ΗΠΑ: Οι υποδομές διψούν για ρευστό!

Δρόμοι με λακκούβες, πεζοδρόμια που ρημάζουν και γέφυρες προς αναστήλωση. Όχι, δεν μιλάμε για την Ελλάδα, αλλά για τις ΗΠΑ. Η άρρωστη υποδομή της χώρας χρειάζεται ρευστό και... δεν θέλει ιδιωτικοποιήσεις!

  • Geraldine Lambe
ΗΠΑ: Οι υποδομές διψούν για ρευστό!
Σε ένα δωμάτιο κάπου στην Ουάσιγκτον, στα τέλη του 2010, ο Gao Xiqing, πρόεδρος και CEO της China Investment Corporation, καθόταν έχοντας απέναντί του τους δημάρχους του Ντένβερ, του Σικάγου, του Λος Άντζελες, του Φοίνιξ και του Ορλάντο.

Ο σκοπός της συνάντησης ήταν απλός: οι δήμαρχοι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν επενδύσεις για την τοπική υποδομή και ο κ. Gao αναζητούσε ένα κερδοφόρο σπίτι για τα κεφάλαια της εταιρίας του. Ρόλο ενδιάμεσου στη συνάντηση είχε παίξει το αμερικανικό think tank The Brookings Institute, ενώ παρέστη και αντιπρόσωπος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά και ένας ή δύο επενδυτικοί τραπεζίτες.

Όταν ο κ. Gao είπε στους παρισταμένους ότι «οι ΗΠΑ έχουν σοσιαλιστικού τύπου υποδομή», αυτοί έπιασαν την ειρωνεία, όπως και το πνεύμα της: δεν ήταν κομπλιμέντο.

Απαιτούμενες βελτιώσεις

Οι αμερικανικές υποδομές οπωσδήποτε χρειάζονται βελτίωση και αυτό είναι κάτι το οποίο παραδέχεται και η διοίκηση Ομπάμα, όπως φαίνεται και από την πρόθεσή της να υποστηρίξει τη δημιουργία μιας Eθνικής Tράπεζας Υποδομών. Αρκετές από τις υποδομές των ΗΠΑ (δρόμοι, γέφυρες, αεροδρόμια) παραπαίουν, ενώ οι πολιτειακές ή οι δημοτικές αρχές δεν έχουν τα χρήματα για τις αναγκαίες επισκευές. Χρήματα, όμως, δεν έχει ούτε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που μόλις τον προηγούμενο μήνα ένιωσε την ταπείνωση της υποβάθμισης της αξιολόγησής της σε «AAA» και σε «negative watch» από τη Standard & Poor’s.

Πολλοί λένε ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν άλλη λύση από το να καταφύγουν σε ακόμη περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, αλλά στον τομέα αυτόν η χώρα έχει ένα μάλλον πολυτάραχο παρελθόν. Σε αντίθεση, επί παραδείγματι, με την Ευρώπη, στις ΗΠΑ είναι πολύ λίγα αυτά που έχουν πουληθεί ή δοθεί με leasing, ενώ τέτοιες προτάσεις συχνά συναντούν αντίδραση από τους πολιτικούς και το κοινό.

Τα αποτελέσματα από τη συνάντηση στην Ουάσιγκτον δεν είναι ακόμη γνωστά, όμως για πολλούς το γεγονός αυτό αναβιώνει τους χειρότερους φόβους των ΗΠΑ: Αντί για έναν τρόπο εξεύρεσης της καλύτερης δυνατής χρηματοδότησης, παρακολουθούμε μια μονομαχία ανάμεσα στην ισχυροποιούμενη Κίνα και στις όλο και πιο αδύναμες ΗΠΑ. Περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που χτίστηκαν με αμερικανικό αίμα, δάκρυα και ιδρώτα πωλούνται σε απρόσωπους επενδυτές και ξένους σε χαμηλές τιμές, ενώ η χώρα είναι ίσως πιο ευάλωτη από ποτέ.

Το θέμα είναι πλέον τόσο «καυτό» ώστε παίρνει σημαντικές διαστάσεις και στον ημερήσιο Τύπο -τόσο στον τοπικό όσο και στα μέσα εθνικής εμβέλειας-, όπου καταγράφεται το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων και της διαφαινόμενης αποτυχίας των μεμονωμένων συναλλαγών.

Η Bethany McClean, συντάκτρια στο «Vanity Fair», βλέπει κινδύνους για την Αμερική και εκτιμά ότι η δημιουργία μιας Eθνικής Tράπεζας Yποδομών θα είναι τόσο καταστρεπτική όσο υπήρξε η National Partners in Homeownership, ο καρπός της συμφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση Κλίντον και στις τράπεζες, η οποία πολλοί ισχυρίζονται ότι ευθύνεται για τον τεράστιο subprime δανεισμό που οδήγησε στη γνωστή φούσκα. «Ό,τι είναι καλό για τις τράπεζες δεν είναι απαραίτητα καλό και για τους υπόλοιπους», γράφει η κ. McClean.

Δημοσιονομική μαύρη τρύπα

Αυτό είναι μια ένδειξη του πόσο «καυτή πατάτα» είναι οι ιδιωτικοποιήσεις στις ΗΠΑ και δείχνει πόσο δύσκολη είναι η εύρεση λύσης στο πρόβλημα των υποδομών της χώρας.

Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη για επενδύσεις. Μια έρευνα που δημοσίευσε πέρυσι η Ένωση Πολιτικών Μηχανικών των ΗΠΑ εκτιμά ότι η επένδυση που θα χρειαστεί για να αναβαθμιστεί η υποδομή της χώρας σε «ικανοποιητικό» επίπεδο είναι περίπου 2.200 δισ. δολ. 

Οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν τους πόρους για να χρηματοδοτήσουν μια τέτοια επένδυση. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που επικρίθηκε τον Απρίλιο από το ΔΝΤ για το ότι δεν φρόντισε να υιοθετήσει πολιτική μείωσης του ελλείμματος, έχει ενημερώσει τις πολιτείες ώστε να μην έρθουν στην Ουάσιγκτον για ελεημοσύνη. Η κυβέρνηση -που στο παρά πέντε απέφυγε την καταστροφή τον Απρίλιο, όταν οι ρεπουμπλικάνοι και οι δημοκράτες κατέληξαν την τελευταία στιγμή σε συμφωνία για περικοπές στις δαπάνες- πλησιάζει ταχύτατα στο όριο χρέους των 14.300 δισ. δολ. Αν οι νομοθέτες δεν αποφασίσουν την αύξηση του ορίου αυτού, οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν πιθανή χρεοκοπία από τον Ιούλιο κιόλας.

Οι ίδιες οι πολιτείες, από την πλευρά τους, βρίσκονται σε δημοσιονομικό… ζουρλομανδύα. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα Centre on Budget and Policy Priorities, 44 αμερικανικές πολιτείες αντιμετωπίζουν αθροιστικά ελλείμματα ύψους 140 δισ. δολ. για το επόμενο δημοσιονομικό έτος.

Πιο πολλές κουβέντες παρά συμφωνίες

Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη ότι οι κυβερνήτες και οι δήμαρχοι αναζητούν τρόπους να αξιοποιήσουν τις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές μέσω νέων χρήσεων ή να βρουν ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να χρηματοδοτήσουν νέες χρήσεις αναξιοποίητων assets. Αν όμως ο Τύπος συνεχίσει να διαμαρτύρεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση πουλά τα πάντα και παντού, αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Έως τώρα ελάχιστα deals έχουν πραγματοποιηθεί.

«Με τις διοικήσεις σε όλα τα επίπεδα να αντιμετωπίζουν ελλείμματα, θα περίμενε κανείς ότι η ανάμιξη των ιδιωτικών κεφαλαίων στις υποδομές θα ήταν αυτόματα καλοδεχούμενη. Ωστόσο, ακόμη υπάρχει σημαντική πολιτική αντίσταση σε κάτι τέτοιο σε μεγάλη κλίμακα, και η αποδοχή των ιδιωτικοποιήσεων εκ μέρους του κοινού είναι σαφώς μικρότερη έναντι της κοινής γνώμης στη Μ. Βρετανία, στην Αυστραλία ή ακόμη και στη Βραζιλία», λέει ο Chris Beale, συνιδρυτής του fund που ονομάζεται Alinda και επενδύει σε έργα υποδομών.

Το φάουλ της πολιτικής

Η αμερικανική αγορά είναι πολυκερματισμένη. Κάθε πολιτεία, πόλη ή δήμος έχει τα δικά του assets, και οι συμφωνίες πρέπει να γίνουν κάθε φορά σε διαφορετική βάση. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η επιθυμία για ιδιωτικοποιήσεις, που είναι μεγαλύτερη σε επίπεδο πολιτείας από ό,τι σε τοπικό επίπεδο - αν και σε αυτό το τελευταίο υπάγονται τα περισσότερα από τα προς αξιοποίηση στοιχεία. Οι εσωτερικές έριδες ανάμεσα στον δήμαρχο και στους δημοτικούς συμβούλους, επί παραδείγματι, δεν επέτρεψαν να ολοκληρωθεί το deal με τις θέσεις στάθμευσης στο Πίτσμπουργκ, ενώ μια παρόμοια κατάσταση εξακολουθεί να εμποδίζει ένα deal σε μια πόλη της Πενσυλβάνια.

Υπάρχουν συχνά διαφορετικές ατζέντες. «Φερ' ειπείν, ένας δήμαρχος μπορεί να ενδιαφέρεται να λύσει το θέμα του ελλείμματος, ενώ τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου να έχουν εντελώς διαφορετικούς στόχους», λέει, μεταξύ άλλων, ο Perry Offutt, επικεφαλής τραπεζικής υποδομών για όλη την Αμερική στη Morgan Stanley.

Ορισμένοι τραπεζίτες διαφωνούν, λέγοντας ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για περισσότερα deals ιδιωτικοποίησης είναι η έλλειψη σε πολλές πολιτείες νομοθετικού περιεχομένου που να ρυθμίζει τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αυτό μπορεί να εμποδίσει μια επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων να προχωρήσει, ακόμα και αν έχουν δαπανηθεί εκατομμύρια για να υποβληθεί η αρχική πρόταση.

Πολιτική δυσλειτουργία και δημόσιο συμφέρον 

Ο κ. Bilicic της Lazard λέει ότι η αμερικανική αγορά υποδομών υποφέρει από «πολιτική δυσλειτουργία» και βυθίζεται στον γραφειοκρατικό λαβύρινθο. Επιπλέον, αναφέρει ότι ο δημόσιος τομέας δεν έχει την τεχνογνωσία ώστε να διευκολύνει τα καλά projects.

«Δεν μπορούμε να αντέξουμε άλλο να περιγράφουμε αφηρημένα μόνο τον τύπο των υποδομών που χρειαζόμαστε. Είμαστε στο σημείο όπου πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον τρόπο θα γίνει η δουλειά», λέει ο Robert Puentes, στέλεχος στο Metropolitan Policy Program στη Brookings.

Για να λάβουν τα projects έγκριση θα πρέπει οι πολιτικοί να τα παρουσιάσουν στους ψηφοφόρους. Εδώ υπάρχει χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες του κοινού για το ποιες υπηρεσίες πρέπει να του παρέχονται -με τι κόστος και από ποιον- και στο τι καθιστά ένα deal ελκυστικό και οικονομικά βιώσιμο για τους επενδυτές.

Αυτή η αλήθεια έχει ιδιαίτερη σημασία όταν μιλάμε για την αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών, λέει ο DJ Gribbin, γενικός διευθυντής του τμήματος κρατικών υποθέσεων στη Macquarie και πρώην σύμβουλος του αμερικανικού υπουργείου Μεταφορών. «Ο δημόσιος τομέας θα πρέπει να ιδρώσει για να εξηγήσει την αξία της συναλλαγής και το γιατί το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού θα έχει μεγαλύτερη αξία στα χέρια ιδιωτών από ό,τι υπό δημόσια ιδιοκτησία», λέει.

«Το κόστος μιας επισκευής σπάνια βρίσκει χρηματοδότηση και ως αποτέλεσμα οι περισσότερες πόλεις προχωρούν σε περικοπές από τη συντήρηση, ενώ οι ιδιώτες επενδυτές τείνουν να περιλαμβάνουν τέτοιου είδους κόστη στη συναλλαγή», λέει ο Leo du Bever, CEO του καναδικού συνταξιοδοτικού ταμείου Alberta Investment Management Corporation. Ο δε κίνδυνος, ενώ οι ίδιες οι πόλεις δεν κάνουν τίποτα, είναι ότι η υποδομή καταστρέφεται και καθίσταται έτσι πολύ λιγότερο θελκτική για να προσελκύσει επενδύσεις ιδιωτικού κεφαλαίου. Φυσικά, έτσι το κόστος του έργου -αλλά και το κόστος για το κοινό- αυξάνεται.

Σωστή ιδιωτικοποίηση

Υπάρχουν βήματα που μπορούν και οι αγοραστές και οι πωλητές να κάνουν ώστε τα deals να γίνονται πιο εύκολα. Ο κ. Offutt της Morgan Stanley λέει πως το είδος των deals που το κοινό δέχεται πιο εύκολα είναι τα projects που αφορούν σε αναξιοποίητα στοιχεία ενεργητικού και σε αυτά στα οποία η χρήση των εσόδων είναι από την αρχή ξεκάθαρη.

