H ατμόσφαιρα που επικρατεί στις παγκόσμιες αγορές αποδεικνύεται ότι είναι δύσκολο να αλλάξει. Μέσα σε ένα βράδυ, η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή πήγε ξεκάθαρα από το κακό στο χειρότερο. Το Ιράν εκτόξευσε ένα μπαράζ πυραύλων προς το Ισραήλ -πρόκειται ακριβώς για την κλιμάκωση εκείνη που οι επενδυτές λένε πως φοβούνται μήνες τώρα- και όμως η αντίδραση στις αγορές υπήρξε νευρική μεν, αλλά ήπια.
Οι μετοχές στην Ευρώπη και στην Ασία υποχώρησαν λίγο, αλλά σε μεγάλο βαθμό διατήρησαν το επίπεδό τους το πρωί μετά τις επιθέσεις. Οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν, αλλά μόνο τόσο ώστε να πάει το Brent στα περίπου 75 δολάρια το βαρέλι –το υψηλότερο επίπεδο περίπου μίας εβδομάδας (σ.σ. αυτό συνέβη μετά τη δήλωση Μπάιντεν με την οποία δεν απέκλειε χτύπημα σε ενεργειακές εγκαταστάσεις του Ιράν).
Οι τιμές του χρυσού, που ήδη είναι υψηλές, μετά από τα κέρδη σχεδόν 30% που έχουν σημειώσει φέτος, δεν κατέγραψαν νέο ρεκόρ. Και το δολάριο –που συνήθως είναι ένα από τα στοιχήματα στα οποία στρέφονται οι επενδυτές σε εποχές γεωπολιτικών συγκρούσεων- δεν κατέγραψε αξιοσημείωτα κέρδη, καθώς αυξήθηκε κατά περίπου 1% έναντι του ευρώ και έναντι ενός καλαθιού μεγάλων νομισμάτων αυτήν την εβδομάδα.
«Είναι λίγο τρομακτικό όταν βλέπεις την εμπλοκή του Ιράν», δήλωσε ο Björn Jesch, επικεφαλής επενδύσεων στη γερμανική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων DWS. «Αλλά ήταν λίγο πολύ η ίδια αντίδραση με την τελευταία φορά που έστειλαν πυραύλους. Το ερώτημα είναι η εμπλοκή των ΗΠΑ».
Αυτός είναι ο μπαλαντέρ, φυσικά, και λίγοι διαχειριστές κεφαλαίων θα ισχυρίζονταν ότι διαθέτουν επαρκή διορατικότητα επ’ αυτού για να μετατοπίσουν τα χαρτοφυλάκια τους με σιγουριά ως προς το ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βήμα.
Μπορεί να καταλήξουμε να αναπολούμε αυτή την αντίδραση ως μια στιγμή εξωφρενικού εφησυχασμού ή αλλιώς ως μια στιγμή λογικής ηρεμίας. Προς το παρόν, ωστόσο, ο Jesch λέει ότι δεν θα χαρακτήριζε αυτή την περίοδο ως μια σαφή περίοδο «risk off» - τον όρο της αγοράς για το «τρέξτε να σωθείτε».
Όλα αυτά μάς λένε πολλά για την υποστηρικτική δύναμη της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής και επίσης αρκετά για τους μεταβαλλόμενους τρόπους με τους οποίους οι αγορές ανταποκρίνονται στις κακές ειδήσεις.
Όσον αφορά το πρώτο σημείο, τα επιδέξια μηνύματα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ συνεχίζουν να έχουν αντίκτυπο στις παγκόσμιες τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ μείωσε τα επιτόκια κατά ένα ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος - μισή ποσοστιαία μονάδα - πριν από δύο εβδομάδες, αλλά κατάφερε σαφώς να πείσει τους επενδυτές ότι το έκανε επειδή μπορεί και όχι επειδή φοβάται την ύφεση.
