τους).
Αν οι αρχές δεχθούν το αίτημα ως νόμιμο, τότε θα χορηγηθούν στο άτομο αυτό τα δικαιώματα του πρόσφυγα ή παρόμοια δικαιώματα. Στην πραγματικότητα, ο όρος «πρόσφυγας» χρησιμοποιείται και για εκείνους που υποστηρίζουν ότι διαφεύγουν κίνδυνο και για εκείνους στους οποίους έχει χορηγηθεί προστασία.
Στην κρίση, πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης και άλλοι τείνουν να χρησιμοποιούν τον όρο «μετανάστης» για όλους τους ξένους που προσπαθούν να έρθουν στην ΕΕ. Αυτό έχει προκαλέσει παράπονα από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ότι η συγχώνευση των δύο όρων μπορεί «να έχει σοβαρές συνέπειες στις ζωές και στην ασφάλεια των προσφύγων».
Οι μετανάστες είναι άνθρωποι που μετακινούνται ουσιαστικά για οικονομικούς λόγους και «το μπέρδεμα των δύο όρων τραβάει την προσοχή μακριά από τις ειδικές νομικές προστασίες που χρειάζονται οι πρόσφυγες», τόνισαν τα Ηνωμένα Έθνη.
Επομένως, πώς δημιουργήθηκαν οι κανόνες;
Μία από τις ειρωνείες της τρέχουσας κρίσης είναι ότι οι διεθνείς κανόνες που αφορούν στο άσυλο αναπτύχθηκαν εξαρχής ακριβώς λόγω των μαζικών μετακινήσεων των προσφύγων στην Ευρώπη.
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εκατομμύρια άνθρωποι περιφέρονταν στις ερειπωμένες πόλεις της ηπείρου, είτε επειδή τα σπίτια τους είχαν καταστραφεί, είτε επειδή είχαν αναγκαστεί να φύγουν καθώς τα εθνικά σύνορα επαναδιαμορφώθηκαν. Ακόμη και πέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, η κατάσταση παρέμενε.
Η κρίση οδήγησε 26 κράτη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, να συμφωνήσουν σε μία σύμβαση το 1951, σχετικά με την αντιμετώπιση αυτού του όγκου προσφύγων. Σε αυτήν, τα έθνη αναγνώρισαν πως είχαν καθήκον να φροντίσουν για εκείνους που δεν είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και πως οι άνθρωποι είχαν το δικαίωμα να μη στέλνονται πίσω στον κίνδυνο.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες επιφορτίστηκε με το να διασφαλίσει ότι αυτά τα μέτρα θα τίθεντο σε εφαρμογή και ότι οι εκτοπισμένοι λαοί της Ευρώπης θα στεγάζονταν και πάλι. Με τον καιρό, το φάσμα της σύμβασης διευρύνθηκε προκειμένου να καταστήσει οικουμενικές τις αρχές της.
Πώς έχουν αλλάξει οι κανόνες με το πέρασμα του χρόνου;
Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Ευρώπη μετά βίας σκέφτηκε να θεσπίσει κοινούς κανόνες σε ό,τι αφορά στη διαχείριση των προσφύγων, με τα κράτη απλά να εφαρμόζουν τους δικούς τους νόμους. Αλλά η ιδέα έγινε ξαφνικά επείγουσα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν τα κράτη-μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας -προκατόχου της ΕΕ- εξέτασαν την εξάλειψη των συνοριακών ελέγχων προκειμένου να διευκολυνθεί η εσωτερική μετακίνηση στο μπλοκ.
Οι κυβερνήσεις χρειάζονταν να διασφαλίσουν ότι η έλλειψη συνόρων στην περιοχή Σένγκεν δεν θα γινόταν δικαιολογία για τις χώρες ώστε να αποφύγουν τις ίδιες τις ευθύνες τους. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η ΕΕ ήταν να ξεκαθαρίσει, με ορισμένες εξαιρέσεις, ότι μία αίτηση για άσυλο πρέπει να τη διαχειριστεί η πρώτη χώρα της ΕΕ στην οποία φτάνει ο αιτών.
Άλλοι κανόνες διασφαλίζουν ότι μία χώρα της ΕΕ δεν μπορεί να καταστήσει εαυτόν λιγότερο ελκυστικό στους πρόσφυγες, με το να προσφέρει επίτηδες χειρότερες συνθήκες από τους γείτονές της. Υπάρχουν επιπλέον κανόνες σχετικά με το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς στους πρόσφυγες μόλις φτάσουν για πρώτη φορά στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Γιατί αυτοί οι κανόνες έχουν αποδειχθεί τόσο ανεπαρκείς στην αντιμετώπιση της κρίσης;
Η σύντομη απάντηση είναι: Λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης ώστε να μοιραστεί η ευθύνη.
Οι χώρες στα νότια σύνορα της ΕΕ -ιδιαίτερα η Ελλάδα, η Ιταλία και η Μάλτα- έχουν από καιρό παραπονεθεί για «έλλειψη αλληλεγγύης» από τα άλλα κράτη στην αντιμετώπιση των μαζικών εισροών μεταναστών και προσφύγων. Και πάλι, προηγούμενες πρωτοβουλίες της ΕΕ ώστε να θεσπιστούν τα λεγόμενα «συστήματα διαμοιρασμού του βάρους» για να μοιράζονται γρήγορα οι αιτούντες ασύλου ναυάγησαν.
Αντ' αυτού, οι κυβερνήσεις κατέφυγαν στην εύκολη πολιτικά επιλογή του να συμφωνήσουν να παρέχουν περισσότερους πόρους, ώστε να βοηθήσουν την αστυνομία και να διαχειριστούν τα πιο επικίνδυνα σημεία στα εξωτερικά σύνορα. Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν η εγκαθίδρυση μιας υπηρεσίας διαχείρισης συνόρων, της Frontex, της οποίας ο προϋπολογισμός εικοσαπλασιάστηκε από τη στιγμή της εγκαθίδρυσής της το 2004. Η Frontex έχει συμμετάσχει σε αποστολές διάσωσης στη Μεσόγειο.
Η τρέχουσα κρίση έχει επιδεινωθεί επειδή κάποιοι από τους κανόνες της ΕΕ θεσπίστηκαν ακριβώς για να αποφευχθεί ο υπερβολικός διαμοιρασμός της ευθύνης. Αυτό είναι προφανές στην περίπτωση του κανονισμού του Δουβλίνου, ο οποίος απαιτεί οι υποθέσεις των αιτούντων ασύλου να επεξεργάζονται στην πρώτη χώρα της ΕΕ όπου εκείνοι φτάνουν. Πρακτικά, αυτός ο κανόνας έχει παραβιαστεί πλήρως στην περίπτωση της Ελλάδας, της οποίας η διαχείριση των συνόρων βρίσκεται υπό κατάρρευση και το σύστημα ασύλου υπερφορτωμένο. Ως εκ τούτου, η Γερμανία έχει σταματήσει να στέλνει ανθρώπους πίσω στην Ελλάδα εδώ και κάποια χρόνια.
Επομένως γιατί επανήλθε τώρα στην επιφάνεια η συζήτηση για ένα σύστημα ποσοστώσεων;
Το μέγεθος αυτής της κρίσης έχει προκαλέσει μία πολιτική μεταστροφή, την οποία ενθάρρυνε η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, με την αργοπορημένη υποστήριξη της Γαλλίας.
Δεδομένων των αντιδράσεων των συντηρητικών κατά της μετανάστευσης σε μεγάλος μέρος της Ευρώπης, η ιδέα παρέμεινε αμφισβητήσιμη μέχρι και χθες που πέρασε από τους υπουργούς Εσωτερικών, αν και με διαφωνίες.
Και πάλι, το γεγονός ότι οι ηγέτες της ΕΕ νωρίτερα το καλοκαίρι συμφώνησαν σε ένα εθελοντικό σύστημα και χθες στη μετεγκατάσταση 120.000 ανθρώπων αντιπροσωπεύει μία πρόοδο σε σχέση με τις αδιέξοδες συζητήσεις του παρελθόντος.
Μπορούν οι Βρυξέλλες να αναγκάσουν τις διστακτικές χώρες να δεχθούν μετανάστες;
Οποιοδήποτε δεσμευτικό σύστημα θα χρειαστεί να θεσπιστεί μέσα από νομοθεσία της ΕΕ και αυτός ο νόμος θα πρέπει να εγκριθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις (με τη χρήση μίας περίπλοκης διαδικασίας ψήφισης με πλειοψηφία) και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όταν πρόκειται για τους τρέχοντες κανόνες της ΕΕ και την κρίση αυτού του καλοκαιριού, είναι συχνά δύσκολο να αποφανθεί κανείς το ποιος παραβιάζει τον νόμο και πώς. Η Ουγγαρία, για παράδειγμα, δέχθηκε κριτική επειδή αποπειράθηκε να κλείσει τους απρόθυμους μετανάστες σε «σημεία συγκέντρωσης» -το οποίο ακούγεται άσχημο- με κακές συνθήκες.
