Μόλις λίγες μέρες πριν το 3ο Συνέδριο της Morgan Stanley στο Λονδίνο και η αμφισημία για το θέμα της επιβολής έκτακτου φόρου στα κέρδη των τραπεζών είναι κυρίαρχη.
Ενδεικτικά όσα δηκτικά αναφέρει ο ΧΑΜαιλέων, με τις διιστάμενες προσεγγίσεις του υπουργού Επικρατείας και του κυβερνητικού εκπροσώπου για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Που καθίσταται σοβαρότερο, αφενός λόγω της λογικής που αναπτύσσεται σε ευρωπαϊκές χώρες (την Παρασκευή ήταν ο Σάντσεθ, αύριο μπορεί να είναι πάλι η Μελόνι), αφετέρου, δεδομένης του τραπεζοβαρούς χαρακτήρα του «ρηχού» χρηματιστηρίου.
Στο Συνέδριο, ο ΠΘ θα προλογίσει την εκδήλωση, θα συμμετάσχει σε «κλειστό τραπέζι» με σημαντικούς διαχειριστές, ο δε οικονομικός σύμβουλός του θα έχει επαφές με ισχυρούς παράγοντες. Προφανώς, επιδίωξη αμφοτέρων να πεισθούν οι ξένοι για το ότι η ελληνική κεφαλαιαγορά είναι ελκυστική για να επενδύσουν.
Πώς, όμως, όταν ο διαχειριστής ενός ξένου fund έχει αιφνιδιαστεί ουκ ολίγες φορές (περιπτώσεις επιβολής έκτακτης εισφοράς σε ενεργειακούς ομίλους και διύλισης/πετρελαίου);
Αλήθεια, σε ποιον εκ των Ακη Σκέρτσου και Παύλου Μαρινάκη θα πρέπει να δώσει βάση -μόλις λίγες ημέρες πριν το road show- ο διαχειριστής; Και πώς θα πεισθεί συνομιλώντας με τον ΠΘ, όταν ο ίδιος σε προηγούμενη εκδήλωση διαβεβαίωνε ρητά πως θέμα έκτακτης φοροεπιβάρυνσης των τραπεζών δεν υφίσταται; Διότι τον διαχειριστή δεν τον αφορά/δεν τον ενδιαφέρει το αν η κυβέρνηση επιλέγει αυτόν τον τρόπο για να πιέσει τους τραπεζίτες να εξορθολογίσουν τα κόστη (δανεισμού/χρηματοδότησης).
Και ένα τελευταίο: επειδή το εν λόγω Συνέδριο συνδιοργανώνεται με την ΕΧΑΕ, αλήθεια, για όλα αυτά η διοίκηση της εισηγμένης, ο επικεφαλής, δεν έχει λόγο, άποψη; Ή μήπως ισχύει το γνωστό-παλαιό του Francis Barraud και του Nipper;