Αύριο η Eurostat ανακοινώνει τα (προκαταρκτικά) στοιχεία για τον πληθωρισμό Σεπτεμβρίου, με όλες τις ενδείξεις δυσοίωνες, επιβεβαιώνοντας τόσο τη χρονική διάρκεια όσο και την επιμονή διατήρησης σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αναπόφευκτα θα ενισχυθεί κατά πολύ το ενδεχόμενο η ΕΚΤ στις επόμενες δύο (και τελευταίες για το 2022) συνεδριάσεις να προχωρήσει σε νέες αυξήσεις, από 75 μ.β. κάθε φορά. Στις 27/10 και τις 15/12 οι ημερομηνίες-ορόσημο για τη Φρανκφούρτη.
Σε αυτή τη συγκυρία, με την απόδοση του 10ετούς να ξεπερνά το 5%, η Αθήνα είναι σε πολύ πιο βολική θέση απ' ό,τι η Ρώμη, με την Ελενα Λάσκαρη να αναλύει/εξηγεί ακριβώς το γιατί.
Και αυτό είναι ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η ελληνική πλευρά έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Μία άλλη έρχεται, μετά την ευχάριστη έκπληξη των καταθέσεων Αυγούστου. Κατά 534 εκατ. ενισχύθηκαν, κόντρα στις αρχικές εκτιμήσεις/επιφυλάξεις, ανεβάζοντας σε 2,3 δισ. συνολικά από τα τέλη 2021.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχουν κάποια ρευστότητα -συγκριτικά πάντα- ικανή για να απορροφηθεί μέρος των ισχυρών πιέσεων που προκαλούνται από τον διψήφιο πληθωρισμό.
Για αυτό -για λόγους συστημικής ευστάθειας- θα πρέπει σε αυτή την τόσο δυσχερή περίοδο να «βάλουν πλάτη» και οι τράπεζες, στην κατεύθυνση της εξεύρεσης κοινού τόπου με επιχειρηματίες, επαγγελματίες, που δικαιολογημένα -όπως σημείωνε εχθές ο Στέφανος Κοτζαμάνης- διαπραγματεύονται καλύτερους όρους δανεισμού/χρηματοδότησης.