Αλλά η Βουδαπέστη ισχυρίζεται -εν μέρει δικαιολογημένα- ότι απλά προσπάθησε να εφαρμόσει τους κανόνες της ΕΕ για το άσυλο με το να καταγράψει τους ανθρώπους, στην προσπάθεια να επεξεργαστεί τα αιτήματά τους και παρέχοντάς τους ό,τι χρειάζονταν για τις βασικές τους ανάγκες. Αυτό κατέστη ουσιαστικά αδύνατο, για τον λόγο ότι οι αιτούντες ασύλου ήθελαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για τη Γερμανία.
Την ίδια στιγμή, η Ουγγαρία δεν ζήτησε διαθέσιμη υποστήριξη από την ΕΕ, αν και οι δικές της υπηρεσίες δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την εισροή των ανθρώπων στα εδάφη της. Πρακτικά, δε μπορούσε να εκπληρώσει όπως έπρεπε την υποχρέωσή της να επεξεργαστεί τις περιπτώσεις των ανθρώπων που εισέρχονταν στη Σένγκεν.
Οι υπάρχοντες νόμοι της ΕΕ αστυνομεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία μπορεί να μηνύσει τα κράτη στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν και είναι δύσκολο να τη δούμε να αναλαμβάνει δράση στην περίπτωση της Ουγγαρίας, δεδομένης της ασυνήθιστης φύσης της κατάστασης.
Εκτός από την εισαγωγή ενός συστήματος διαμοιρασμού του βάρους, τι άλλο μπορεί να κάνει η ΕΕ;
Ενώ πολλοί από εκείνους που έρχονται στην Ευρώπη αυτό το καλοκαίρι είναι άνθρωποι που προσπαθούν να διαφύγουν τον πόλεμο στη Συρία ή την πολιτική καταπίεση στην Ερυθραία και άλλες εμπόλεμες ζώνες, αυτό δεν ισχύει για όλες τις περιπτώσεις.
Μια δυσάρεστη πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η ΕΕ είναι το ότι άνθρωποι από φτωχότερα μέρη του κόσμου ζηλεύουν τον τρόπο ζωής της και ότι μεγάλος αριθμός αυτών θα θελήσει να έρθει στην αναζήτησή του για μια καλύτερη ζωή. Ανάμεσα στους 800 ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους από ένα μόνο ναυάγιο τον Απρίλιο, ήταν και άνθρωποι που είχαν επιτυχημένες επιχειρήσεις στην πατρίδα τους.
Όπως έχουν τα πράγματα, η ΕΕ δεν έχει κοινό καθεστώς για να δέχεται νόμιμους μετανάστες. Τα κράτη διαχειρίζονται τις ίδιες τις αγορές εργασίας τους και αντιμετωπίζουν όλο και πιο σκεπτικούς, ή ακόμη και εχθρικούς, απέναντι στη μετανάστευση ψηφοφόρους.
Η πρόκληση συνίσταται και στην αναγνώριση ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό για να συντηρήσει τον πληθυσμό της που γερνά και στο να καθοριστεί ο ρόλος που θα έχουν οι Βρυξέλλες στον συντονισμό όλου αυτού.
Το πιο φιλόδοξο μέτρο που έχουν πάρει οι Βρυξέλλες μέχρι τώρα ήταν να εισάγουν το λεγόμενο καθεστώς της Μπλε Κάρτας, που επιδιώκει να εξορθολογίσει τη γραφειοκρατία για τους καλά καταρτισμένους οικονομικούς μετανάστες. Η κάρτα προσφέρει επιπλέον ένα μικρό περιθώριο μετακίνησης στην ΕΕ, για να βρει κανείς εργασία. Ακόμη κι αυτό ήταν αποτέλεσμα μηνών πολιτικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις κυβερνήσεις.
Πέρα από αυτό, η ΕΕ θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τα σύνορα και το σύστημα ακτοφυλακής της, το οποίο θα μπορούσε να σώσει περισσότερες ζωές στη θάλασσα. Αλλά τέτοιου είδους μέτρα δεν αντιμετωπίζουν τα αίτια της κρίσης -τους πολέμους και τις διώξεις που οδηγούν τους ανθρώπους στο να φύγουν για την Ευρώπη εξαρχής.
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation