Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΙΟΒΕ: Ζητούνται νέες πολιτικές για την ενέργεια

Την ανάγκη επαναχάραξης της εθνικής ενεργειακής πολιτικής, τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στον κλάδο, αλλά και τη δραστική μείωση του περιθωρίου ασφαλείας του συστήματος επισημαίνει το IOBE σε μελέτη με τίτλο ”Η Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας”. Θετική εξέλιξη η λειτουργία μονάδας ηλεκτροπαραγωγής των ΕΛΠΕ, απαιτούνται πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη των ΑΠΕ.

ΙΟΒΕ: Ζητούνται νέες πολιτικές για την ενέργεια
Την ανάγκη επαναχάραξης της εθνικής ενεργειακής πολιτικής, τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στον κλάδο, αλλά και τη δραστική μείωση του περιθωρίου ασφαλείας του συστήματος επισημαίνει το IOBE σε μελέτη με τίτλο ”Η Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας”.

Παράλληλα, η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη προσεκτικής υλοποίησης των πρόσφατων θεσμικών παρεμβάσεων, προκειμένου η μετάβαση από το μονοπωλιακό στο ανταγωνιστικό μοντέλο αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας να είναι επιτυχής.

Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ, η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη ανταγωνισμού στους τομείς της παραγωγής και προμήθειας, καθώς η είσοδος νέων επιχειρήσεων στον κλάδο –παρά το έντονο ενδιαφέρον– είτε καθυστερεί είτε δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα.

Αιτία η ύπαρξη εμποδίων εισόδου, που συνδέονται με τις υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις (και την αδυναμία εξεύρεσης χρηματοδότησης), τη διατήρηση της κάθετης διάρθρωσης και τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στον κλάδο, τα απόλυτα κοστολογικά πλεονεκτήματα της ΔΕΗ (τεχνολογική διαφοροποίηση των μονάδων παραγωγής και ευνοϊκή πρόσβαση στις αγορές πρωτογενούς ενέργειας), τη χαμηλή δυναμικότητα των διεθνών διασυνδέσεων και την ανεπάρκεια του θεσμικού πλαισίου.

Άρση των εμποδίων εισόδου, ιδιαίτερα αυτών που συνδέονται με το νομοθετικό πλαίσιο, επιχειρήθηκε με την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του σχετικού νόμου τον Αύγουστο του 2003 και την καθυστερημένη (Μάιος 2005) έγκριση του νέου Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος αποτελεί το σύνολο των κανόνων βάσει των οποίων ο ανεξάρτητος Διαχειριστής του Συστήματος Μεταφοράς λειτουργεί και αναπτύσσει το σύστημα μεταφοράς και την ημερήσια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο νέος κώδικας, σε συνδυασμό με το νέο νόμο με τον οποίο επιτυγχάνεται πλήρης εναρμόνιση του εθνικού νομοθετικού πλαισίου με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό αναμένεται -υπό προϋποθέσεις- να συμβάλει στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Η εγχώρια τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε από 23.833 GWh το 1985 σε 48.595 GWh το 2003, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 4% την περίοδο 1985-2003. Η συνολική τελική κατανάλωση το 2003 κατανεμήθηκε μεταξύ του οικιακού τομέα (33,8%), του τομέα εμπορίου & υπηρεσιών (30,8%), της βιομηχανίας (29,1%), του αγροτικού τομέα (5,7%) και του τομέα των μεταφορών (0,5%).

Η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας (προ φόρου) για οικιακή χρήση υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής –0,3% την περίοδο 1991-2004. Όμως την τελευταία τριετία παρατηρείται άνοδος των τιμών κατά 3,3% ετησίως, που αντανακλά σε κάποιο βαθμό τη διαφοροποίηση των στόχων της τιμολογιακής πολιτικής πριν και μετά την απελευθέρωση της αγοράς.

Ανάλογη εξέλιξη καταγράφουν και οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για βιομηχανική χρήση, όμως και στις δύο περιπτώσεις, αν ληφθεί υπόψη η μεταβολή του γενικού επιπέδου τιμών, προκύπτει ότι σε πραγματικούς όρους οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας υποχώρησαν την υπό εξέταση περίοδο σημαντικά.

Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας είναι χαμηλότερες συγκριτικά με το μέσο όρο των τιμών στην ΕΕ–15. Η μέση τιμή για οικιακή χρήση είναι κατά 40% υψηλότερη στην ΕΕ–15 απ’ ό,τι στην Ελλάδα, ενώ η μέση τιμή για βιομηχανική χρήση το 2004 ήταν μόλις 1% υψηλότερη στην ΕΕ–15.

Ένα από τα σημαντικά προβλήματα του εγχώριου ηλεκτρικού συστήματος είναι η διασφάλιση επαρκούς ισχύος παραγωγής προκειμένου να ικανοποιείται σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα τελευταία χρόνια η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στη συντήρηση του συστήματος μεταφοράς και στη δημιουργία νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση του περιθωρίου ασφαλείας του συστήματος.

Το πρόβλημα επιδεινώνεται από την ανισορροπία του εγχώριου ηλεκτρικού συστήματος μεταξύ Βορρά – Νότου -η πλειονότητα εγκατεστημένης ισχύος βρίσκεται στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ τα βασικά κέντρα κατανάλωσης στη Νότια- την περιορισμένη χωρητικότητα των διεθνών διασυνδέσεων με τα ηλεκτρικά δίκτυα των γειτονικών χωρών και τη σχετικά απομονωμένη γεωγραφική θέση της χώρας σε σχέση με τα ηλεκτρικά δίκτυα της κεντρικής Ευρώπης.

Η θέση της ΔΕΗ

Στο εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα δεσπόζει η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), η οποία κατέχει το σύνολο σχεδόν της εγκατεστημένης ισχύος των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και το 2004 παρήγαγε το 96% περίπου της συνολικής εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Συγχρόνως, η ΔΕΗ έχει στην ιδιοκτησία της το εγχώριο σύστημα μεταφοράς και το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

Η συνολική καθαρή εγκατεστημένη ισχύς των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ανήλθε το 2003 σε 12.057 MW.

Από αυτή το 71% κατείχαν οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί, παράγοντας το 91,9% από τις 54.608 GWh καθαρής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το ίδιο έτος, το 26% οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί με συμμετοχή 9,8% στη συνολική καθαρή παραγωγή και το υπόλοιπο 3% οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με συμμετοχή 1,9% στη συνολική καθαρή παραγωγή.

Οι λιγνιτικοί σταθμοί παραγωγής διατήρησαν την περίοδο 1985-2003 το σημαντικό ρόλο τους στην ηλεκτροπαραγωγή, σε αντίθεση με τους πετρελαϊκούς σταθμούς, η συμμετοχή των οποίων στη συνολική καθαρή παραγωγή υποχώρησε.

Παράλληλα, όμως, ενισχύθηκε με έντονους ρυθμούς η συμβολή των σταθμών φυσικού αερίου στη συνολική καθαρή παραγωγή, όπως και η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οποία, ωστόσο, παραμένει ακόμα σε χαμηλό επίπεδο. Οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί παρά το μεγάλο μέγεθος ισχύος που διαθέτουν χρησιμοποιούνται κυρίως για την κάλυψη φορτίων αιχμής.

Η αναγκαία προσθήκη καθαρής διαθέσιμης ισχύος –προκειμένου να διασφαλιστεί το περιθώριο ασφαλείας του ηλεκτρικού συστήματος– εκτιμήθηκε σε 1.950 MW περίπου μέχρι και το 2010, μέγεθος που αντιστοιχεί σε 327 περίπου MW πρόσθετης ισχύος κατ’ έτος την περίοδο 2005 έως 2010 και σε αύξηση κατά 18% σε σχέση με την καθαρή διαθέσιμη ισχύ του συστήματος το 2004.

Ωστόσο, η βελτίωση (αύξηση) του συντελεστή φορτίου του συστήματος από τα σημερινά επίπεδα (μέσω π.χ. εφαρμογής μέτρων διαχείρισης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας) μπορεί να μειώσει την αναγκαία προσθήκη ισχύος μέχρι και το 2010 σε 1.380 MW περίπου.

Οι καθυστερήσεις προσθήκης ισχύος στο σύστημα είναι ιδιαίτερα πιθανό να προκαλέσουν σοβαρό πρόβλημα επάρκειας ηλεκτρικής ενέργειας στο άμεσο μέλλον.

Συγχρόνως, όμως, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εφαρμογή μέτρων διαχείρισης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας με κατάλληλη στοχοθέτηση, τα οποία μπορεί να αποδειχθούν πιο αποτελεσματικά, δεδομένου ότι το έλλειμμα φορτίων αιχμής αφορά σε ελάχιστες ώρες το χρόνο.

Με τη συστηματική προώθηση τέτοιων μέτρων θα αποφευχθεί η πραγματοποίηση αντιοικονομικών επενδύσεων σε μονάδες που θα λειτουργούν μόνο λίγες ώρες το χρόνο. Επιπλέον, η είσοδος νέων επιχειρήσεων θα συμβάλει μεσοπρόθεσμα στην αύξηση της επάρκειας ισχύος και της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού.

Σημαντικές πρωτοβουλίες απαιτούνται για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Οι διεθνείς περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της χώρας μας και η επίτευξη των στόχων της Οδηγίας 2001/77/ΕΚ σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη διεύρυνση της συμμετοχής τους στο εγχώριο ενεργειακό ισοζύγιο καθιστούν αναγκαία την προώθηση των επενδύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή μέσω ανανεώσιμων πηγών.

Τα προβλήματα του τομέα των ΑΠΕ, που συνοψίζονται στις χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης αδειών εγκατάστασης, στην περιορισμένη δυνατότητα απορρόφησης της παραγωγής ΑΠΕ από τα υφιστάμενα δίκτυα και στην έλλειψη κτηματολογίου και γενικότερου χωροταξικού σχεδιασμού, είναι γνωστά στους αρμόδιους φορείς και σύμφωνα με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης καταβάλλονται προσπάθειες προκειμένου να επιλυθούν σύντομα.

Η επίλυσή τους θα ενισχύσει την παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και θα οδηγήσει στη μερική απεξάρτηση από τη ρυπογόνο παραγωγή στους λιγνιτικούς και πετρελαϊκούς σταθμούς και στην ταχύτερη επίτευξη των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων της χώρας μας.

Θετικές εξελίξεις για την αγορά αποτελούν:

• Η λειτουργία η μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της θυγατρικής εταιρείας των ΕΛΠΕ (Ενεργειακή Θεσσαλονίκης Α.Ε.) στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, συνολικής ισχύος 390 MW (τέλος 2005).

• Η απελευθέρωση και η ανάπτυξη ανταγωνισμού στην αγορά φυσικού αερίου θα επιτρέψει στις νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής να προμηθεύονται φυσικό αέριο από εναλλακτικούς (πέραν της ΔΕΠΑ Α.Ε.) προμηθευτές, γεγονός που μπορεί να διευκολύνει τη μείωση του κόστους παραγωγής και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά τους.

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ το ενδιαφέρον για επενδύσεις στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας είναι μεγάλο και δεν πρέπει να αποκλειστεί η συνεργασία επιχειρήσεων οι οποίες θα εισέλθουν στον κλάδο με μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που θα προσφέρουν την κεφαλαιακή επάρκεια και την τεχνογνωσία τους στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

Η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κατανάλωση και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας των κρατών-μελών κινήθηκαν ανοδικά, όπως και η εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής.

Η υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση παρατηρείται στις σκανδιναβικές χώρες, ενώ η χαμηλότερη στις μεσογειακές. Ο βιομηχανικός τομέας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ακολουθούν ο οικιακός τομέας και ο τομέας του εμπορίου και των υπηρεσιών.

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζεται κατά κύριο λόγο στους θερμικούς και πυρηνικούς σταθμούς. Μικρότερη συμμετοχή στην παραγωγή έχουν οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο Ε.Ε. επήλθαν ουσιαστικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Τα σημαντικότερα σημεία των θεσμικών αλλαγών αφορούν: (α) την επιτάχυνση της διαδικασίας εισαγωγής του ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές και τη δημιουργία μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, (β) τον καθορισμό κανόνων για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας και (γ) την ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Πλήρης ανταγωνισμός έχει επιτευχθεί μόνο σε τέσσερα κράτη-μέλη (Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία, Φινλανδία και Δανία), ενώ καλώς ανεπτυγμένος είναι ο ανταγωνισμός σε άλλα δύο (Αυστρία και Ολλανδία).

Σε ορισμένα κράτη έχει συντελεστεί κάποια πρόοδος, όμως ιδιαίτερα στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στα νεοεισερχόμενα κράτη έχουν γίνει μόνο ορισμένα αρχικά βήματα, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να μη λειτουργεί.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v