Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Είναι ακριβά ή φθηνά τα επιτόκια στην Ελλάδα;

Τα υψηλότερα περιθώρια των τραπεζικών επιτοκίων στην χώρα μας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον υψηλότερο πληθωρισμό και στο υψηλότερο λειτουργικό κόστος σε σχέση με την Ευρωζώνη, αναφέρεται στο δεύτερο τεύχος της περιοδικής έκδοσης της Eurobank, ”Οικονομία και αγορές”.

Είναι ακριβά ή φθηνά τα επιτόκια στην Ελλάδα;
Τα υψηλότερα περιθώρια των τραπεζικών επιτοκίων στην χώρα μας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον υψηλότερο πληθωρισμό και στο υψηλότερο λειτουργικό κόστος σε σχέση με την Ευρωζώνη, αναφέρεται στο δεύτερο τεύχος της περιοδικής έκδοσης της Eurobank, ”Οικονομία και αγορές”.

Ειδικότερα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG εξέδωσε χθες το δεύτερο τεύχος της περιοδικής έκδοσης ”Οικονομία και Αγορές”.

Στο τεύχος φιλοξενούνται δύο άρθρα οικονομολόγων της Διεύθυνσης, τα οποία αναλύουν σε βάθος το ζήτημα του περιθωρίου των επιτοκίων χορηγήσεων-καταθέσεων. Μια σύντομη περίληψη των άρθρων παρουσιάζεται από τον Οικονομικό Σύμβουλο της Τράπεζας, Καθηγητή κ. Γκίκα Α. Χαρδούβελη.

Τα άρθρα, των οποίων η ανάλυση είναι συμπληρωματική, χρησιμοποιούν δύο διαφορετικές μεθόδους μέτρησης του περιθωρίου και στοιχειοθετούν ότι ενώ τα περιθώρια χορηγήσεων-καταθέσεων έπεσαν δραματικά τα τελευταία χρόνια, σήμερα παραμένουν υψηλότερα από τα αντίστοιχα στην Ευρωζώνη.

Το σημερινό ελαφρώς υψηλότερο περιθώριο επιτοκίων στην Ελλάδα αντικατοπτρίζει παράγοντες, που κάνουν την Ελλάδα να διαφέρει από άλλες χώρες της Ευρωζώνης και που επιβαρύνουν το περιθώριο δυσανάλογα.

Οι πελάτες των ελληνικών τραπεζών δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους πελάτες τραπεζών άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Μάλιστα, οι δανειολήπτες πληρώνουν χαμηλότερα πραγματικά (δηλαδή αποπληθωρισμένα) επιτόκια στην Ελλάδα από την Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με τον κ. Ηλία Λεκκό, senior economist στη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων, το άρθρο του οποίου έχει τίτλο: ”Συγκριτική ανάλυση των επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη”, η διαφορά ανάμεσα στα ελληνικά και ευρωπαϊκά επιτόκια χορηγήσεων έχει μειωθεί από 7 ποσοστιαίες μονάδες το 1998, σε 1,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2004.

Ο κ. Λεκκός χρησιμοποιεί συγκεντρωτικά στοιχεία από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη για να υπολογίσει τη διαφορά Ελλάδας-Ευρωζώνης στo μέσο σταθμικό επιτόκιο χορηγήσεων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Στη συνέχεια, ταξινομεί και αναλύει τους προσδιοριστικούς παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων: Τα επιτόκια καταθέσεων, το ύψος των προβλέψεων, το κόστος των ιδίων κεφαλαίων, τα λειτουργικά έξοδα, η δομή του τραπεζικού συστήματος, κ.ά.

Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι υπάρχουσες ονομαστικές επιτοκιακές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης εξηγούνται κυρίως από τα υψηλότερα λειτουργικά έξοδα και τις υψηλότερες αποσβέσεις των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Αντίθετα παράγοντες όπως το κόστος κεφαλαίου και η δομή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν διαφέρουν αισθητά από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.

Ο κ. Λεκκός εξετάζει, επίσης, το βαθμό ομοιογένειας των τραπεζικών συστημάτων της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας με τη χρήση οικονομετρικού υποδείγματος.

Συμπεραίνει ότι τα τραπεζικά συστήματα των τριών χωρών παρουσιάζουν σχετική ανομοιογένεια: Με εξαίρεση την επίδραση των λειτουργικών εξόδων, η επίδραση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν τα επιτόκια χορηγήσεων διαφέρει σημαντικά - τόσο σε μέγεθος όσο και σε διάρκεια - από χώρα σε χώρα.

Στο δεύτερο άρθρο του τεύχους, με τίτλο: ”Τραπεζικά επιτόκια και πληθωρισμός: Χρεώνουν οι ελληνικές τράπεζες υπερβολικά υψηλά επιτόκια;” ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Σύμβουλος Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG, κ. Δημήτριος Μαλλιαρόπουλος, επιχειρηματολογεί ότι τα υψηλότερα περιθώρια των τραπεζικών επιτοκίων στην χώρα μας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον υψηλότερο πληθωρισμό και στο υψηλότερο λειτουργικό κόστος σε σχέση με την Ευρωζώνη.

Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται απευθείας στο ονομαστικό περιθώριο χορηγήσεων-καταθέσεων και χρησιμοποιεί στοιχεία, που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ώστε να είναι συγκρίσιμα ανάμεσα στις επιμέρους χώρες της Ευρωζώνης.

Τα ονομαστικά περιθώρια χορηγήσεων-καταθέσεων στο σύνολο των δανείων είναι κατά μέσο όρο 1,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.

Αν, όμως, τα περιθώρια αυτά προσαρμοσθούν με τον υψηλότερο ελληνικό πληθωρισμό σε σχέση με την Ευρωζώνη, τότε η απόκλισή τους από τον μέσο της Ευρωζώνης μειώνεται στο μισό, δηλαδή στις 60 μονάδες βάσης (Διάγραμμα 15).

Αν, εναλλακτικά, τα περιθώρια προσαρμοσθούν για το υψηλότερο λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών, τότε η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στον μέσο της Ευρωζώνης (Διάγραμμα 16).

Σύμφωνα με τον κ. Μαλλιαρόπουλο, παρότι τα επιτόκια δανεισμού στην Ελλάδα είναι υψηλότερα, τα πραγματικά (αποπληθωρισμένα) επιτόκια δανεισμού, π.χ. στη στεγαστική πίστη είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά (Διάγραμμα 2).

Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στα πραγματικά επιτόκια δανείων προς επιχειρήσεις, τα οποία είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη (Διαγράμματα 11 και 12).

Τα ονομαστικά επιτόκια καταθέσεων δεν διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα επιτόκια στην Ευρωζώνη (Διάγραμμα 4). Όμως, σε πραγματικούς όρους τα επιτόκια καταθέσεων είναι χαμηλότερα στην Ελλάδα.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο πληθωρισμός έχει ως επιπλέον συνέπεια την αναδιανομή πόρων από τους καταθέτες στους δανειολήπτες, καθώς μειώνει την αξία του χρέους των τελευταίων.

Στις χώρες της Ευρωζώνης με υψηλό πληθωρισμό, οι τράπεζες χρηματοδοτούν τα χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια δανείων με χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων. Για παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες εισπράττουν 114 μονάδες βάσης (1,14%) χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο από τους δανειολήπτες στη στεγαστική πίστη, ενώ πληρώνουν 129 μονάδες βάσης (1,29%) χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο στους καταθέτες (Διάγραμμα 6).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v