Η ιταλική οικονομία και τα πολιτικά κρίματα

Το ιταλικό χρέος και οι συνθήκες που έφεραν τη χώρα αντιμέτωπη με τους δανειστές της. Ο καθηγητής διεθνούς νομισματική πολιτικής Franco Bruni φωτίζει τους λόγους αλλά και τις ευθύνες των πολιτικών.

  • Franco Bruni *
Η ιταλική οικονομία και τα πολιτικά κρίματα
Τα προβλήματα της Ιταλίας με το χρέος της πηγαίνουν αρκετά χρόνια πίσω και έχουν ως πηγή το πολιτικό παρελθόν της χώρας.

Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 ήταν μια τραυματική περίοδος για την Ιταλία. Κατά την προηγούμενη δεκαετία, η χώρα είχε με επιτυχία ακολουθήσει την πειθαρχία του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, ο πληθωρισμός είχε μειωθεί και η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν σταθερή για περισσότερα από πέντε χρόνια. Μετά το 1992 η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ υποσχέθηκε την έλευση του ευρώ έως το τέλος της δεκαετίας.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ απαιτούσε περαιτέρω μειώσεις στον πληθωρισμό της Ιταλίας και μια δομική αναπροσαρμογή στο δημόσιο έλλειμμα της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το τελευταίο ήταν πολύ υψηλότερο από το όριο της συνθήκης (3%), λόγω κυρίως των επιτοκίων του δημόσιου χρέους που συσσωρεύτηκε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Ο λογαριασμός ήταν υψηλός γιατί το χρέος ήταν υψηλό αλλά και επειδή τα επιτόκια για τους ιταλικούς τίτλους περιείχαν υψηλό premium για τον πληθωρισμό και για την συναλλαγματική αβεβαιότητα.

Η κρίση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος του 1992- 1993, που παραδόξως επήλθε μετά τη υπογραφή της συνθήκης, έπληξε και την Ιταλία. Η λίρα εκδιώχθηκε από το σύστημα και υπέστη αρκετές υποτιμήσεις. Ενώ το υπόλοιπο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα σταθεροποιήθηκε μετά το καλοκαίρι του 1993, η ισοτιμία της Ιταλίας παρέμεινε «outsider» για περισσότερο από δύο ακόμη χρόνια.

Οι αγορές δεν έκρυψαν την ανησυχία τους για το εάν κάποια μέλη της επικείμενης νομισματικής ένωσης θα ήταν ικανά να συμμορφωθούν με τα κριτήρια της σύγκλισης που υπαγόρευε η συνθήκη. Η Ιταλία θεωρούνταν ευρύτατα το μέλος που διέτρεχε τον μεγαλύτερο κίνδυνο να μείνει εκτός.

Πέρα από τα νομισματικά προβλήματα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘90 στην Ιταλία ήταν ιδιαίτερα ταραγμένα. Ουκ ολίγοι δικαστικοί επιτέθηκαν κατά της διαφθοράς που ρύθμιζε σε μεγάλο βαθμό τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Αυτό οδήγησε σε κατάρρευση της πολιτικής τάξης στην Ιταλία, ενώ οι περισσότεροι συνασπισμοί, παρά τις συχνές αλλαγές των κυβερνήσεων, διατήρησαν τη σύνθεσή τους και χάρισαν ενός είδους σταθερότητα στον πολιτικό κόσμο.

Η δικαστική δράση εκείνη περίπου την εποχή προκάλεσε την απομάκρυνση κάποιων από τους επιφανέστερους Ιταλούς πολιτικούς και δημιούργησε ένα κενό που αποσταθεροποίησε την κυβέρνηση μιας χώρας η οποία αντιμετώπιζε μεγάλες μακροοικονομικές δυσκολίες. Στο σημείο αυτό, το να επιτευχθούν οι προϋποθέσεις για είσοδο στην Ευρωζώνη φαινόταν αδύνατον.

Ο Μπερλουσκόνι

Τότε ο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι μπήκε στον πολιτικό στίβο ως ηγέτης και πρωθυπουργός. Συμπλήρωσε τα κενά του πολιτικού φάσματος και εισήγαγε σε αυτό συνεργάτες του που προέρχονταν από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, υποσχόμενος νέα εποχή. Το πρόγραμμά του χαρακτηρίστηκε από οικονομικό φιλελευθερισμό, ενώ μεγάλη έμφαση έμφαση έδωσε στην αντίθεση του με τους παλαιάς κοπής πολιτικούς που «γονάτισαν την Ιταλία».

