Η Ελλάδα μπορεί να οδεύει προς την έξοδο του 3ου μνημονίου και οι εγχώριες τράπεζες να πέρασαν με επιτυχία τα πρόσφατα stress tests της ΕΚΤ, όμως κάποιοι στο εξωτερικό δεν έχουν πεισθεί.
Δεν εξηγείται αλλιώς το φαινόμενο να μη γίνονται αποδεκτές οι εγγυητικές από εγχώριες τράπεζες που προσκομίζουν ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες και άλλες, όταν διεκδικούν έργα στο εξωτερικό.
Ομως, ακόμη κι όταν γίνονται αποδεκτές οι εγγυητικές, οι εγχώριοι όμιλοι έχουν να αντιμετωπίσουν το υψηλότερο χρηματοδοτικό κόστος. Την ίδια στιγμή που μεγάλοι ξένοι όμιλοι, όπως η Vinci, παίρνουν εγγυητικές από ξένες τράπεζες με κόστος 0,4% ετησίως -όπως κάποτε οι ελληνικές-, οι εγχώριοι όμιλοι πληρώνουν από 3,4% έως 4,5% ετησίως, σύμφωνα με στελέχη του κλάδου των κατασκευών.
Επιπλέον, οι ελληνικές εταιρείες έχουν να αντιμετωπίσουν το υψηλότερο επιτόκιο στα δάνεια που λαμβάνουν σε σχέση με τους ξένους ανταγωνιστές τους. Το επιτόκιο φθάνει να είναι 4πλάσιο σε σύγκριση με εκείνο που πληρώνουν άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες, ισχυρίζονται στελέχη τους.
Είναι προφανές ότι οι εγχώριες εταιρείες βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση σε σχέση με τις ξένες ανταγωνίστριές τους, με βάση το χρηματοοικονομικό κόστος.
Δυστυχώς, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα και στο μόνο που μπορεί να ελπίζουν οι εγχώριοι όμιλοι είναι να μειωθεί το χάντικαπ στο χρηματοδοτικό κόστος που τις χωρίζει από τους ξένους κατασκευαστικούς ομίλους. Γι' αυτό θα πρέπει, αφενός, οι ίδιοι να βελτιώσουν τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση και αφετέρου, οι ελληνικές τράπεζες να κάνουν περισσότερα για να μειωθεί ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.