Τα εμπορεύματα, η χαμένη ρευστότητα και οι τιμές

Ενώ η κρίση στην ευρωζώνη μαίνεται, οι αγορές εμπορευμάτων που επί μακρόν στηρίζονταν στα ευρωπαϊκά ιδρύματα για χρηματοδότηση τα βρίσκουν σκούρα. Τι θα σημάνει αυτή η έλλειψη ρευστότητας στα εμπορεύματα;

  • Joanne Hart
Τα εμπορεύματα, η χαμένη ρευστότητα και οι τιμές
Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους παρατηρήθηκε ότι συμβαίνει κάτι μάλλον δυσάρεστο: Οι αμερικανοί επενδυτές μειώνουν την έκθεσή τους στην ευρωζώνη. Η τάση είναι ιδιαίτερα προφανής στην κοινότητα των funds που επενδύουν σε χρηματαγορές. Toν Νοέμβριο του 2010 τα στοιχεία ενεργητικού της Ευρωζώνης αντιστοιχούσαν σχεδόν στο ένα τρίτο των συνολικών κεφαλαίων των εν λόγω funds. Έως τον Οκτώβριο του 2011, το ποσοστό είχε υποχωρήσει σε λιγότερο από 19%. Η μεγαλύτερη κάμψη σημειώθηκε ανάμεσα στον Μάιο και το Σεπτέμβριο, καθώς η κλιμακούμενη κρίση στην ευρωζώνη σταδιακά μειώνει τη θελκτικότητα των στοιχείων ενεργητικού που προέρχονται από τη γηραιά ήπειρο.

Μόνο το Σεπτέμβριο, τα funds που επενδύουν σε χρηματαγορές μείωσαν την έκθεσή τους στο χρέος της ευρωζώνης κατά 54 δισ. ευρώ- μεγάλο μέρος από αυτά περιελάμβανε και ευρωπαϊκά χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η συγκυρία δεν ήταν βοηθητική για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ενώ ήταν ήδη υπό πίεση λόγω της κρίσης στην ευρωζώνη, ήρθαν ξαφνικά αντιμέτωπες με μια κατάσταση που καθιστούσε τον δανεισμό σε δολάριο περισσότερο ακριβό και δυσχερέστερο. Καθώς η ικανότητά τους να έχουν πρόσβαση σε δολάρια έγινε δυσκολότερη, το ίδιο συνέβη και με την ικανότητά τους να δανείζουν δολάρια.

Το δολάριο κυριαρχεί

«Καταλήγει να είναι θέμα του τι έχεις και τι δεν έχεις. Κάποιες τράπεζες έχουν δολάρια και κάποιες τράπεζες δεν έχουν. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές δεν έχουν ή τουλάχιστον έχουν λιγότερα από όσα είχαν συνηθίσει να έχουν», λέει ο Andy Goch, επικεφαλής του τμήματος πωλήσεων και brokerage στη Natixis.

Τα εμπορεύματα- από το ασήμι ως τον καφέ- διαπραγματεύονται σε δολάριο, οπότε όλοι χρησιμοποιούν το αμερικανικό νόμισμα ως βασική ισοτιμία. Οι παραγωγοί, οι μεταποιητές, οι καταναλωτές χρησιμοποιούν δολάρια. Αυτό κάνουν και οι οίκοι διαπραγμάτευσης, οι εταιρίες δηλαδή που στέκονται ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή, βοηθώντας τη χρηματοδότηση των πρώτων υλών ανά τον κόσμο.

Το trade finance είναι σοβαρή δραστηριότητα. Πέρσι, το ποσό των χρημάτων που συγκεντρώθηκε για να χρηματοδοτηθούν οι παγκόσμιες συναλλαγές ξεπέρασε τα 150 δισ. δολ.

Για λόγους ιστορικότητας και νοοτροπίας οι πιο σημαντικοί παίκτες στην αγορά αυτή είναι ευρωπαϊκές τράπεζες, ενώ ανάμεσά τους οι γαλλικές BNP Paribas, Credit Agricole, Natixis και Societe Generale έχουν εξέχουσα θέση.

Όσο όμως η ικανότητά τους να βρίσκουν δολάρια μειώνεται, το να δώσουν ρευστότητα στους traders εμπορευμάτων δεν είναι τόσο απλό όσο ήταν παλαιότερα. Και πρόκειται για ευαίσθητο θέμα: Λίγες τράπεζες θέλουν να παραδεχθούν ότι αποσύρουν ρευστότητα από πελάτες.

Τάσεις που αλλάζουν

Οι αριθμοί είναι σαφείς. Στο τρίτο τρίμηνο του 2010, 56,8 δισ. δολ. συγκεντρώθηκαν στο trade finance. Ένα χρόνο νωρίτερα οι ίδιοι αριθμοί ήταν σχεδόν 40% μικρότεροι, γύρω στα 40,4 δισ. ευρώ. Μέρος αυτής της κάμψης αντανακλά την ηπιότερη ζήτηση που πιθανότατα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής αστάθειας. Ωστόσο, κρίσιμο ρόλο παίζουν ακόμη και οι τάσεις που αλλάζουν στο ίδιο το trade finance.

«Συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, μια ατμόσφαιρα που θύμιζε πολύ πανικό κυριαρχούσε στις αγορές. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες ξεκίνησαν να μην μετακυλίουν τα δάνεια και οι εταιρίες trading μάλλον πουλούσαν παρά αγόραζαν. Με άλλα λόγια ξεστόκαραν χοντρά», λέει ο Julien Garran αναλυτής για την αγορά εμπορευμάτων στην UBS.

Συνεπεία όλων αυτών, οι τιμές των εμπορευμάτων υποχώρησαν σημαντικά. Το ασήμι για παράδειγμα, υποχώρησε από τα 900 δολ. ανά τόνο στα 700 δολ. έναν μόλις μήνα αργότερα. Τον Οκτώβριο, οι παίκτες της αγοράς εμπορευμάτων χαλάρωσαν για λίγο όταν συμφώνησαν το πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα και φάνηκαν να αποτρέπουν την πλήρη καταστροφή στην Ευρωζώνη. Οι πρώτες ύλες πήραν πίσω κάποια, αν και όχι όλη, από την αξία που είχαν χάσει, και μια αίσθηση ηρεμίας επανήλθε στην αγορά του trade finance.

Οι τάσεις ωστόσο παραμένουν αμετάβλητες. «Οι ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να αποχωρούν από τη δραστηριότητα ή να μειώνουν τις θέσεις τους σε αυτήν. Διαχειρίζονται το όλο θέμα πολύ συγκροτημένα, αλλά στους επόμενους μήνες είναι πιθανό να δούμε σταδιακή μείωση του δανεισμού προς οίκους που δραστηριοποιούνται στο trade finance», λέει ο κ. Garran.

Ενώ μέρος της μείωσης της ρευστότητας μπορεί να αποδοθεί στην απογοήτευση των αμερικανών επενδυτών από την Ευρώπη, είναι σαφές πως και άλλοι παράγοντες παίζουν ρόλο. Οι ρυθμιστικές αρχές επιβάλουν αυστηρότερους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, η Βασιλεία ΙΙΙ αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνται τα κεφάλαια και η οικονομική αβεβαιότητα συντηρεί την απέχθεια για ανάληψη κινδύνου.

Ο κίνδυνος των εμπορευμάτων

«Οι τράπεζες αποσύρονται από τις πιο ριψοκίνδυνες δραστηριότητες, όπως η χρηματοδότηση των οίκων που κάνουν trading στα εμπορεύματα. Οι τιμές των εμπορευμάτων είναι υψηλές και ευμετάβλητες, οπότε οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτά έχουν αυξηθεί. Επιπλέον, το ρυθμιστικό περιβάλλον παραμένει θολό οπότε οι τράπεζες δεν είναι ακόμη σίγουρες για τους τρόπους με τους οποίους ο δανεισμός που σχετίζεται με τα εμπορεύματα θα υπολογιστεί λογιστικά. Αυτή ήταν η τάση λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά η κρίση της ευρωζώνης έκανε τα πράγματα χειρότερα», λέει ο Jeffrey Christian, γενικός διευθυντής της συμβουλευτικής επί εμπορευμάτων, CPM Group.

Σε κατ΄ ιδίαν συζητήσεις, οι ευρωπαϊκές τράπεζες παραδέχονται ότι έχουν χτυπηθεί σκληρά από τις αλλαγές.

Το trade finance είναι κλάδος με ξεχωριστή δραστηριότητα. Στην κορυφή της πυραμίδας υπάρχουν παίκτες όπως η Glencore, η Vitol η Cargill και η ED&F- τεράστιες επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν κεφάλαια από δεκάδες ίσως και εκατοντάδες τράπεζες. Στην άλλη άκρη, ωστόσο, υπάρχουν αρκετές μικρότερες επιχειρήσεις, αρκετές από τις οποίες έχουν τραπεζικές εκκρεμότητες με έναν ή δύο δανειστές. «Οι μεγάλες και καθιερωμένες επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε ρευστότητα από πολλές πηγές και προχωρούν. Οι μικρότερες που έχουν έναν ή δύο διαύλους χρηματοδότησης ανησυχούν περισσότερο και προσπαθούν να αυξήσουν τον αριθμό των πηγών τους», λέει ο Χάρης Αντωνίου, CEO του τμήματος ενέργειας, εμπορευμάτων και μεταφορών στην ABN Amro.

Οι μηχανισμοί του trading στα εμπορεύματα κάνουν τον κλάδο ιδιαίτερα ευαίσθητο στις αλλαγές που αφορούν το χρηματοδοτικό περιβάλλον. Οι παραγωγοί πουλούν τα εμπορεύματα στους traders, αλλά αν οι traders δεν έχουν κεφάλαια, δεν μπορούν να αγοράσουν ή θα είναι αναγκασμένοι να επαναδιαπραγματευτούν τους όρους αγοράς. Αν οι πρώτες ύλες δεν σταλούν ή αν η τιμή του ναύλου αυξηθεί, αυτό θα επηρεάσει και τον καταναλωτή. Οι κατασκευαστές θα αγοράσουν λιγότερο, τα περιθώρια κέρδους τους θα μειωθούν ή θα πρέπει να αυξήσουν την τιμή του τελικού τους προϊόντος.

Χτίζοντας σχέσεις

Η φύση του trade finance επιτείνει την κατάσταση. Οι περισσότεροι traders στηρίζονται σε εγγυητικές επιστολές από τις τράπεζές τους ή σε σχετικά βραχυχρόνιες πιστωτικές διευκολύνσεις. Οι μακροχρόνιες συμφωνίες είναι σπάνιες, άρα οι οίκοι που διενεργούν συναλλαγές πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν πρόσβαση σε κεφάλαιο. Μια τέτοια βεβαιότητα οπωσδήποτε λείπει προς το παρόν, ενώ το πρόβλημα οξύνεται από το ότι οι περισσότεροι τέτοιοι οίκοι είναι ιδιωτικές εταιρίες.

«Αρκετοί traders ανήκουν σε ιδιωτικές εταιρίες και έχουν την τάση να συναλλάσσονται με όσο το δυνατόν λιγότερες τράπεζες, καθώς δεν θέλουν οι πληροφορίες για τις δραστηριότητές τους να κυκλοφορήσουν ευρέως», λέει ο κ. Christian. Με το πέρασμα των χρόνων, οι μεγαλύτεροι πελάτες έχουν αναπτύξει βαθύτερες σχέσεις με τις τράπεζές τους- και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των γαλλικών τραπεζών.

«Τι κάνεις όταν η ρευστότητά σου δέχεται πίεση; Συσφίγγεις τους δεσμούς σου με τους βασικούς σου πελάτες. Αυτό έκαναν οι τράπεζες το 2008 και αυτό είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα κάνουν και σήμερα», λέει ανώτερο τραπεζικό στέλεχος. Αυτό ωστόσο δεν βοηθά τις μικρότερες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο trading.

Μεταβαλλόμενο τοπίο

Οι τράπεζες που έχουν περισσότερο κεφάλαιο στη διάθεσή τους βλέπουν την δυσάρεστη κατάσταση στην Ευρωζώνη ως ευκαιρία. Όντας για πολλά χρόνια αδύνατο να διεισδύσουν στον κόσμο του trading των εμπορευμάτων, τώρα αποκτούν πρόσβαση σε έναν νέο κλάδο δραστηριοτήτων.

«Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αποτραβιούνται και πιθανόν θα το δούμε αυτό στην πλήρη του έκταση στον επόμενο χρόνο., Στο μεταξύ, ορισμένοι που γνωρίζουν την κατάσταση, τοποθετούνται ώστε να εκμεταλλευτούν τη νέα αυτή ευκαιρία. Παλαιότερα ήταν δύσκολο να εξασφαλίσει κάποιος μια δραστηριότητα στον κλάδο αυτόν. Τους τελευταίους όμως μήνες, οι πελάτες δίνουν την εντύπωση ότι θα ήθελαν να συζητήσουν μια τέτοια προοπτική. «Προετοιμάζονται και θέλουν να ξέρουν ότι έχουν επαρκή ευελιξία για να προχωρήσουν», λέει ο κ. Malcolm. Ακόμη και οι γαλλικοί οίκοι, αναγνωρίζουν ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν νέες είσοδοι στην συγκεκριμένη αγορά.

Το ότι το τοπίο αλλάζει αποτυπώνεται στο ρυθμό και τη μορφή των κοινών ομολογιακών δανείων ανακυκλούμενης πίστωσης. Οι κοινοπρακτικές συμφωνίες είναι περισσότερο χρονοβόρες και είναι λιγότερο επιτυχημένες, ενώ κάποιες τράπεζες προτιμούν να μην ανανεώσουν πιστώσεις τους όταν κάτι τέτοιο προκύπτει.

Αναζητώντας τη συσσώρευση

Η εικόνα είναι εικόνα αστάθειας και έντονης ανησυχίας για όλους τους μετέχοντες στην αγορά. Καθώς κάποιοι traders εξερευνούν νέες οδούς πιστώσεων άλλοι φαίνεται να προτιμούν πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Ένας αριθμός μικρών και μεσαίων εταιριών προχωρά σε αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων της, ενώ άλλες ετοιμάζονται να πωληθούν και άλλες σκέφτονται τη συγχώνευση.

«Σίγουρα θα δούμε συγχωνεύσεις στον κλάδο αυτόν. Υπάρχουν πολλές φήμες για συγχωνεύσεις και οι εταιρίες trading εξετάζουν τις επιλογές τους, όπως για παράδειγμα να ανοίξουν σε εξωτερικούς επενδυτές τα κεφάλαιά τους ή να συγχωνευθούν με ναυτιλιακές εταιρίες», λέει ο κ. Αντωνίου. «Το παγκόσμιο εμπόριο βασικά στηρίζεται στις εγγυητικές επιστολές, αλλά με τα χρόνια οι τράπεζες οι τράπεζες ανακατεύτηκαν και στο να πληρώνουν για αγαθά. Οι εταιρίες trading παρείχαν χρηματοδότηση για παραγωγούς και καταναλωτές. Τώρα οι παραγωγοί και οι καταναλωτές είναι πιο πιθανό να χρηματοδοτούνται από την τοπική τους τράπεζα και το trade finance να επιστρέψει σε αυτό που ήταν παλαιότερα», λέει άνθρωπος της αγοράς.
 
Πληρώντας υψηλότερο τίμημα

Η επίδραση όλων αυτών των αλλαγών στην ευρύτερη οικονομία εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα. Ακόμη και εάν νέοι παίκτες μπουν στην αγορά, η τιμή στην οποία παρέχεται χρηματοδότηση αναμφισβήτητα θα είναι υψηλότερη από ό,τι ήταν στις αλκυονίδες, προ της κρίσης, ημέρες.

Η ρευστότητα τώρα έχει premium και οι οίκοι που ασχολούνται με το trading θα πρέπει- όπως και οι άλλες επιχειρήσεις- να πληρώσουν περισσότερα για να την εξασφαλίσουν.

Ορισμένοι παρατηρητές της αγοράς εμπορευμάτων εκτιμούν ότι καθώς το κόστος μεταφοράς πρώτων υλών αυξάνεται, οι τιμές των εμπορευμάτων θα αυξηθούν επηρεάζοντας τελικά και τον τελικό καταναλωτή. Άλλοι λένε ότι αν η χρηματοδότηση είναι υπερβολικά κοστοβόρα οι συναλλαγές θα επιβραδυνθούν, οι μεταφορείς δεν θα μπορούν να μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους και οι τιμές θα υποχωρήσουν.

Οι πραγματικές επιπτώσεις θα γίνουν ξεκάθαρες στους επόμενους 12 μήνες. Στο μεταξύ οι αγορές των εμπορευμάτων αναμένεται να μείνουν ασταθείς και απρόβλεπτες. «Οι καιροί είναι εξαιρετικά αβέβαιοι», λέει ο Michael Overlander, επικεφαλής της επενδυτικής Sucden Financial. «Η αβεβαιότητα είναι παράγοντας που συντελεί στη μεταβλητότητα και, προς ώρας, τριγύρω σίγουρα υπάρχει αρκετή».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v