Αυτός ο συνδυασμός ταχείας χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής και συνεχιζόμενης ανθεκτικότητας της αμερικανικής οικονομίας ωθεί τα υψηλού ρίσκου assets στο ιδανικότερο σημείο. Οι επενδυτές μπορεί να είναι ακόμη λίγο αισιόδοξοι για το πόσες μειώσεις επιτοκίων στις ΗΠΑ πρόκειται να έρθουν το επόμενο έτος περίπου, αλλά η συλλογική κρίση των συμμετεχόντων στην αγορά είναι ότι καμία από τις ειδήσεις για το Ισραήλ τις τελευταίες ημέρες δεν είναι αρκετά ζοφερή, με ψυχρούς μακροοικονομικούς όρους, για να ανατρέψει την ευφορία.
Στο περιθώριο, η πολύπλευρη προσπάθεια τόνωσης της κινεζικής οικονομίας που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα, αμέσως πριν από μια σειρά αργιών της αγοράς, βοηθά επίσης το κλίμα.
Εν τέλει, όμως, φαίνεται ότι τα σοκ των αγορών δεν είναι ακριβώς αυτό που ήταν, ιδίως σε σχέση με το δολάριο, το οποίο γενικά πάει υψηλότερα σε περίπτωση πανικού και καταστροφών.
Ο πόλεμος, ο λοιμός, η ύφεση, τα χρηματοοικονομικά σοκ –και όλα τα άλλα κακά που υπάρχουν ανάμεσα σ’ αυτά- ιστορικά υπήρξαν σταθερά εναύσματα ώστε το δολάριο να κάνει άλμα έναντι σχεδόν όλων των άλλων νομισμάτων, από αναπτυγμένες ή αναδυόμενες οικονομίες. Κάποιες φορές αυτό παίρνει ακραίες μορφές –μια τρομερή άνοδος του δολαρίου ήταν ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του σοκ που υπέστησαν οι αγορές από το ξέσπασμα της Covid πριν από σχεδόν πέντε χρόνια.
Τώρα, όμως, οι γραμμές swap που έχουν συμφωνηθεί από διάφορες κεντρικές τράπεζες για την εξομάλυνση της παγκόσμιας ροής δολαρίων σε στιγμές δυσπραγίας βοηθούν να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις των σοκ. Και το κρίσιμο είναι ότι τα επιτόκια των ΗΠΑ κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου ανεπτυγμένου κόσμου τα τελευταία δύο περίπου χρόνια, απορροφώντας τα παγκόσμια κεφάλαια και ενθαρρύνοντας τις εταιρείες σε όλο τον κόσμο να διατηρήσουν τα έσοδα σε δολάρια σε εξαιρετικά ασυνήθιστη κλίμακα. Αυτό μεταβάλλει τον τρόπο με τον οποίο το δολάριο ανταποκρίνεται στον φόβο και την απληστία. Παραδείγματα έχουν ήδη εμφανιστεί. Το καλοκαίρι, για παράδειγμα, ένα βίαιο ξεπούλημα στις μετοχές συνέπεσε με πτώση, όχι άνοδο, του δολαρίου.
Στο παρελθόν, ο φόβος ήταν ένας μηχανισμός πυροδότησης για τους επενδυτές και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά να συσσωρεύουν δολάρια, και είναι ακόμη δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτό θα εξαφανιστεί πλήρως. Αλλά η κερδοσκοπική συσσώρευση και διακράτηση θέσεων σε δολάρια που πραγματοποιήθηκε την εποχή της Covid είναι πιο πιθανό να ρευστοποιηθούν παρά να αυξηθούν περαιτέρω σε ένα τωρινό νέο σοκ.
Στο σημείο που βρίσκεται τώρα η ένταση στην αγορά αναφορικά με το Ισραήλ και το Ιράν, η μέτρια άνοδος του δολαρίου ευθυγραμμίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις τάσεις άλλων assets. Αν τα πράγματα επιδεινωθούν περαιτέρω, όμως, μην περιμένετε πως το δολάριο θα ακολουθήσει απαραίτητα την πεπατημένη.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation