Αρκετές φορές ήρθε στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα το περίφημο «μαξιλάρι ρευστότητας» που διατηρεί η Ελλάδα. Στα 37 δισ., από τα οποία τα περίπου 16 δισ. «κλειδωμένα» από τον ESM.
Καμία άλλη χώρα δεν διαθέτει τόσα λεφτά στην άκρη (αναλογικά με το ΑΕΠ της) και ένας από τους βασικούς λόγους είναι το οικονομικό κόστος. Τα ταμειακά διαθέσιμα είναι προϊόν δανεισμού και για τους τόκους χρειάζεται να καταβάλλει το κράτος περισσότερα από 500-600 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Στο ερώτημα γιατί μέχρι τώρα διατηρούσε η χώρα τα ταμειακά διαθέσιμα σε τόσο υψηλά επίπεδα, η απάντηση είναι συγκεκριμένη: έπρεπε το μαξιλάρι να λειτουργεί ως μηχανισμός καθησυχασμού των επενδυτών, προκειμένου να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα. Δεν είναι άλλωστε και τόσο μακρινό το 2012, όταν αποφασιζόταν το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους μέσω του περίφημου PSI.
Πλέον όμως; Η ελληνική οικονομία έχει την επενδυτική βαθμίδα από όλους σχεδόν τους οίκους αξιολόγησης πλην ενός, είναι η απάντηση. Άρα, δυνητικά, μεγαλύτερη ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα, συνεπώς και ασφάλεια ότι τα ετήσια προγράμματα δανεισμού της χώρας (που είναι και πολύ μαζεμένα σε σχέση με άλλες χώρες) θα καλύπτονται χωρίς δυσκολία και χωρίς πιέσεις όσον αφορά στις αποδόσεις.
Για αυτό από τις 15 Δεκεμβρίου, ξεκινά η επιχείρηση «ξεφουσκώματος» του μαξιλαριού. Θα γίνουν οι προγραμματισμένες πρόωρες αποπληρωμές των διμερών δανείων και θα καταρτιστεί πρόγραμμα για αντίστοιχες κινήσεις και μέσα στο 2024.
Επίσης, είναι πολύ πιθανό να ξεκινήσει διαπραγμάτευση με το ESM ώστε να «αποδεσμευτεί» το σκληρό μαξιλάρι των 16 δισ. ευρώ το οποίο δημιουργήθηκε το 2018, προκειμένου να λειτουργεί ως «ασπίδα» για το ελληνικό χρέος.
Επιτυχείς διαπραγματεύσεις σε αυτό το επίπεδο θα οδηγήσουν σε ταχεία αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ, προς… τέρψη των αγορών και των επενδυτών.