Συνήθως μιλάω για τα επιχειρηματικά μοντέλα της τραπεζικής και το πώς αυτά αλλάζουν. Το επιχειρηματικό μοντέλο στηρίζεται σε τρία πράγματα:
-Στο τμήμα παραγωγής, το οποίο ασχολείται με την καινοτομία προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και τρέχει τα κέντρα διοίκησης στο back office.
-Στην επεξεργασία, η οποία εστιάζει στη λειτουργική αρτιότητα της επεξεργασίας εντολών από το front office έως το back office.
- Στη λιανική, όπου οι προκλήσεις αφορούν κυρίως το να υπάρχει αμεσότητα και να παρέχεται η καλύτερη εμπειρία υπηρεσιών.
Οι τράπεζες στη δεκαετία του 1990 αποφάσισαν να εφαρμόσουν αυτές τις τρεις λειτουργίες σε πολλές γραμμές δραστηριοτήτων, καθώς κινήθηκαν προς ένα μοντέλο bankassurance. Το μοντέλο αυτό σήμαινε ότι πολλές τράπεζες ξεκίνησαν να φτιάχνουν παγκόσμιες τραπεζικές δομές που προσέφεραν τα πάντα στη χρηματοοικονομική: λιανική, συναλλακτική και εμπορική τραπεζική, καθώς και επενδυτική, private banking, μαζί με wealth management, διαχείριση ενεργητικού και ασφαλιστικές υπηρεσίες.
Λίγες τράπεζες σκέφτηκαν τότε ότι θα μπορούσαν να μοχλεύσουν αυτό το μοντέλο παγκοσμίως και να φτιάξουν παγκόσμιες τραπεζικές δομές. Η βασική αδυναμία αυτής της σκέψης είναι ότι κανείς δεν μπορεί να είναι καλός σε όλα, παντού και για όλους. Σε κάτι θα είσαι κακός.
Η δεύτερη αδυναμία στη σκέψη αυτή είναι ότι μπορείς μόνο να το κάνεις αυτό αν ελέγχεις τα πάντα. Μέχρι πρόσφατα, οι τράπεζες αυτές όντως έλεγχαν τα πάντα. Οι τράπεζες έλεγχαν την end to end διαδικασία χρηματοδότησης από την παραγωγή έως τη διανομή, και δεν έδειχναν καμία διάθεση αλλαγής- πέρα από τις περιπτώσεις εσωτερικών αλλαγών- όπως ο ανταγωνισμός με άλλες τράπεζες για περισσότερες δουλειές.
Έτσι, πολέμησαν επί των επιτοκίων και μεγάλωσαν με τις εξαγορές. Οι αδυναμίες και στις δύο σχολές σκέψης είναι τώρα ξεκάθαρες, καθώς οι τραπεζικές δομές καταστρέφονται και εξασθενούν μέσω της πρόκλησης.
Το ρήγμα στη δομή προέρχεται από δύο «εισβολές»: Η μία είναι ρυθμιστική και η άλλη είναι εκείνη της καινοτομίας. Η θεσμική εισβολή εστίασε στο να αλλάξει το τραπεζικό μοντέλο, προσπαθώντας να διαχωρίσει τις επενδυτικές αγορές από τα εμπορικά συστήματα και τα συστήματα λιανικής.
Αυτή η προσπάθεια πήρε δύο μορφές:
Η μία είναι το αμερικανικό μοντέλο που σταματά τις τράπεζες από το να εμπλέκονται σε casino capitalism μέσω του κανόνα Vulcker, ο οποίος απαγορεύει το proprietary trading. Η άλλη είναι το βρετανικό μοντέλο του διαχωρισμού των επενδυτικών δραστηριοτήτων από τις δραστηριότητες λιανικής και εμπορικής τραπεζικής, μέσω της Banking Reform Act (η τράπεζα μπορεί να εμπλέκεται και στις δύο κατηγορίες δραστηριοτήτων, αλλά πρέπει να τις κρατά διαχωρισμένες).
Αυτή η θέση, σε όποια από τις δύο μορφές, δε σταματά απαραίτητα τις επενδυτικές αγορές από το να είναι ριψοκίνδυνες ούτε και τις τράπεζες από το να είναι «too big to fail». Για παράδειγμα οι τέσσερις κορυφαίες αμερικανικές τράπεζες είναι 40% μεγαλύτερες σήμερα από ό,τι το 2009. Παρ' όλα αυτά, η επίθεση των ρυθμιστικών αρχών υπήρξε αξιοσημείωτη στην περίπτωση τραπεζών όπως η Citi και η HSBC που αποτραβήχτηκαν από μη στρατηγικές αγορές πουλώντας μη στρατηγικά στοιχεία ενεργητικού και εστιάζοντας σε βασικές ικανότητες και αναδιαρθρώνοντας δραστηριότητες. Έπρεπε να το κάνουν αυτό λόγω της ρυθμιστικής επίθεσης.
Αλλά η εισβολή που με ιντριγκάρει περισσότερο είναι η τεχνολογική, όπου οι εφαρμογές και η τραπεζική μέσω κινητού τηλεφώνου αλλάζουν τη λιανική εμπειρία.
Αυτή η τεχνολογική μετατόπιση δημιουργεί πλούτο για νέες εταιρίες που προσφέρουν περιορισμένη χρηματοδότηση (narrow finance). Το Narrow finance απλώς βλέπει ένα κομμάτι όλου του επιχειρηματικού μοντέλου και ρωτά: μπορώ να το κάνω αυτό καλύτερα; Είναι αυτό που η TransferWise έκανε για να φέρει σε επαφή κόσμο ο οποίος ήθελε να μετακινήσει χρήματα. Είναι αυτό που οι Zopa, Prosper και Lending Club έκαναν για να διασυνδέσουν ανθρώπους που έχουν χρήματα με άλλους που χρειάζονται χρήματα.
Το νέο μοντέλο χρηματοοικονομικής που ασχολείται με περιορισμένο μόνο εύρος και αντικαθιστά τα κτίρια και τους ανθρώπους με server και λογισμικό, θα επικρατήσει. Για τον λόγο αυτό οι αγορές χρηματοοικονομικής τεχνολογίας είδαν περίπου 14 δισ. δολ. να επενδύονται το 2014 έναντι 4 δισ. δολ. το 2013, ενώ 36 από αυτές τις start up εταιρίες κοστολογούνται τώρα περισσότερο από 1 δισ. δολ. η κάθε μία.
Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που βλέπουμε τη "φούσκα fintech", όπου χιλιάδες νέες εταιρίες που χρησιμοποιούν επιχειρηματικό μοντέλο το οποίο εστιάζει σε συγκεκριμένα τμήματα και χρησιμοποιεί ανοικτές πλατφόρμες έχοντας ψηφιακή δομή, μπορούν να επιτεθούν στο επιχειρηματικό μοντέλο των παλιών.
Ο συνδυασμός νέων εταιριών με στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε τμήματα της αγοράς και των ρυθμιστικών πιέσεων δημιουργεί έναν νέο κόσμο. Ο νέος κόσμος είναι ένας κόσμος όπου κανείς δεν ελέγχει τίποτα, καθώς ο χρήστης έχει την επιλογή. Οι ρυθμιστικές αρχές θα επιχειρήσουν να αυξήσουν τον ανταγωνισμό δημιουργώντας ένα θανατηφόρο περιβάλλον για όσους μένουν μέσα «στη γυάλα».