Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Hellastat: Μελέτη για τις χάρτινες συσκευασίες

Οι πιέσεις των οικολογικών οργανώσεων και της κοινής γνώμης για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και οι συνεχείς προσπάθειες των εταιριών για μείωση του κόστους, οδήγησαν σε αύξηση της εγχώριας παραγόμενης ποσότητας χάρτινης συσκευασίας κατά 17% το διάστημα 2003/2001, σύμφωνα με μελέτη της Hellastat.

Hellastat: Μελέτη για τις χάρτινες συσκευασίες
Οι πιέσεις των οικολογικών οργανώσεων και της κοινής γνώμης για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και οι συνεχείς προσπάθειες των εταιριών για μείωση του κόστους, οδήγησαν σε αύξηση της εγχώριας παραγόμενης ποσότητας χάρτινης συσκευασίας κατά 17% το διάστημα 2003/2001, η οποία διαμορφώθηκε στους 330 χιλ. τόνους.

Σύμφωνα με μελέτη της Hellastat, η χρήση χάρτινης συσκευασίας βρίσκει αυξημένες εφαρμογές κυρίως στη βιομηχανία τροφίμων, ποτών, αναψυκτικών, προϊόντων καπνού, ηλεκτρικών συσκευών και φαρμάκων, καθώς και σε επιχειρήσεις παραγωγής αγροτικών προϊόντων.

Λόγω της άμεσης επαφής του προϊόντος με τη χάρτινη συσκευασία, ιδίως στον κλάδο τροφίμων, οι απαιτήσεις των πελατών είναι αυξημένες. Οι κανονιστικές ρυθμίσεις και οι διαδικασίες διασφάλισης της ποιότητας μέσω πιστοποίησης βάσει διεθνών προτύπων διαμορφώνουν καθοριστικά τις συνθήκες λειτουργίας στον κλάδο.

Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες του κλάδου είναι το υψηλό ποσοστό συμμετοχής πρώτων υλών στο κόστος παραγωγής. Το μεγαλύτερο μέρος πρώτων υλών προέρχεται από εισαγωγές έτοιμων χαρτιών-χαρτονιών (χαρτοπολτός).

Επιπλέον, η διαμόρφωση της τιμής του χαρτιού στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων δημιουργεί πρόσθετη μεταβλητότητα, επιτρέπει ωστόσο στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις να χειριστούν εργαλεία διαχείρισης κινδύνων.

Οι ελληνικές εταιρείες δεν έχουν ακόμα τη δυνατότητα να παράγουν δικό τους χαρτοπολτό, συνεπώς έχουν άμεση εξάρτηση από τις αγορές του εξωτερικού. Μοναδική εγχώρια πρώτη ύλη είναι τα αποκόμματα χαρτιού (ανακυκλωμένες πρώτες ύλες).

Οι βιομηχανίες του κλάδου σταδιακά αυξάνουν τη χρήση των αποκομμάτων στις πρώτες φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας, ωστόσο εκτιμάται ότι οι εισαγωγές χαρτοπολτού απέχουν πολύ από το να μειωθούν δραστικά, αφού κρίνεται απαραίτητος για την παραγωγή ορισμένων ειδών συσκευασίας.

Όσον αφορά στον κλάδο παραγωγής χαρτοκιβωτίων κυριαρχείται από λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, με έντονο μεταξύ τους ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών, κρατώντας την αξία της αγοράς σε σταθερά περίπου επίπεδα την τελευταία 4ετία. Στην ένταση του ανταγωνισμού συντελεί και ο μεγάλος αριθμός μικρότερων επιχειρήσεων αλλά και η μεγάλη παραγωγική δυναμικότητα του κλάδου.

Αρνητικός παράγοντας στη διαμόρφωση του μεγέθους της αγοράς είναι και η διακύμανση της αγροτικής παραγωγής, τομέας από τον οποίο προέρχεται η πλειοψηφία της πελατείας του κλάδου παραγωγής χαρτοκιβωτίων.

Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν, ότι μελλοντικά υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης μέσω της θέλησης των εταιρειών να εκσυγχρονιστούν και να παράγουν πιο σύγχρονα και εξειδικευμένα προϊόντα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η αυξανόμενη οικολογική συνείδηση των καταναλωτών, η ανάγκη συμμόρφωσης της βιομηχανίας αλλά και οι προσπάθειες μείωσης του κόστους εκτιμώνται ως μοχλοί ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις του κλάδου τα επόμενα χρόνια.

Οι παρατηρούμενοι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης των πωλήσεων την τελευταία 4ετία αντανακλούν τους αντίστοιχα χαμηλούς ρυθμούς της μεταποιητικής παραγωγής αλλά και την ανάγκη συγκράτησης των τιμών λόγω ανταγωνισμού, αλλά και κινδύνου υποκατάστασης από άλλες μορφές συσκευασίας.

Ενδεικτικό της στασιμότητας που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια τον κλάδο είναι η διατήρηση του μέσου μικτού περιθώριο στην περιοχή του 17%-17,5%, επίδοση σαφώς χαμηλότερη της αντίστοιχης που επικρατεί στη μέση ελληνική μεταποιητική επιχείρηση που εκτιμάται στο 22,5%-23%.

Ωστόσο, η ψαλίδα κλείνει με τη σύγκλιση του καθαρού προ φόρων περιθωρίου κέρδους στο 2,5% περίπου, χάρη στα αντίστοιχα υψηλότερα περιθώρια ΚΠΤΦΑ της βιομηχανίας χαρτοκιβωτίων.



Οι επιχειρήσεις του κλάδου απολαμβάνουν διπλάσια αποδοτικότητα επί των ιδίων κεφαλαίων τους (7,7% το 2004), κυρίως λόγω της υψηλής δανειακής επιβάρυνσης: ο λόγος ξένα προς ίδια κεφάλαια διαμορφώνεται στο 1,6 προς 1 έναντι της σχέση 1 προς 1 που παρατηρείται στο μέσο όρο του συνόλου της βιομηχανίας.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v