Μια τέτοια ήταν η περίπτωση του περυσινού deal στην Ινδιανάπολη, όπου ιδιωτικοποιήθηκαν τα παρκόμετρα και τα έσοδα χρησιμοποιήθηκαν για να επισκευαστούν δρόμοι και πεζοδρόμια.

«Τα projects που δημιουργούν νέες υποδομές, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την ιδιωτική επένδυση, συνήθως είναι ευκολότερο να υποστηριχτούν από το κοινό, έναντι της ‘νομισματοποίησης’ υπαρχόντων», λέει. Το να συσχετίζονται, εξάλλου, τα projects με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης είναι ένα ακόμη κλειδί ώστε να γίνουν αποδεκτά τέτοια deals, προσθέτει ο κ. Collins.

Η ουσία του διαλόγου μεταξύ ιδιωτών και δημόσιων φορέων είναι να μην υπάρχει «ιδιωτικοποίηση», αλλά «συνεργασία». Στην περίπτωση των παρκομέτρων του Σικάγου είχαμε την πρώτη περίπτωση, ενώ το επόμενο deal είναι πιθανότερο να θυμίζει τη δεύτερη, λέει.

Δικαιολογημένη ελπίδα

Μέρος της αισιοδοξίας του κ. Collins σχετίζεται με την αλλαγή καθεστώτος σε μία από τις βασικές θέσεις του κλάδου. Το Midway του Σικάγου, δύο μικρά αεροδρόμια στην Τζόρτζια και στη Φλόριντα αλλά και το διεθνές αεροδρόμιο Luis Munoz Marin στο San Juan του Πουέρτο Ρίκο είναι τέσσερις από τις πέντε περιπτώσεις στο υπάρχον πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.

Ο κ. Schmidt, του οποίου η νομική εταιρία αντιπροσώπευσε την πόλη του Σικάγου στην ανεπιτυχή προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του Midway και τώρα εκπροσωπεί την κυβέρνηση του Πουέρτο Ρίκο στην αντίστοιχη προσπάθειά της, λέει ότι οι αεροπορικές κατανοούν όλο και περισσότερο τα οφέλη που μια ιδιωτικοποίηση αεροδρομίου μπορεί να φέρει. Αρκετοί πιστεύουν πως μια επιτυχής κατάληξη στην περίπτωση του San Juan θα ξεκλειδώσει και άλλες συμφωνίες. Επιπλέον, η προσέγγιση του Πουέρτο Ρίκο στη συμφωνία ιδιωτικού - δημόσιου τομέα, η οποία περιλαμβάνει και διόδια, προσφέρει την ευκαιρία να βελτιωθεί το μοντέλο των deals.

Περαιτέρω, υπάρχουν ενδείξεις ότι η δημοσιονομική πίεση σε επίπεδο πολιτείας, αλλά και σε τοπικό, υπερνικά τις «παραδοσιακές» αντιδράσεις στις ιδιωτικοποιήσεις. Ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις αναζητούν νέους τρόπους για να χτίσουν καινούργια υποδομή ή να διευθετήσουν τα προβλήματα με την υπάρχουσα.

Για πολλούς, η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού κλάδου είναι ο καλύτερος τρόπος να γεφυρωθεί το κενό ανάμεσα στους εμπορικούς στόχους του ιδιωτικού τομέα και στους στόχους της τοπικής διοίκησης.

«Είναι δύο διαφορετικές νοοτροπίες. Ο δημόσιος τομέας αντιμετωπίζει εμπόδια, καθώς ο ιδιωτικός τομέας δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ποια είναι η πολιτική λογική ενός project, ενώ ο ιδιωτικός αδυνατεί να καταλάβει πώς δεν γίνονται αντιληπτές οι εμπορικές προοπτικές των projects. Ωστόσο, οι συνεργασίες αυτές είναι ένας ευτυχισμένος γάμος ανάμεσα στον δημόσιο τομέα που έχει ανάγκη να παρέχει υπηρεσίες και στον ιδιωτικό που μπορεί να το κάνει αποτελεσματικά», λέει ο κ. Gribbin, ο οποίος έχει υπηρετήσει και στις δύο «όχθες».

«Γίνεται σαφές ότι οι ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά τις υποδομές, μένουν πίσω. Αυτό σημαίνει όχι μόνο πως η κατάσταση της υπάρχουσας υποδομής επιδεινώνεται, αλλά και ότι δεν διαθέτουμε το κατάλληλο είδος υποδομών ώστε να είμαστε ανταγωνιστικοί στον 21ο αιώνα. Αυτό θα οδηγήσει σε αλλαγή», επισημαίνει από την πλευρά του ο κ. Puentes.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v