Ο φιλελευθερισμός ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πραγματικότητα, και η μεγαλύτερη αλλαγή που έφερε δεν είχε σχέση με την οικονομία: Είχε να κάνει με την μετάβαση σε μια δικομματική πολιτική σκηνή- κάτι που ταίριαζε καλύτερα στις ανάγκες των media.

Η λαϊκίστικη προσέγγιση του κ. Μπερλουσκόνι είχε απήχηση στο εκλογικό σώμα και βοήθησε στο να διασπαρεί μια υποψία σχετικά με το πόσο ανεξάρτητη είναι η δικαστική εξουσία στη χώρα. Έχτισε γρήγορα την κεντροδεξιά παράταξή του και πέτυχε να δημιουργήσει έναν συνασπισμό υπό τον οποίο συνενώθηκαν παρατάξεις με πολύ διαφορετικές οπτικές όπως η Λίγκα του Βορά και το πρώην φασιστικό κόμμα.

Ο κ. Μπερλουσκόνι πέτυχε να εμφυσήσει πνεύμα ανανέωσης στην ιταλική κεντροδεξιά. Η λογική της σημασίας μάλιστα στο ίδιο το πρόσωπο του ηγέτη υιοθετήθηκε και από την αριστερά. Οι αλλαγές αυτές διαφοροποίησαν τη νοοτροπία και την κουλτούρα ολόκληρου του φάσματος του ιταλικού πολιτικού σκηνικού.

Δύσκολο ξεκίνημα

Η πρώτη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι έπεσε γρήγορα, αφήνοντας την ανεπίζηλη αποστολή της προσαρμογής των ιταλικών μακροοικονομικών στοιχείων και της εκπλήρωσης των κριτηρίων σε προσωπικότητες που επίσης δεν ήταν επαγγελματίες πολιτικοί, όπως ο Romano Prodi και o Carlo Ciampi, οι οποίοι έχαιραν υποστήριξης από την κεντροαριστερά.

Η είσοδος της χώρας στο ευρώ βασίστηκε στην αξιοπιστία της Ιταλίας: Το risk premium επί του δημόσιου χρέους της χώρας υποχώρησε γρήγορα μόλις φάνηκε ότι η Ιταλία θα τα καταφέρει να εισέλθει στην Ευρωζώνη. Η θετική επίδραση αυτού ήταν μια συνεπόμενα μεγάλη μείωση των πληρωμών εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία με τη σειρά της τόνωσε τις αισιόδοξες προβλέψεις ότι η Ιταλία θα τα καταφέρει να φέρει το έλλειμμά της κάτω από το κρίσιμο όριο του 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Η επιτυχία ήλθε μέσω ενός κύματος εθνικής ενότητας, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της εισόδου στο ευρώ, και μεταξύ άλλων περιελάμβανε και την ώριμη συμπεριφορά εκ μέρους των συνδικάτων που βοήθησαν ώστε να υπάρξουν μειώσεις στους μισθούς και το κόστος εργασίας, ενώ ο πληθωρισμός μειωνόταν παρά την υποτίμηση της λίρας.

Μετά την υιοθέτηση του ευρώ ωστόσο, η Ιταλία, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες μόλις που προσπάθησε να αυξήσει την παραγωγικότητά της και να διατηρήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία. Παρατηρήθηκε έλλειψη όρεξης για δομικές μεταρρυθμίσεις, ενώ κάθε πολιτική αυτοκυριαρχία εξαφανίστηκε.

Το πολιτικό σύστημα των δύο πόλων του κ. Μπερλουσκόνι έδειξε τα όριά του, καταλήγοντας σε έναν μυωπικό άγριο και άναρχο αγώνα. Η κυβέρνηση της χώρας σύρθηκε σε εκβιασμούς από μειοψηφίες που βρίσκονταν και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φράχτη.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο κ. Μπερλουσκόνι για να μην χαλάσει τη γιορτή ήταν σκληρές και υποκριτικές. Για να επιτύχει την ενότητα της δεξιάς, ο κ. Μπερλουσκόνι επέμεινε σε έωλη ρητορική αντικομμουνισμού και κατηγόρησε την αριστερά ότι επηρεάζει τους δικαστές που τον στοχοποίησαν με κατηγορίες, οι οποίες κυρίως σχετίζονταν με την προ της πολιτικής επιχειρηματική του δραστηριότητα.

