Είναι κοινός τόπος ότι η παγκόσμια μακροχρόνια πτώση των πραγματικών επιτοκίων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην στροφή των επενδυτών σε ασφαλείς τίτλους. Είναι γεγονός ότι η συγκέντρωση αποθεμάτων από τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις στις ανεπτυγμένες χώρες έχει παίξει σημαντικό ρόλο. Και με την ευρωζώνη να επιτυγχάνει πλέον πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, υπάρχουν τώρα κι άλλες αποταμιεύσεις που μπαίνουν στο παιχνίδι.
Παράλληλα, από τότε που έσπασε η φούσκα των dotcom και ξέσπασε η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση, οι επενδυτές απαιτούν αυξημένες πραγματικές αποδόσεις για να τοποθετηθούν στα χρηματιστήρια. Έτσι, ενισχύθηκε η στροφή των χαρτοφυλακίων προς τα ομόλογα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται περαιτέρω πτωτικές πιέσεις στις αποδόσεις.
Παρόλα αυτά, το πιο εντυπωσιακό σημείο στις αγορές σήμερα είναι σίγουρα η ζήτηση για ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις. Στην αγορά ομολόγων, οι αποδόσεις των τίτλων junk βρίσκονται κοντά σε ιστορικά χαμηλά. Έχουν επιστρέψει στη μόδα οι τιτλοποιήσεις και ετοιμάζεται χαλάρωση των προτύπων δανεισμού με επιστροφή στις κακές συνήθειες που υπήρχαν προ του 2007, όπως τα δάνεια «cov-lite» που προσφέρουν ελάχιστη ασφάλεια στους επενδυτές.
Το Μεξικό, που κατά κοινή παραδοχή προσφέρει βάση από πλευράς εγχώριας οικονομικής πολιτικής, κατάφερε να πουλήσει τίτλους διάρκειας 100 ετών τον προηγούμενο μήνα με επιτόκιο 5,75%. Παράλληλα, οι αποδόσεις των 5ετών ομολόγων Ισπανίας και Ιρλανδίας βρέθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα σε επίπεδα κατώτερα από τον αντίστοιχο τίτλο των ΗΠΑ.
Η παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών
Όλα αυτά οφείλονται στην ισχύ των κεντρικών τραπεζών που «μαγείρεψαν» τις αγορές με θεαματικό τρόπο. Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι κατάφερε μάλιστα να το κάνει φτηνά, χωρίς να τοποθετήσει χρήματα στο πρόγραμμα ΟΜΤ για να στηρίξει τη δέσμευσή του ότι θα κάνει «ότι χρειάζεται» για να σώσει το ευρώ.
Παράλληλα προώθησε το carry trade με τις τράπεζες να δανείζονται φτηνά από την ΕΚΤ για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα ευρωζώνης – και έτσι προέκυψαν οι εντυπωσιακές αποδόσεις για την Ισπανία, την Ιρλανδία και άλλους.
Στις ΗΠΑ, την Βρετανία και την Ιαπωνία, η προσφυγή στην ποσοτική χαλάρωση πέτυχε πυροδοτώντας το ενδιαφέρον των επενδυτών για ανάληψη κινδύνου - ακόμη κι αν ο αντίκτυπός της στην πραγματική οικονομία ακόμη δεν εντυπωσιάζει. Και οι αποτιμήσεις των χρηματιστηριακών αγορών αντικατοπτρίζουν αυτά τα ταχυδακτυλουργικά.
Όπως επεσήμανε και ο Ρίτσαρντ Φίσερ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Ντάλας την προηγούμενη εβδομάδα, ο δείκτης Ρ/Ε των μετοχών βρίσκεται σε ένα από τα υψηλότερα δεκατημόρια στις τιμές που έχουν αναφερθεί από το 1881. Ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Σίλερ ανέφερε ότι ο πληθωριστικά προσαρμοσμένος δείκτης Ρ/Ε για τον S&P 500 άγγιξε το 26 που είναι ένα ακόμη υψηλό επίπεδο. Πριν τη Μαύρη Τρίτη του 1929, ο ίδιος δείκτης βρισκόταν στο 30 και λίγο πριν σκάσει η φούσκα των dotcom το 1999 βρισκόταν στο ιστορικό υψηλό 40 .
Επιχειρηματική χειραγώγηση
Μία ακόμη ένδειξη της ασυγκράτητης διάθεσης για ανάληψη κινδύνου είναι η αύξηση του δανεισμού για αγορά μετοχών (margin) που καταγράφει αλυσιδωτά ρεκόρ εδώ και αρκετούς μήνες. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του NYSE, τώρα βρίσκεται στα 4667 δισ. δολ., ποσό διπλάσιο από το 2010.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν είναι οι μόνοι που με επιτυχία μαγείρεψαν τις αγορές. Τα στελέχη των επιχειρήσεων αγγλόφωνων χωρών δανείστηκαν με μανία σε χαμηλά επιτόκια για να επαναγοράσουν μετοχές. Έτσι, όχι μόνο ωθήθηκαν οι τιμές των μετοχών σε υψηλότερα επίπεδα, αλλά επίσης η μείωση των διαθέσιμων μετοχών προκάλεσε αύξηση των κερδών ανά μετοχή ακόμη κι όταν δεν υπήρχε αύξηση των εσόδων ή βελτίωση των περιθωρίων κερδοφορίας. Αυτό, βεβαίως, οδήγησε σε ενίσχυση των μπόνους και των άλλων κινήτρων που χρησιμοποιούν ως κριτήριο μεγέθη όπως τα κέρδη ανά μετοχή ή την απόδοση ιδίων κεφαλαίων που δεν έχουν αυστηρή σχέση με τη δημιουργία αξίας.
Μήπως όλα αυτά διαψεύδουν την περίφημη ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ «You can’t buck the market»; Η απάντηση είναι ναι και όχι. Το ζητούμενο είναι η χρονική συγκυρία. Στην πράξη, οι κεντρικοί τραπεζίτες επανέλαβαν το ίδιο κόλπο που είχε χρησιμοποιήσει κατ’ επανάληψη ο πρώην πρόεδρος της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν. Το κόλπο του ασύμμετρου ακτιβισμού.
Όταν οι αγορές έφτασαν σε επίπεδα φούσκας, ο κ. Γκρίνσπαν δεν κατάφερε να κάμψει την ευφορία, αλλά όταν κατέρρευσαν η κεντρική τράπεζα έσπευσε να διασώσει καταστάσεις. Οι διάδοχοί του κάνουν περίπου το ίδιο αλλά σε κολοσσιαίο, πειραματικό, μέγεθος.
Η συνύπαρξη της ισχυρής ζήτησης τόσο για ασφαλείς όσο και για ριψοκίνδυνους τίτλους δεν είναι σύμπτωση. Όπως έγινε και πριν το 2008, τα χαμηλά ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια οδήγησαν τους επενδυτές σε αναζήτηση απόδοσης. Αυτό σχετίζεται και τώρα με την υποχώρηση των προτύπων τραπεζικού δανεισμού, καθώς ο κόσμος καθησυχάζεται από τα χαμηλά επίπεδα χρεοκοπιών.
Κι έτσι έρχεται στο νου το ρητό: Εάν είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό, τότε θα σταματήσει.
© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation