Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ταγίπ Ερντογάν συναντηθούν στην Ουάσινγκτον την Τρίτη, μπορεί να ανακαλύψουν ότι έχουν πολλά κοινά.
Οι πρόεδροι των ΗΠΑ και της Τουρκίας είναι και οι δύο εθνικιστές, που έχουν υποσχεθεί να κάνουν τις χώρες τους μεγάλες ξανά. Έχουν μετατρέψει και οι δύο τη διακυβέρνηση σε μια οικογενειακή υπόθεση και βασίζονται πολύ στους γαμπρούς τους, τον Τζάρετ Κούσνερ και τον Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Έχουν κατηγορήσει και οι δύο τον κρατικό μηχανισμό των χωρών τους για συνωμοσία εναντίον τους. Τους απεχθάνονται οι μητροπολιτικές ελίτ, αλλά τους λατρεύουν έξω από τις μεγάλες πόλεις.
Ωστόσο, είναι οι ομοιότητες στη στάση του Τραμπ και του Ερντογάν απέναντι στα μέσα ενημέρωσης και τα δικαστήρια που πρέπει να ανησυχoύν περισσότερο τους Αμερικανούς. Ο κ. Τραμπ είναι γνωστός για τις καταγγελίες περί «fake news» και για τη δήλωση πως στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης εργάζονται οι «πιο ανέντιμοι άνθρωποι στον κόσμο».
Ο κ. Ερντογάν βρίσκεται σε πόλεμο με το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών μέσων. Ο κ. Τραμπ κατήγγειλε έναν «λεγόμενο δικαστή», ο οποίος έλαβε απόφαση κατά της ταξιδιωτικής του απαγόρευσης για τους μετανάστες. Ο κ. Ερντογάν περιφρονεί το τουρκικό συνταγματικό δικαστήριο και πέρυσι έβαλε να συλληφθούν δύο από τα μέλη του.
Αλλά η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους προέδρους της Τουρκίας και των ΗΠΑ είναι πως ο κ. Ερντογάν πέτυχε να οδηγήσει τη χώρα του βαθιά στο μονοπάτι του αυταρχισμού. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει καταπιέσει τα μέσα ενημέρωσης και το δικαστικό σώμα με τρόπους που θα έπρεπε να είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στις ΗΠΑ.
Οπότε, ενώ ο κ. Τραμπ έχει περιοριστεί σε καταγγελίες δημοσιογράφων που τον δυσαρεστούν, η κυβέρνηση του Ερντογάν έχει βάλει στη φυλακή 120 δημοσιογράφους. Την περασμένη εβδομάδα, ο Ογκούζ Γκιουβέν, ο διευθυντής της ιστοσελίδας της Cumhuriyet, κορυφαίας αντιπολιτευτικής εφημερίδας, ήταν ο τελευταίος που τέθηκε υπό κράτηση. Αντίστοιχα, ενώ ο πρόεδρος Τραμπ απέλυσε τον Τζέιμς Κόμι, τον επικεφαλής του FBI, και προηγουμένως είχε απολύσει την Σάλι Γέιτς, την υπηρεσιακή υπουργό Δικαιοσύνης, και τον Πριτ Μπαράρα, εισαγγελέα στη Νέα Υόρκη, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει απολύσει πάνω από 4.000 δικαστές και εισαγγελείς από τότε που κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Υπάρχουν δύο πιθανά συμπεράσματα για αυτές τις διαφορές ανάμεσα στην Αμερική του Τραμπ και την Τουρκία του Ερντογάν. Η πρώτη και πιο καθησυχαστική για τους Αμερικανούς είναι πως τα συστήματα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις προσωπικότητες. Ο κ. Τραμπ ίσως και να έχει τα ένστικτα ενός αυταρχικού ηγέτη. Αλλά το σύστημα με τα θεσμικά αντίβαρα στις ΗΠΑ και οι βαθιά εδραιωμένες δημοκρατικές παραδόσεις θα τον εμποδίσουν να εκδηλώσει τις χειρότερες τάσεις του. Η Τουρκία είναι μια χώρα με ιστορικό στρατιωτικών πραξικοπημάτων και διαλειμμάτων στη δημοκρατική διακυβέρνηση, που κάνουν τους θεσμούς λιγότερο ισχυρούς από αυτούς των ΗΠΑ.
Το δεύτερο δυνατό συμπέρασμα είναι λιγότερο καθησυχαστικό για τους Αμερικανούς. Είναι πως αν υπάρξει αρκετός χρόνος, οποιοδήποτε δημοκρατικό σύστημα είναι ευάλωτο σε επιθέσεις από έναν αποφασισμένο, δικτατορικό ηγέτη. Ο κ. Ερντογάν έγινε πρωθυπουργός το 2003 και με τον καιρό άλλαξε πλήρως τη χώρα του.
Οπως μου το έθεσε ένας Τούρκος διανοούμενος την περασμένη εβδομάδα στην Κωνσταντινούπολη, «Πράγματα που θεωρούσα κάποτε αδύνατα, συμβαίνουν πλέον σε καθημερινή βάση».
Ορισμένες από τις μεθόδους με τις οποίες ο κ. Ερντογάν κατάργησε ελευθερίες θα έπρεπε να αποτελέσουν ηχηρό καμπανάκι για την Αμερική του Τραμπ. Η κομματική πόλωση στην Τουρκία έχει διασφαλίσει στον κ. Ερντογάν ότι θα έχει πάντοτε ένα στέρεο μπλοκ πολιτικής στήριξης για τις πράξεις του, ανεξάρτητα από το πόσο ακραίες είναι. Όπως ο Γερουσιαστής Μιτς Μακόνελ και επιφανείς Ρεπουμπλικάνοι φαίνονται προετοιμασμένοι να υπερασπιστούν κάθε απόφαση του προέδρου Τραμπ (πιο πρόσφατα την απόλυση του κ. Κόμι), έτσι οι πιστοί του κόμματος του Ερντογάν δικαιολογούν τις αποφάσεις του ηγέτη τους.
Μια δεύτερη προειδοποίηση αφορά στον τρόπο που ο κ. Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει την απειλή της τρομοκρατίας για να δικαιολογήσει την καταστολή εχθρών του.
Η Τουρκία κυβερνάται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο. Ο κ. Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει την αναστολή του κράτους δικαίου για να ξεκινήσει ένα προγκρόμ κατά υποτιθέμενων εχθρών του κράτους στον στρατό, στα πανεπιστήμια, στα μέσα ενημέρωσης και στον γραφειοκρατικό μηχανισμό. Τίποτα αντίστοιχο δεν θα ήταν δυνατό στις ΗΠΑ, δεδομένης της προστασίας που προσφέρει το σύνταγμα. Αλλά αν η Αμερική δεχόταν μια τρομοκρατική επίθεση, είναι πιθανό να φανταστεί κανείς τον κ. Τραμπ να ζητάει την επιβολή κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και να το επιτυγχάνει.
Δεδομένου του κοινού τους ταμπεραμέντου, είναι πιθανό πως ο κ. Τραμπ και ο κ. Ερντογάν θα τα πάνε καλά όταν συναντηθούν στην Ουάσινγκτον αυτή την εβδομάδα. Υπάρχει ωστόσο ένα μεγάλο γεωπολιτικό εμπόδιο στον δρόμο προς μια πιθανή φιλία. Την περασμένη εβδομάδα, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι σκοπεύουν να εξοπλίσουν τις κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία: οι Αμερικανοί ελπίζουν ότι οι Κούρδοι θα έχουν κομβικό ρόλο στην ήττα του ISIS. Η απόφαση εξόργισε την τουρκική κυβέρνηση, η οποία είναι σε πόλεμο με τους Κούρδους αυτονομιστές εντός της χώρας. Όπως δήλωσε στους Financial Times ο Τούρκος πρωθυπουργός, Μπιναλί Γιλντιρίμ την περασμένη εβδομάδα, «Έχουμε καταστήσει σαφές ότι για να εξουδετερώσεις ένα τρομοκρατικό δίκτυο, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα άλλο τρομοκρατικό δίκτυο».
Το Πεντάγωνο έπραξε πιθανότατα σωστά που πήρε την απόφαση για εξοπλισμό των Κούρδων πριν από την άφιξη του Τούρκου προέδρου στο Οβάλ Γραφείο. Γιατί ο κ. Τραμπ έχει δείξει πως επηρεάζεται από όσα του λένε ισχυροί ηγέτες όπως αυτός, αναγνωρίζοντας ότι ο Σι Τζινπίνγκ της Κίνας τον διαφώτισε στο ζήτημα της Βόρειας Κορέας και προσκαλώντας τον Φιλιππινέζο Ροντρίγκο Ντουτέρτε στον Λευκό Οίκο. Η γεωπολιτική συζήτηση ανάμεσα στον κ. Ερντογάν και στον κ. Τραμπ θα έχει σίγουρα μεγάλο ενδιαφέρον.
Αλλά οι Αμερικανοί πρέπει να ελπίζουν πως οι δύο πρόεδροι δεν θα ανταλλάξουν σημειώσεις για θέματα εγχώριας πολιτικής.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation