Τα στοιχήματα του 2017 για επενδυτές

Η νίκη Τραμπ και η συμφωνία του ΟΠΕΚ θα γίνουν αισθητές στις αγορές. Το ερώτημα για τις τράπεζες. Ο αντίκτυπος από τις αυξήσεις επιτοκίων της Fed. Κίνδυνος ύφεσης στις ΗΠΑ.

Τα στοιχήματα του 2017 για επενδυτές
  • FT Reporters

Καλωσήρθατε στη νέα χρονιά και στα πιεστικά ερωτήματα με τα οποία είναι αντιμέτωποι οι επενδυτές καθώς αναζητούν κατεύθυνση για το 2017 και ψάχνουν πού θα τοποθετήσουν τα χρήματά τους.

Οι γεωπολιτικές εκπλήξεις προσγείωσαν τις προσδοκίες την περασμένη χρονιά και λίγοι προέβλεψαν ότι το 2016 θα τελείωνε με μια παγκόσμια «bull market» στις μετοχές, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Θα είναι φέτος οι επενδυτές καλύτεροι στις προβλέψεις;

Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που θα τους απασχολήσουν τις πρώτες ημέρες του νέου έτους.

Υπάρχει κίνδυνος απογοήτευσης από τον Τραμπ;

Οι επενδυτές ελπίζουν ότι ο συνδυασμός δημοσιονομικής τόνωσης και λιγότερο αυστηρών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις υπό τον νεοκλεγέντα πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ θα δώσει ώθηση στην οικονομία των ΗΠΑ και θα βάλει τέλος στην αναιμική ανάπτυξη και στην πτώση των αποδόσεων στα ομόλογα. Παράλληλα, έχουν αρχίσει να απομακρύνονται χρήματα από τα ομόλογα και να κατευθύνονται στις μετοχές.

Οι S&P 500, Dow Jones, Nasdaq και Russell 2000 έχουν ανέλθει σε επιτυχή ρεκόρ μετά τις 8 Νοεμβρίου. Η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου έχει εκτιναχτεί από το χαμηλό του 1,32 % τον Ιούλιο στο 2,5%, καθώς οι επενδυτές ομολόγων αναμένουν ταχύτερη ανάπτυξη και υψηλότερα επιτόκια.

Αλλά μήπως είναι μια υπερβολική και βιαστική αντίδραση, ειδικά για μια χρηματιστηριακή αγορά που έχει θεωρηθεί πολύ ακριβή; Ένα πιο ισχυρό δολάριο απειλεί τις μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ, αντισταθμίζοντας τις περικοπές στους φόρους και στις ρυθμίσεις.

«Η Wall Street έχει την τάση να βιάζεται και φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με μια τέτοια περίπτωση», υποστηρίζει ο Τζέρι Τζόουνς, υπεύθυνος για τις αμερικανικές μετοχές μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης στη Schroders. «Πιστεύουμε ότι ο Τραμπ θα επιτύχει πολλούς από τους στόχους του, αλλά φαίνεται πως έχουν προεξοφληθεί πλήρως και θα χρειαστούν εννιά με 18 μήνες για να εκπληρωθούν. Αυτό αφήνει πολλά περιθώρια για απογοήτευση», προσθέτει.

Πώς θα χειριστούν το Brexit η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο;

Μπορεί να είναι μόλις το όγδοο πιο δημοφιλές trade στα νομίσματα, αλλά η δραστηριότητα στην ισοτιμία ευρώ και στερλίνας αποτελεί ένα δείκτη για το πολιτικό ρίσκο, καθώς και για τις ευκαιρίες για το 2017.

Τα σενάρια για «σκληρό Βrexit» στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο θα χάσει την πρόσβαση στην ενιαία αγορά για να έχει τον πλήρη έλεγχο στα σύνορά του, έχει οδηγήσει τους επενδυτές να πουλάνε τη στερλίνα και δημιουργεί αμφιβολίες για τη θέση του Λονδίνου ως ενός από τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου.

Mια αδυναμία του ευρώ έναντι της στερλίνας μετά τις εξελίξεις γύρω από το Brexit θα έδειχνε μια μείωση στα risk premium των επενδυτών για το Brexit. Ο Στίβεν Σέιγουελ στην BNP Paribas πιστεύει ότι η ισοτιμία ευρώ-στερλίνας θα υποχωρήσει. «Η στερλίνα είναι υπερτιμημένη, ευάλωτη σε θετικές εκπλήξεις και σε μια αποδυνάμωση σε περίπτωση “σκληρού Brexit”», σημειώνει.

Σε μια αιρετική πρόβλεψη της Saxo Bank, το ευρώ υποχωρεί ως και τη 0,73 στερλίνα, με βάση τη λογική ότι η Ε.Ε. θα αναγκαστεί από τις μεταναστευτικές πιέσεις στην Ευρώπη να κάνει υποχωρήσεις έναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Υπάρχει επίσης το ζήτημα του τι σημαίνει το Brexit για το μέλλον του ευρώ, με τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Γερμανία να διεξάγουν εκλογές το 2017. Αν τα κινήματα κατά του ευρώ κερδίσουν το πάνω χέρι και σε άλλες χώρες, ακόμα και η Γερμανία μπορεί να επαναξιολογήσει αν πρέπει να σώσει το ενιαίο νόμισμα, εκτιμούν οι επικεφαλής οικονομολόγοι της Deutsche Bank, Nτέιβιντ Φόλκερτς-Λαντάου και Στέφαν Σνάιντερ.

«Τα θετικά του ενιαίου νομίσματος πιθανότατα αντισταθμίζουν τα αρνητικά για τη Γερμανία, κυρίως επειδή θα ακολουθούσε μια μεγάλη ανατίμηση του δικού της νομίσματος».

Θα εξισορροπηθεί η αγορά πετρελαίου;

Η προσφορά πετρελαίου από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στον κόσμο θα βρεθεί στο επίκεντρο στην πρώτη συνεδρίαση του Ιανουαρίου, καθώς οι επενδυτές θα αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία εφαρμόζουν τη συμφωνία μείωσης της παραγωγής αργού, την πρώτη που υπογράφηκε μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Θα υπάρξει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον στην επιστροφή του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου και των αποθεμάτων στη Λιβύη και τη Νιγηρία, δύο χώρες που έμειναν έξω από τη συμφωνία για τη μείωση της παραγωγής.

Το πώς θα εξελιχθούν τα παραπάνω θα καθορίσει και το πότε θα εξισορροπηθεί η ζήτηση και προσφορά το 2017 και το κατά πόσον οι τιμές θα παραμείνουν πάνω από τα 50 δολάρια το βαρέλι. «Μέχρι να αρχίσουμε να παίρνουμε απαντήσεις, οι συζητήσεις θα συνεχιστούν», λέει ο Μάικλ Γουίτνερ, της Societe Generale. «Μέχρι τότε, πιστεύουμε ότι οι αγορές θα μπουν σε μια φάση “βλέποντας και κάνοντας”. Οι τιμές του αργού είναι πιθανό να αρχίσουν να κινούνται σε ένα σχετικά μεγαλύτερο εύρος διακύμανσης».

Αν τα μέλη του ΟΠΕΚ και οι συνεργαζόμενες χώρες όπως η Ρωσία επιτύχουν, μπορεί να μειώσουν την παραγωγή και να βοηθήσουν να μπει τέλος στην υπερπροσφορά. Ο δείκτης Bloomberg Commodity Index (BCOM), ένα καλάθι 22 διαφορετικών προθεσμιακών συμβολαίων, αυξήθηκε περίπου 12% το 2016, στην πρώτη ετήσια άνοδο μετά το 2010. Μαζί με το αργό, κινούνται υψηλότερα και βιομηχανικά μέταλλα όπως ο χαλκός και ο ψευδάργυρος εν μέσω προσδοκιών για υψηλότερη παγκόσμια ανάπτυξη που στηρίζει τη ζήτηση.

Αποτελούν ξανά ελκυστική επένδυση οι μεγάλες τράπεζες;

Οι τραπεζικοί δείκτες στα χρηματιστήρια της Ιαπωνίας, της Ευρώπης και των ΗΠΑ εμφάνισαν διψήφια κέρδη στο δεύτερο μισό του 2016, γυρίζοντας σελίδα σε σχέση με την αρχή της χρονιάς, όταν ο τομέας αντιμετώπιζε ανησυχίες για τη διάβρωση των κερδών από τα χαμηλά και αρνητικά επιτόκια, τις αυστηρές ρυθμίσεις και τα πρόστιμα.

Σύμφωνα με τους επενδυτές, ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους για αισιοδοξία είναι η προοπτική των υψηλότερων επιτοκίων λόγω της ισχυρότερης ανάπτυξης, καθώς η έμφαση θα μεταφερθεί από τη νομισματική πολιτική στη δημοσιονομική.

Η αύξηση των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων επιτοκίων βοηθάει τις τράπεζες, αυξάνοντας το επιτοκιακό περιθώριο -τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια με τα οποία δανείζονται και αυτά με τα οποία δανείζουν. «Παραμένουμε “ταύροι” για τις τράπεζες σαν τομέας», λέει ο Μαρκ Ντάουντινγκ, στέλεχος στην BlueBay Asset Management.

Αλλά η ανάκαμψη θα δοκιμαστεί, ειδικά στην Ευρώπη, όπου παραμένουν τα ερωτήματα για την κατάσταση του τραπεζικού τομέα. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται σε τροχιά να αξίζουν 0,68 φορά τη λογιστική αξία του ενεργητικού τους στο τέλος του 2016. Παρά τη μεγάλη κίνηση στις τιμές των μετοχών, η αποτίμηση είναι λιγότερο ελκυστική από ό,τι πριν από ένα χρόνο.

Η τελευταία φορά που σημειώθηκε σημαντική και απότομη άνοδος στα επιτόκια των αμερικανικών κρατικών ομολόγων ήταν πριν από δύο δεκαετίες, το 1994. Εκείνη την εποχή, το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοοικονομικού κόσμου δεν είχε καταφέρει να προβλέψει την ταχύτητα και τον ρυθμό των αυξήσεων που ανακοίνωνε η Fed, οι οποίες οδήγησαν την απόδοση του αμερικανικού 10ετούς τίτλου σε άλμα 2 ποσοστιαίων μονάδων σε διάστημα πέντε μηνών.

Αυτή τη φορά μπορεί να υπάρξει ένας διαφορετικού τύπου εφησυχασμός. Οι επενδυτές βλέπουν μια φιλική προς την ανάπτυξη Fed υπό την Janet Yellen και αναμένουν τρεις ακόμα αυξήσεις επιτοκίων το 2017.

Ο Φιλίπ Ιθουρμπίντ, επικεφαλής έρευνας της Amundi Asset Management, λέει: «Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το μήνυμα: πώς να έχεις την ίδια στιγμή ισχυρότερη ανάπτυξη, πιο αδύναμο δολάριο και πιο περιοριστική νομισματική πολιτική;».

Η πραγματική οικονομία στις ΗΠΑ τρέχει με περίπου 2%, όπως και ο πληθωρισμός, ενώ το ποσοστό της ανεργίας είναι χαμηλό, νούμερα που θα υποδείκνυαν ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο για τα επιτόκια. Αν η Fed κινηθεί πολύ γρήγορα, οι επιπτώσεις θα είναι μεγάλες. Εξι από τους 12 κύκλους σύσφιξης στις ΗΠΑ μετά το 1945 οδήγησαν σε ύφεση μέσα σε δύο χρόνια.