Στηρίχθηκε στο προσωπικό του χάρισμα και στην επιρροή του στα media και ασχολήθηκε πλημμελώς με το να οικοδομήσει έναν κεντροδεξιό οργανισμό με καλές λειτουργίες και με αυτόνομους υψηλής ποιότητας ηγέτες.

Η αριστερά απάντησε με μια εξίσου υποκριτική ενότητα, αφού στην πραγματικότητα την ένωνε μόνο η κριτική της έναντι του “Καβαλιέρε”. Μεγάλες διαφορές απόψεων και πολιτικών χαρακτηριστικών έδιναν το στίγμα της αριστεράς περιορίζοντας την αξιοπιστία της ως πιθανού κυβερνητικού σχηματισμού.

Ωστόσο, το σύστημα των δύο κομμάτων παρέμεινε δημοφιλές. Ο εκλογικός νόμος άλλαξε ώστε να βάλει δυσανάλογες πλειοψηφίες στο κοινοβούλιο της χώρας και κατέστησε πιο εύκολο στους επικεφαλής των κομμάτων να σχηματίσουν υπουργικό συμβούλιο με τη συμμετοχή μικρότερου βεληνεκούς πολιτικών, που δεν έχουν την ικανότητα να αντιπαρατεθούν στον ηγέτη. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία- αν και αυτό του κ. Μπερλουσκόνι ήταν στην εξουσία περισσότερα χρόνια.

Ωστόσο, ούτε η δεξιά ούτε η αριστερά έχουν συμπαγείς πολιτικές απόψεις οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν αποτελεσματικά μια κυβέρνηση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ιταλίας παρέμειναν χαμηλοί το Δημόσιο χρέος υψηλό και οι μεταρρυθμίσεις αδύνατες, καθώς το ταραχώδες πολιτικό κλίμα δεν επέτρεψε την απαιτουμένη σύγκλιση των πολιτικών παρατάξεων ώστε να προχωρήσει η χώρα.

Έξοδος του Μπερλουσκόνι

Η παγκόσμια κρίση και τα προβλήματα του ευρωπαϊκού χρέους οδήγησαν στην ταχεία πτώση του κ. Μπερλουσκόνι, ο οποίος αρνήθηκε να παραδεχτεί τη σοβαρότητα των προβλημάτων στο εσωτερικό της Ιταλίας. Παράλληλα, υπήρξε και μείωση της εμπιστοσύνης στο σύστημα του δικομματισμού, το οποίο έδειξε αρκετά από τα ελαττώματα του και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και στις ΗΠΑ. Οι αγορές ξεκίνησαν να κερδοσκοπούν εις βάρος των πιο αδύναμων χωρών της ευρωζώνης. Τα ιταλικά ομόλογα σύντομα έγιναν στόχος και ο κ. Μπερλουσκόνι ως Πρωθυπουργός εμφανίστηκε υπεύθυνος για την πιθανή χρεοκοπία της χώρας.

Μετά από μήνες σύγχυσης και ενώ τα ιταλικά ομόλογα εκτοξεύθηκαν, το Νοέμβριο του 2011 τον Σ. Μπερλουσκόνι διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο κ. Μάριο Μοντι- με προσωπικότητα που δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική από εκείνη του προκατόχου του. Η κυβέρνηση του κ. Μόντι έχει την ταμπέλα «τεχνοκρατική», καθώς δεν περιλαμβάνει επαγγελματίες πολιτικούς. Για να επιτύχει τους στόχους σωτηρίας της χώρας η νέα κυβέρνηση έλαβε σημαντική στήριξη και από τις δύο πολιτικές παρατάξεις.

Η ανακωχή ανάμεσα στην ιταλική δεξιά και την ιταλική αριστερά ωστόσο είναι μόνο προσωρινή και θα διαρκέσει το πολύ έως τις εκλογές του 2013. Υπάρχουν ελπίδες ότι πέρα από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις η θητεία της κυβέρνησης αυτής θα έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί και ο διπολισμός της ιταλικής πολιτικής σκηνής.

Το πείραμα της κυβέρνησης Μόντι μπορεί να έχει μία ακόμη διαρκή θετική επίπτωση μετά την ολοκλήρωσή του: το γενικό συμφέρον ίσως επιβάλει την ακεραιότητα των πολιτικών και δώσει διάθεση συνεργασίας ανάμεσα στα κόμματα ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα όλης της χώρας και όχι να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των λίγων. 


* Καθηγητής διεθνούς νομισματικής πολιτικής και θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Bocconi

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v