Πίσω από τις «αστικές ευγένειες» και την τήρηση της θεσμικής δεοντολογίας, μία πρόσθετη σοβαρή κρίση πολιτικής και σχέσεων σοβεί στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Οπου πέρα από τη γνωστή και σταθερή στον χρόνο διαμάχη Βορρά-Νότου, προστίθεται -πλέον- ανάμεσα στα δύο νευραλγικά κέντρα λειτουργίας, τις Βρυξέλλες όπου εδρεύει η Κομισιόν και τη Φρανκφούρτη όπου ρυθμίζεται η νομισματική και πιστωτική πολιτική.
Στο πλούσιο ρεπορτάζ της Αγγελικής Παπαμιλτιάδου επιβεβαιώνεται η διαχρονική επιμονή του Βερολίνου για τήρηση άτεγκτης δημοσιονομικής πολιτικής, μάλιστα με το Βερολίνο να «δείχνει» τη Ρώμη και την Αθήνα.
Παρά και κόντρα στην απόφαση-ανατροπή του Δικαστηρίου της Καρλσρούης (βαθύτατα συστημικός θεσμός για τα ομοσπονδιακά ήθη και έθιμα της Γερμανίας).
Σε αυτή τη «στροφή» της ιστορίας -και λόγω Μεσανατολικού- είναι που οι Βρυξέλλες αμφισβητούν τη μονοδιάστατη πολιτική της ΕΚΤ -που εν πολλοίς επιβάλλεται υπό την πίεση των «γερακιών» του δ.σ.-, με διακριτό κοινωνικό-πολιτικό κόστος, με το τελευταίο να συνεκτιμάται από την Κομισιόν και ενόψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου 2024. Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ολλανδία έρχεται να «κουμπώσει», αφορμή για τον Νίκο Γ. Δρόσο να αναφερθεί στην αδύναμη Ε.Ε. και τη ακροδεξιά στροφή.
Μας αφορούν οι εξελίξεις, η εντεινόμενη αντιπαράθεση, καθώς ενδεχόμενο αδιέξοδο στη διαπραγμάτευση για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες πέραν του 2023 θα σήμαινε οδυνηρό αποτέλεσμα. Εφόσον θα υπάρξει αυτόματη επιστροφή στους δυσμενείς όρους για χρέη και πλεονάσματα.
Βάσιμη ελπίδα είναι ότι αν υπάρξει κατ' αρχάς συμφωνία του γαλλο-γερμανικού άξονα στο νέο πλαίσιο, τότε θα προκύψει παράταση/μεταβατική περίοδος, μέχρι την επικύρωσή του.