Η απόφαση της αμερικανικής FED τον Σεπτέμβριο του 2013 να αναβάλει οποιαδήποτε μείωση των μηνιαίων αγορών ομολόγων καθυστέρησε αυτό που οι επενδυτές θεωρούν αναπόφευκτο. Οι αμερικανικές αποδόσεις βρέθηκαν σε ιστορικά χαμηλά για μια αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο και σίγουρα θα οδηγηθούν ψηλότερα καθώς η οικονομία ανακάμπτει.
«Οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων έχουν ήδη διαμορφωθεί από το 1,6% τον Μάιο στο 3% έως τις αρχές Οκτωβρίου, οπότε κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είμαστε μέσα σε ένα είδος bear market για τα ομόλογα. Αλλά καμιά τάση δεν είναι ποτέ γραμμική. Υπήρχαν ξεσπάσματα των αποδόσεων που διευρύνονταν όταν ανακοινώνονταν οι κύκλοι της ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς οι επενδυτές στρέφονταν προς πιο ριψοκίνδυνα στοιχεία ενεργητικού. Καθώς η ποσοτική χαλάρωση υποχωρούσε, ήταν ορατή κάποια επιστροφή από τις μετοχές στα ομόλογα», λέει ο Stuart Edwards, asset manager σε ομόλογα από όλο τον κόσμο στην Invesco Perpetual.
Οι προσδοκίες για ανώτερες αποδόσεις συνέπεσαν με θεσμική πίεση στους ισολογισμούς επενδυτικών τραπεζών για τις οποίες το fixed income συνεπάγεται ισχυρές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Συνεπώς η συναλλακτική αξία της δευτερογενούς αγοράς είναι χαμηλή.
«Η αγορά λειτουργεί με μειωμένους ρυθμούς και η ζήτηση των επενδυτών για νέους τίτλους και εταιρικές εκδόσεις είναι μειωμένη σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι εταιρίες έχουν μεγάλη ποσότητα χρήματος (cash balance) και περιορισμένη επενδυτική δραστηριότητα. Παρά την τραπεζική απομόχλευση, τόσο οι τράπεζες όσο και τα funds σταθερού εισοδήματος είναι πρόθυμα να προσφέρουν επιθετικούς όρους στις εκδόσεις τους», λέει ο Richard Bartlett, επικεφαλής του τμήματος αγορών χρέους και λύσεων εταιρικού ρίσκου στην RBS.
Στρατηγική μετακίνηση
Ωστόσο, πιθανοί εκδότες και επενδυτές επεξεργάζονται το πώς μια ενδεχόμενη τελικά άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει τη στρατηγική τους. Ο κ. Edwards λέει ότι οι συνθήκες ευνοούν τους επενδυτές με ευελιξία που μπορούν να μειώσουν τη διάρκεια στο χαρτοφυλάκιό τους και να αδράξουν τις τακτικές ευκαιρίες, καθώς οι τιμές των ομολόγων γίνονται πιο ευμετάβλητες. Στην πρώτη περίσταση, θεωρεί ότι τα ανώτερης απόδοσης εταιρικά ομόλογα θα ξεπεράσουν τους υψηλής ποιότητας τίτλους, καθώς τα spreads των τελευταίων είναι τόσο σφιχτά που είναι πιθανόν να ανέβουν μαζί με τα επιτόκια.
«Κάποιος ίσως θεωρούσε λογικό ότι οι εκδόσεις υψηλής απόδοσης θα είχαν δυσκολίες εν όψει τυχόν πτώσης της πιστωτικής ποιότητας λόγω της επίπτωσης της αύξησης των επιτοκίων στα εταιρικά ομόλογα. Αλλά κάτι τέτοιο θα χρειαστεί και προσδοκία πραγματικής ανόδου των επιτοκίων και όχι μόνο μείωσης της ποσοτικής χαλάρωσης, και δεν είμαστε ακόμη σε αυτό το στάδιο», τονίζει.
Σε ό,τι αφορά τους εκδότες, ο Christopher Marks, επικεφαλής του τμήματος αγορών χρέους (DCM) για λογαριασμό της BNP Paribas, λέει ότι η εκτεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων επέτρεψε στις επιχειρήσεις να προχρηματοδοτήσουν κανονικές εξαγορές μειώνοντας τις μελλοντικές ανάγκες έκδοσης. Ο ίδιος προβλέπει ότι η αγορά θα ευνοήσει τις εταιρικές εκδόσεις, ενώ οι τράπεζες έχουν ακόμη μπροστά τους την αβεβαιότητα σχετικά με τις ρυθμιστικές εξελίξεις και την αναθεώρηση της ΕΚΤ σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού.
«Το ερώτημα τώρα είναι εάν οι εταιρίες θα ξεκινήσουν να παίρνουν μεγάλες αποφάσεις επί κεφαλαιακών δαπανών, εξαγορών και συγχωνεύσεων. Από την άλλη, οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις είναι ακόμη πολύ χαμηλές, οπότε είναι καλός καιρός να χρηματοδοτηθούν οι δραστηριότητες αυτές, αν και αρκετοί decision makers είναι ακόμη αβέβαιοι σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης», επισημαίνει.
Νέες ευκαιρίες
Αν και η ανάπτυξη της ευρωζώνης απέχει πολύ από το να είναι ισχυρή, υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης ακόμη και στην περιφέρεια. Οι φόβοι μη Ευρωπαίων επενδυτών σχετικά με το μέλλον του ευρώ έχουν δώσει τη θέση τους σε αισιόδοξες επενδύσεις. Ο κ. Bartlett λέει ότι μία από τις κυρίαρχες τάσεις τους τελευταίους μήνες είναι η έλευση των εναλλακτικών credit funds που είναι έτοιμα να αυξήσουν τις αποδόσεις με τη συμμετοχή σε δάνεια, private placements και δομημένα προϊόντα. Στους παραδοσιακούς πιστωτές - κυρίως αμερικανικές ασφαλιστικές- προστίθενται και νέοι επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων ασιατικών και εθνικών wealth funds.
«Αυτά τα funds έχουν μακροπρόθεσμους επενδυτικούς ορίζοντες και είναι ευέλικτα σε ό,τι αφορά τους τύπους του ενεργητικού που θα αγοράσουν. Αυτό επί παραδείγματι επέτρεψε σε τιτλοποιήσεις υπαρχόντων δανειακών χαρτοφυλακίων να ανακυκλώσουν τον ισολογισμό τους, αλλά η βασική πρόκληση ήταν στην πραγματικότητα η έλλειψη πιθανών επενδυτών, καθώς οι τράπεζες περικόπτουν χρηματοδοτικές τους ανάγκες», λέει ο κ. Bartlett.
Αυτήν τη στιγμή, η ζήτηση εξακολουθεί να ξεπερνά την προσφορά στην αγορά ομολόγων και η απομόχλευση των τραπεζών δεν προκαλεί δυσκολίες στο να βρουν κεφάλαια μεγάλες επιχειρήσεις. Αλλά ο κ. Bartlett λέει ότι η πραγματική δοκιμασία θα έρθει όταν οι επιχειρήσεις αρχίσουν να επαναμοχλεύουν τους ισολογισμούς τους μόλις οι αναπτυξιακές προοπτικές φανούν πιο βέβαιες.
Η ανάγκη τους για πίστωση θα αυξηθεί τότε, αλλά οι ρυθμίσεις που επιβάλλονται στις τράπεζες θα εξακολουθήσουν, οπότε ο νέος δανεισμός είναι πιθανόν να τεστάρει τις δυνατότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων και να ωθήσει περισσότερους δανειζόμενους στην αγορά ομολόγων.