Την περασμένη εβδομάδα η Beth Hammack, υψηλόβαθμη τραπεζίτης της Goldman Sachs που προεδρεύει μιας ομάδας συμβούλων της αμερικανικής κυβέρνησης, γνωστής ως Treasury Bond Advisory Committee (TBAC), έστειλε ένα γράμμα στον υπουργό Οικονομικών Steven Mnuchin με μια «βόμβα» στο τέλος.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της TBAC, οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να πουλήσουν ομόλογα αξίας 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων την επόμενη δεκαετία, πολύ περισσότερα απ’ όσα την αμέσως προηγούμενη. Αυτό «θέτει μια πρωτοφανή πρόκληση για το υπουργείο», προειδοποίησε ο Hammack, «ακόμα και χωρίς να υπολογίσει κανείς την πιθανότητα ύφεσης». Σε απλά λόγια οι φωστήρες της Wall Street στην ομάδα συμβούλων ρωτούν ποιος στον πλανήτη –ή την παγκόσμια οικονομία- θα αγοράσει αυτές τις τεράστιες ποσότητες treasuries.
Η ερώτηση είναι εξαιρετικά επίκαιρη, αν όχι ειρωνική, δεδομένου ότι ο κος Mnuchin κατευθύνεται προς το Πεκίνο για ένα ακόμα γύρο συζητήσεων αναφορικά με το εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Τις τελευταίες δεκαετίες η Κίνα υπήρξε μια αξιόπιστη πηγή ζήτησης για το αμερικανικό χρέος, καθώς η χώρα συσσώρευσε αμυντικά τεράστιες ποσότητες ξένου συναλλάγματος και η εξαγωγική έκρηξη της άφησε δολάρια προς επένδυση.
Τώρα όμως μια στροφή είναι προ των πυλών: Μεταξύ Μαίου και Νοεμβρίου 2018 τα αμερικανικά ομόλογα που κατείχε η Κίνα σιωπηρά υποχώρησαν από το 1,18 τρισ. δολάρια στο 1,12 τρισ., πολύ κάτω από τα επίπεδα που βρέθηκαν προ τριετίας, όταν καταγράφηκε το ρεκόρ του 1,25 τρισ. δολαρίων.
Κινέζοι αξιωματούχοι αρνούνται σθεναρά ότι αυτή η υποχώρηση είναι μέρος ενός πολιτικού παιχνιδιού. «Πρέπει να επενδύουμε στο εξωτερικό και η αγορά αμερικανικών ομολόγων αποδεικνύεται ένα καλό μέρος για επενδύσεις», δήλωσε ο Fang Xinghai αντιπρόεδρος της China Securities Regulatory Commission τον προηγούμενο μήνα στο Νταβός, τονίζοντας ότι το Πεκίνο δεν σκοπεύει «να μειώσει σημαντικά τις επενδύσεις του στην αμερικανική αγορά ομολόγων».
Αφήνοντας στην άκρη την μπερδεμένη πολιτική κατάσταση μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, υπάρχουν οικονομικοί παράγοντες πίσω από αυτή τη μείωση: η τελευταία δεν συσσωρεύει πλέον ξένα συναλλαγματικά διαθέσιμα με τον ιλιγγιώδη ρυθμό του παρελθόντος, εξαιτίας την επιβράδυνσης των εξαγωγών και δημογραφικών τάσεων.
Επιπρόσθετα η Κίνα δεν είναι μόνη: η Hammack προειδοποιεί στην επιστολή της ότι «μια στασιμότητα στα διεθνή αποθέματα» σημαίνει ότι είναι πιθανό να υπάρξει «αυξημένη ανάγκη αυτό [ΗΠΑ] το χρέος να χρηματοδοτηθεί εγχώρια». Πράγματι το ποσοστό του χρέους που κατέχουν μη αμερικανικές οντότητες υποχώρησε στο 36% την περασμένη χρονιά, πολύ κάτω από το σχεδόν 45% πριν μια δεκαετία, και η TBAC περιμένει αυτή η πτωτική τάση να συνεχιστεί.
Τα καλά νέα για τις ΗΠΑ είναι ότι οι εγχώριοι αποταμιευτές με ενθουσιασμό έσπευσαν να καλύψουν το κενό: ως το Νοέμβριο της περασμένης χρονιάς αμερικανικά νοικοκυριά διακρατούσαν ομόλογα ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων, έναντι 1,9 τρισ. τον Ιανουάριο. Αυτό βοήθησε να παραμείνουν οι τιμές των ομολόγων υψηλά και οι αποδόσεις αξιοσημείωτα χαμηλά. Την Πέμπτη, για παράδειγμα, η απόδοση του 10ετους treasury ήταν μόλις 2,68%.
Τα κακά νέα, όμως, είναι ότι η ανάγκη των ΗΠΑ για χρέος αυξάνεται σταθερά. Αυτή την εβδομάδα ένα από τα μεγαλύτερα αμερικανικά hedge funds κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε πέντε χρόνια το υπ. Οικονομικών θα χρειαστεί να πουλήσει ομόλογα που αντιστοιχούν στο 25% του ΑΕΠ, από 15% σήμερα.
Τέτοιο επίπεδο χρέους καταγράφηκε μόλις δυο φορές τα τελευταία 120 χρόνια. Πρώτα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά κατά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Την πρώτη φορά η αμερικανική κυβέρνηση πίεσε τους ιδιώτες εγχώριους αποταμιευτές να αγοράσουν χρέος με μια καμπάνια πατριωτικής προπαγάνδας και οικονομικούς ελέγχους. Την δεύτερη φορά στηρίχθηκε στον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης.
Η Fed, ωστόσο, προσπαθεί τώρα να εκτονώσει το QE, ενώ οι οικονομικοί έλεγχοι της δεκαετίας του 1940 δεν υπάρχουν πια. «Εξαιτίας του μεγέθους της αμερικανικής οικονομίας και των αγορών… θα απαιτηθεί μια στροφή 6% στην παγκόσμια κατανομή ενεργητικού» για να απορροφήσει το χρέος, προειδοποίησε το συγκεκριμένο hedge fund με επιστολή προς τους πελάτες του την οποία είδα. «Τι θα συμβεί αν οι επενδυτές δεν θέλουν να κάνουν αυτή τη στροφή;».
Μια προφανής λύση θα είναι να αλλάξει η κυβέρνηση Τραμπ τη δημοσιονομική στάση και να μειώσει τις εκδόσεις χρέους. Μην στοιχηματίσετε, όμως, ότι θα γίνει σύντομα: ο Πρόεδρος δεν ανέφερε καν το έλλειμμα στην ομιλία του για την «Κατάσταση του Εθνους».
Ούτε είναι πιθανό ότι ο κος Mnuchin θα είναι σε θέση να πείσει την Κίνα να αγοράσει περισσότερο χρέος, δεδομένου του εμπορικού πολέμου. Αυτό αφήνει την TBAC να ζητά «ανοικτή σκέψη» και «καινοτομία» ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι αμερικανοί αποταμιευτές θα εξακολουθήσουν να αγοράζουν ομόλογα ΗΠΑ, και μάλιστα με συνεχώς αυξανόμενη κλίμακα.
Ας ελπίζουμε ότι αυτό θα δουλέψει. Αν όχι υπάρχει κίνδυνος να φουσκώσουν τα επιτόκια. Αν μη τι άλλο αυτή η πατριωτική έκκληση είναι μια εντυπωσιακή στιγμή «επιστροφής στο μέλλον» και ένα ακόμα σημάδι ενός κόσμου στον οποίο η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί με κάποιους απροσδόκητους τρόπους.
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation