Τα λογιστικά των δημόσιων οικονομικών δεν είναι εύκολα. Γι’ αυτό μπερδεύουν εύκολα.
Πάρτε για παράδειγμα το δημόσιο χρέος.
Αλλιώς ορίζεται το χρέος της γενικής κυβέρνησης που περιλαμβάνει φορείς όπως οι ΟΤΑ, τα νοσοκομεία, τα ΝΠΙΔ κ.τ.λ., κι αλλιώς το χρέος της κεντρικής διοίκησης.
Γι’ αυτό διαφέρουν σε απόλυτα νούμερα.
Πολύς λόγος έγινε πρόσφατα για το δημόσιο χρέος και την άνοδο που εμφάνισε το 2018 σε σύγκριση με το 2017, παρά τα πρωτογενή υπερπλεονάσματα.
Αποφασίσαμε λοιπόν να ρίξουμε μια ματιά στα νούμερα που περιλαμβάνονται στο τελευταίο τριμηνιαίο δελτίο δημόσιου χρέους.
Το δελτίο αναφέρεται στο δημόσιο χρέος της κεντρικής διοίκησης.
Στο τέλος του 2018, το ανωτέρω χρέος ανερχόταν στα 358,9 δισ. ευρώ έναντι 328,7 δισ. στις 31 Δεκεμβρίου του 2017.
Με άλλα λόγια, το χρέος εμφάνισε αύξηση 30,25 δισ. ευρώ μέσα σε μία χρονιά.
Αν όμως ρίξει κάποιος μια ματιά στα ταμειακά διαθέσιμα της κεντρικής διοίκησης, θα διαπιστώσει ότι αυξήθηκαν επίσης κατά 22,1 δισ. ευρώ.
Κι αν πάει ακριβώς παρακάτω, θα δει πως το υπόλοιπο του διακριτού λογαριασμού για την εξυπηρέτηση του χρέους αυξήθηκε κατά 3,8 δισ. ευρώ.
Αν λοιπόν αφαιρέσουμε την αύξηση στα ταμειακά διαθέσιμα και στο υπόλοιπο του διακριτού λογαριασμού μεταξύ 2018 και 2017 από την αύξηση του ονομαστικού χρέους κατά 30,25 δισ. ευρώ, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η καθαρή αύξηση του χρέους της κεντρικής διοίκησης ήταν 4,4 δισ. ευρώ περίπου.
Όμως, δεν θα έπρεπε ούτε αυτό να συμβαίνει.
Πώς λοιπόν εξηγείται η μικρότερη μεν αλλά παρ’ όλα αυτά αύξηση του χρέους;
Υπάρχουν δύο εξηγήσεις.
Πρώτον, τα 3 δισ. ευρώ που πλήρωσε το κράτος για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς ιδιώτες.
Οι πληρωμές ντούκου για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προστέθηκαν στο χρέος της ίδιας χρονιάς.
Δεύτερον, οι καταθέσεις του κράτους στις τράπεζες στο τέλος του 2018. Δεν είναι γνωστό το ύψος τους αλλά δεν θα μας κατέπληττε, αν ήταν ύψους 1,4 δισ. ευρώ ή παραπάνω.
Όλα έχουν την εξήγησή τους.