Αγορές: Γιατί στους δημοσιογράφους αρέσουν οι... μαύροι κύκνοι

Η κλίση των δημοσιογράφων προς τον αρνητισμό επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις αγορές. Οι θετικές επιπτώσεις μιας μέρας ανόδου εξανεμίζονται την επομένη, αλλά η ζοφερότητα μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου.

Αγορές: Γιατί στους δημοσιογράφους αρέσουν οι... μαύροι κύκνοι
  • του John Authers

Ο τρόπος με τον οποίο γράφονται οι ειδήσεις για τις αγορές επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις αγορές ο κόσμος, και τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται οι επενδυτές. Επομένως μπορεί να μετρηθεί το πώς οι δημοσιογράφοι καταγράφουν τις αγορές; Κάνουμε καλά τη δουλειά μας;

Ιστορικά, φαίνεται πως όχι. Αυτή την εβδομάδα, ο Diego Garcia του Πανεπιστημίου του Κολοράντο παρουσίασε μια διατριβή σε ένα συνέδριο με θέμα τους δημοσιογράφους και τις αγορές στην Σχολή Επιχειρηματικότητας του Κολούμπια. Με τίτλο «The Kinks of Financial Journalism», δείχνει ότι οι δημοσιογράφοι είναι προκατειλημμένοι –συλλογικά είμαστε πιο αρνητικοί για τις πτώσεις στις αγορές απ’ ότι είμαστε θετικοί για τις ανόδους.

Η μεθοδολογία περιελάμβανε την οικοδόμηση μιας βάσης δεδομένων από ρεπορτάζ για τις αγορές, που δημοσιεύθηκαν από τους NYTimes και την Wall Street Journal από το 1905 μέχρι το 2005, αντιστοιχίζοντας μια βαθμολογία στην επιλογή των λέξεών τους από θετική μέχρι αρνητική, και μετά αντιπαραβάλλοντας το πώς η θετική ή η αρνητική προσέγγιση του ρεπορτάζ συσχετίστηκε με κινήσεις του Dow Jones Industrial Average (Λίγοι ακόμη δείκτες ήταν διαθέσιμοι πριν από έναν αιώνα).

Θεωρητικά, η σχέση θα έπρεπε να είναι σχεδόν γραμμική. Όσο βελτιώνονταν οι επιδόσεις της αγοράς μια ημέρα, τόσο η γλώσσα στα μέσα της επόμενης ημέρας θα ήταν πιο θετικά. Και αντίστοιχα, όσο θα υποχωρούσε η αγορά, τόσο πιο αρνητική θα γινόταν η κάλυψη.

Αλλά η σχέση αποδείχθηκε πως έχει προβλήματα. Έπειτα από λίγο, επιπρόσθετες άνοδοι της αγοράς είχαν ελάχιστη ή και καμία διαφορά για τη θετική γραφή των δημοσιογράφων. Αλλά όσο επιδεινώνονταν οι πτώσεις, η γλώσσα γινόταν όλο και πιο αρνητική.

Αυτή η έμμεση προκατάληψη προς τον αρνητισμό ήταν κοινή και στις δύο εφημερίδες και είχε διάρκεια στο χρόνο. Τις τελευταίες δεκαετίες, τα άρθρα για την αγορά φέρουν την υπογραφή ενός συγκεκριμένου συντάκτη και όλοι οι συντάκτες επιδεικνύουν την ίδια αρνητική τάση.

Άρα, για παραπάνω από έναν αιώνα, οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν τις αγορές έχουν μια μετρήσιμη κλίση προς τον αρνητισμό. (Γνωρίζω πολύ καλά από το inbox μου ότι πολλοί εξαπολύουν αυτή την κατηγορία σε εμένα, αλλά φαίνεται πως δεν είμαι ο μόνος).

Επιπλέον, η έρευνα του κ. Garcia έδειξε πως η προκατάληψη εκφραζόταν όλο και σαφέστερα με το πέρασμα του χρόνου. Όταν συγκρινόταν η γλώσσα με τις επιδόσεις της αγοράς δύο, τρεις και τέσσερις μέρες προηγούμενα, όλες οι ευδιάκριτες επιπτώσεις μιας μέρας ανόδου εξαφανίζονταν τη δεύτερη μέρα. Αλλά ακόμη και τέσσερις μέρες μετά, οι επιπτώσεις μιας μέρας πτώσης ήταν ακόμη εμφανείς στην όλο και πιο αρνητική γλώσσα.

Αυτό αντιτίθεται σε προηγούμενες θεωρίες. Ο κ. Garcia ξεκίνησε την έρευνά του αφότου διάβασε το βιβλίο του Ρόμπερτ Σίλερ με τίτλο «Χρηματιστηριακή Χίμαιρα: Παράλογη Ευφορία», το οποίο πολύ σωστά «διέγνωσε» την φούσκα των dotcom στη δεκαετία του 1990. Ο Σίλερ ανέμενε να δει τα μέσα ενημέρωσης να υπερβάλουν τις συνηθισμένες μέρες, και να προμοτάρουν τις μετοχές τις πολύ ισχυρές μέρες όσο το παράκαναν με τη ζοφερότητα στους δύσκολους καιρούς.

Στη διάρκεια της ιστορίας, δεν συμβαίνει αυτό. Προσωπικά, χωρίς να έχω κάνει λεπτομερή έρευνα, υποπτεύομαι πως η φούσκα των dotcom στα τέλη του ’90, όταν ο κ. Σίλερ έγραφε, θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Μεγάλο κομμάτι της κάλυψης των αγορών από τα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ και αναφορών της ποπ κουλτούρας, έγινε άκρως αισιόδοξο και χωρίς κρίση. Τα περιοδικά που ασχολούνται με τη διαχείριση της προσωπικής περιουσίας άνθησαν, και διαρκώς διατυμπάνιζαν αισιόδοξα σχόλια στα εξώφυλλά τους. Ίσως αυτός ήταν ένας από τους πολλούς τρόπους, με τους οποίους η φούσκα των dotcom αποτέλεσε εξαίρεση στην ιστορική νόρμα.

Πώς να εξηγήσουμε την αρνητική προκατάληψη; Ο κ. Garcia προσέφερε δύο οικονομικές πιθανότητες. Είτε οι δημοσιογράφοι παρακινούνται από τη ζήτηση, λέγοντας στους επενδυτές αυτά που θέλουν να διαβάσουν, είτε παρακινούνται από την προσφορά και προσπαθούν να πουλήσουν εφημερίδες με προώθηση. Δεν νομίζω πως κάτι από αυτά τα δύο εξηγεί το πρόβλημα.

Προσωπικά (και άλλοι δημοσιογράφοι των FT μπορούν κάλλιστα να διαφωνήσουν), θα προσέφερα δύο διαφορετικές εξηγήσεις. Δεν εξεπλάγην από το εύρημα και υποψιάζομαι πως μια έρευνα των FT στο πέρασμα των χρόνων θα αποκάλυπτε το ίδιο πράγμα.

Πρώτον, έχουμε ασύμμετρα κίνητρα, μια απόκλιση από αυτό που οι ψυχολόγοι συμπεριφοριστές γνωρίζουν ως «αποστροφή ζημιάς». Ο μεγάλος Ισραηλινός ψυχολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν και ο Άμος Τβέρσκι, ανακάλυψαν πως οι επενδυτές θα αναστατωθούν πολύ περισσότερο από μια ζημία, απ’ ότι αν χάσουν μια ευκαιρία κέρδους το ίδιο μεγάλη. Ο τρόμος μας για την απώλεια είναι ένας προβλέψιμος ανθρώπινος παραλογισμός.

Όταν πρόκειται για δημοσιογράφους, φοβόμαστε πολύ περισσότερο να ενθαρρύνουμε αναγνώστες να αγοράσουν και να τους οδηγήσουμε σε ζημιές, απ’ ότι να τους ενθαρρύνουμε να είναι προσεκτικοί και να τους οδηγήσουμε σε μια χαμένη ευκαιρία για κέρδος. Μισώ το γεγονός ότι συχνά έχω γίνει λανθασμένα απαισιόδοξος τα τελευταία οκτώ χρόνια. Αλλά είναι μακράν πιο σημαντικό το ότι ήμουν σωστά απαισιόδοξος πριν τις καταστροφές του 2008.

Ένα ακόμη παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος που λέει στους αναγνώστες να αγοράσουν μετοχές της Enron θα διακωμωδηθεί και θα διασυρθεί. (Στη Βρετανία, οι δημοσιογράφοι συχνά το αποκαλούν αυτό το «φαινόμενο Private Eye», καθώς θα εμφανιστείς στο σατιρικό περιοδικό Private Eye, που καταγράφει ανελέητα την κακή δημοσιογραφία).

Αλλά κάποια φορά, στη διάρκεια της φούσκας, κι εγώ έγραψα ένα άρθρο που ισχυριζόταν πως η Amazon ήταν παράλογα υπερτιμημένη. Έναν μήνα αργότερα ζήτησα συγγνώμη, αφού η μετοχή της Amazon είχε εντούτοις διπλασιαστεί και πάλι. Αλλά κανείς δεν παραπονέθηκε. Ήμουν απλά προσεκτικός –παρότι το να αποτρέπεις τον κόσμο από ένα κέρδος 100% (σε έναν μήνα) είναι από οικονομικής πλευράς τόσο κακό όσο το να τους στέλνεις προς μια ζημιά 100% από τη μετοχή της Enron.

Αυτή η ασυμμετρία δημιουργεί μια κλίση προς την επιφυλακτικότητα και τον αρνητισμό.

Δουλειά μας είναι να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε αυτή την προκατάληψη, αλλά υπάρχει. Αποτελεί ακριβή αναλογία στην χαρακτηριστική τάση των επενδυτών προς την αποφυγή ζημιών.

Ένας δεύτερος παράγοντας είναι ότι οι δημοσιογράφοι τείνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους –και όχι να θεωρούνται από τους άλλους- υπερασπιστές. Υποτίθεται πως είμαστε σκεπτικιστές και αποτελούμε την πρώτη γραμμή άμυνας του κοινού έναντι ανθρώπων στη βιομηχανία που προσπαθούν να τους πουλήσουν περιττά πράγματα. Ξανά, αυτό οδηγεί σε ασύμμετρο αρνητισμό.

Για να ξεκαθαρίσω κάτι, ούτε εγώ ούτε κανείς από τους συναδέλφους μου δεν έχουμε συνειδητές κλίσεις, και είναι η δουλειά μας να ξεπερνάμε τυχόν προκαταλήψεις που αντιλαμβανόμαστε. Αλλά αυτή είναι η καλύτερη εξήγηση που μπορώ να δώσω για το φαινόμενο. Οι απόψεις σας καλοδεχούμενες.

© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v