Θα συνεχιστεί το sell off στις αναδυόμενες;

Η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ επιδείνωσε το «sell off» σε στοιχεία ενεργητικού αναδυόμενων οικονομιών, που οδήγησε σε εκροές από τα funds μετοχών και ομολόγων αναδυόμενων αγορών σε ρυθμό που δεν έχει καταγραφεί από τότε που η Fed προχώρησε στην περιστολή του QE το 2013.

Το μεξικανικό πέσο και η τουρκική λίρα βούτηξαν σε ιστορικά χαμηλά, καθώς η μετεκλογική αισιοδοξία για τη νίκη του Τραμπ οδηγούσε υψηλότερα το δολάριο και τις αποδόσεις των ομολόγων.

Μόνο η Ρωσία φάνηκε να ξεφεύγει, κυρίως χάρη στο ζεστό κλίμα ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Με τα κεφάλαια να αποσύρονται από την Κίνα παρά τις προσπάθειες να συγκρατηθούν και τις αγορές να αναμένουν περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων το 2017, οι μεγαλύτεροι επενδυτές στις αναδυόμενες αγορές επικεντρώνονται στη διαφοροποίηση και τη «διαχείριση του ρίσκου».

«Παραμένουν τα ερωτήματα σχετικά με το πώς η κυβέρνηση Τραμπ θα αντιμετωπίσει ζητήματα εμπορίου και προστατευτισμού και κατά πόσον οι προεκλογικές υποσχέσεις για τους δασμούς και τις εμπορικές συμφωνίες επιβεβαιωθούν», σημειώνει ο Πιερ Ιβ Μπαρό, υπεύθυνος για το χρέος των αναδυόμενων αγορών στην JPMorgan Asset Management.

Θα γίνουν περισσότερες εισαγωγές στο χρηματιστήριο;

Η έλλειψη που παρατηρείται τελευταία σε εισαγωγές εταιρειών στο χρηματιστήριο κατέστησε την προηγούμενη χρονιά τη χειρότερη για IPOs από το 2003, αλλά υπάρχουν ελπίδες για ανάκαμψη.

«Θα υπάρξει μια σημαντική αύξηση στις εισαγωγές το 2017 και αυτό θα γίνει περισσότερο εμφανές το δεύτερο τρίμηνο», προβλέπει ο Τζ. Ντ. Μοριάρτι της Bank of America Merrill Lynch.

Τραπεζικά στελέχη υποστηρίζουν πως το μετεκλογικό ράλι στις αγορές και οι καλές επιδόσεις στο μέτωπο των ντιλ το 2016 αποτελούν καλό οιωνό για μια αύξηση της δραστηριότητας την επόμενη χρονιά.

Υπάρχει επίσης ελπίδα για μια επιστροφή των τεχνολογικών IPOs. Οι πιο «καυτές» τεχνολογικές εταιρείες έχουν αποφύγει την εισαγωγή στο χρηματιστήριο τα τελευταία χρόνια, προτιμώντας αντίθετα να αντλήσουν δισεκατομμύρια δολάρια από ιδιώτες σε πολύ ελκυστικές αποτιμήσεις.

Το Snap, η εφαρμογή για μηνύματα, προετοιμάζεται για μια από τις μεγαλύτερες εισαγωγές τεχνολογικής εταιρείας τα τελευταία χρόνια, τον ερχόμενο Μάρτιο. Ελπίζει σε μια αποτίμηση 20 με 25 δισ. δολάρια.
Αν επιτύχει, θα μπορέσει να προσελκύσει και άλλους τεχνολογικούς «μονόκερους» -ιδιωτικές εταιρείες που έχουν αποτιμηθεί με πάνω από 1 δισ. δολάρια- να δοκιμάσουν την τύχη τους στο χρηματιστήριο.

© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v