Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Εθνική: Ανω του 3% η ανάπτυξη το 2005-2006

Η ελληνική οικονομία, μετά από πέντε χρόνια εξαιρετικών επιδόσεων, με μέσο όρο ανάπτυξης 4,5% ετησίως, αναμένεται να επιβραδύνει το ρυθμό της στα δύο επόμενα χρόνια, διατηρώντας όμως έναν σχετικά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης άνω του 3%, επισημαίνεται σε ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας.

Εθνική: Ανω του 3% η ανάπτυξη το 2005-2006
Η ελληνική οικονομία, μετά από πέντε χρόνια εξαιρετικών επιδόσεων, με μέσο όρο ανάπτυξης 4,5% ετησίως, αναμένεται να επιβραδύνει το ρυθμό της στα δύο επόμενα χρόνια, διατηρώντας όμως έναν σχετικά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης άνω του 3%, επισημαίνει σε αναλυσή της η Γενική Διεύθυνση στρατηγικής και οικονομικής ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.

Συγκεκριμένα, η ανάκαμψη των εξαγωγών το 2005 και η βελτίωση των επενδύσεων το 2006 σε συνδυασμό με τη διατηρούμενη δυναμική της κατανάλωσης θα ωθήσουν το ΑΕΠ κοντά στο 3,5% το 2005 και 3,2% το 2006.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η απόδοση της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα θα εξαρτηθεί από τη δημοσιονομική κατάσταση, η οποία στοχεύει στη μείωση του δημόσιου χρέους και στις διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες στοχεύουν στην αυξημένη ευελιξία της οικονομίας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Η εσωτερική ζήτηση, μετά από πολλά χρόνια συνεχούς στήριξης της ανάπτυξης, άρχισε να εξασθενεί το 2005. Πράγματι, η ιδιωτική κατανάλωση μετά από δύο έτη με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4,5% κατά μέσο όρο, αυξήθηκε κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2005 κατά 3,9% ετησίως.

Η κύρια αιτία της επιβράδυνσης είναι ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών δέχθηκε πτωτικές πιέσεις, καθώς οι αυξήσεις των μισθών το 2005 κυμάνθηκαν στο 1,8% σε πραγματικούς όρους, σε σύγκριση με 4,5% το 2004, με τη μεγαλύτερη προσαρμογή στους μισθούς του δημόσιου τομέα.

Επιπλέον ανασταλτικοί παράγοντες ήταν η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική καθώς και ο υψηλός πληθωρισμός λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου. Συνολικά, αναμένουμε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος της τάξης του 3-3,5% το 2005 σε πραγματικούς όρους σε σχέση με 6% το 2004.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η κατανάλωση ενισχύθηκε από τη δυναμική του πλούτου των νοικοκυριών, ο οποίος καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα ακίνητα. Οι πρώτες ενδείξεις για το 2005 υποδεικνύουν άνοδο των ονομαστικών τιμών των ακινήτων κατά 5%, γεγονός ενθαρρυντικό για τη κατανάλωση. Επίσης, η κατανάλωση στηρίχθηκε και από τα ιδιαιτέρως χαμηλά πραγματικά επιτόκια, που οδήγησαν σε μεγάλη άνοδο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων.

Ωστόσο, ο παράγοντας-κλειδί που επιβράδυνε την ανάπτυξη είναι η αδύναμη επενδυτική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευάλωτες στο μετα-ολυμπιακό οικονομικό περιβάλλον καθώς μειώνονται κατά 2,2% ετησίως το εννεάμηνο, για πρώτη φορά από το 1994. Ο κατασκευαστικός κλάδος αποτελεί την κύρια αιτία πτώσης των επενδύσεων και, πιο συγκεκριμένα, ο δημόσιος κατασκευαστικός κλάδος, καθώς αναμένεται να παρουσιάσει πτώση της τάξης του 20% φέτος, λόγω της ολοκλήρωσης των ολυμπιακών έργων.

Οι επιχειρηματικές επενδύσεις, αν και έχουν εξασθενήσει σε σχέση με το 2004, παραμένουν ο πιο δυναμικός παράγοντας των επενδύσεων του 2005 υποστηριζόμενες από τις πρόσφατες φορολογικές μεταρρυθμίσεις και τη διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους. Συγκεκριμένα, παρά τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, το κόστος εργασίας υπολογίζεται να έχει αυξηθεί κατά μόνο 2,7% το 2005 σε σύγκριση με 4,5% το 2004.

Ο εξωτερικός τομέας, δρα ενισχυτικά για την ανάπτυξη το 2005, μετά από τρία χρόνια αρνητικών επιδόσεων, καθώς οι καθαρές εξαγωγές συνέβαλαν κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2005.

Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική ναυτιλία εμφανίζεται δυναμική, καθώς οι ναύλοι παραμένουν υψηλότερα από το μέσο όρο των τελευταίων 7 χρόνων, παρά την πρόσφατη πτωτική διόρθωση και οι εισαγωγές από την Κίνα συνεχίζουν να ωθούν τη ζήτηση πλοίων. Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα από μεταφορές αυξήθηκαν κατά 8,6% ετησίως το πρώτο οκτάμηνο του 2005, φθάνοντας στα 5,4 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό 4,5% του ΑΕΠ.

Παράλληλα, οι αρχικές ενδείξεις υποδηλώνουν ότι ο ελληνικός τουρισμός ανακάμπτει, μετά από αρκετά χρόνια απογοητευτικών επιδόσεων, υποβοηθούμενος από τον αντίκτυπο της επιτυχημένης διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και από τη βελτίωση των συγκοινωνιακών έργων υποδομής, την αναβάθμιση των τουριστικών καταλυμάτων και την επιτυχημένη διαφημιστική καμπάνια.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις μας, αναμένουμε να έχουν αυξηθεί οι αφίξεις των τουριστών κατά 8% το 2005 μετά από πτώση 3% συνολικά κατά τα τελευταία 3 χρόνια και η αύξηση από τα τουριστικά έσοδα αναμένεται να συμβάλει κατά 0,4 ποσοστιαίας μονάδας στην ανάπτυξη.

Επιπλέον, οι εξαγωγές των αγαθών βελτιώθηκαν κατά 12,4% σε τρέχουσες τιμές στο πρώτο οκτάμηνο του 2005 σε σχέση με το ίδιο διάστημα το 2004. Ενθαρρυντικό κρίνεται το γεγονός ότι το ποσοστό των εξαγωγών εμφανίζεται αυξημένο στις απαιτητικές αγορές των χωρών της ευρωζώνης (από 35,2% το 2002, στο 45,5% το 2005). Παράλληλα, οι εισαγωγές εμφανίζουν αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης κατά το πρώτο εννεάμηνο (-1,2 % ετησίως). Η εξέλιξη αυτή όμως μπορεί να θεωρηθεί διορθωτική μετά την εξαιρετική περυσινή επίδοση, η οποία οφείλοταν σε μεγάλο βαθμό στην έντονη εξάρτηση των δημοσίων επενδύσεων από εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά κατά την Ολυμπιακή χρονιά.

Η ισχυρή εσωτερική ζήτηση στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρωζώνη δημιουργεί διογκωμένες πληθωριστικές πιέσεις, με τη μέση διαφορά των πληθωρισμών να διευρύνεται κατά προσέγγιση στις 1½ ποσοστιαίες μονάδες και σταδιακά να πλήττει την ανταγωνιστικότητα.

Αναλυτικότερα, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 3,8% το τρίτο τρίμηνο του 2005, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών του πετρελαίου. Αντιθέτως, ο δομικός πληθωρισμός παρότι παραμένει υψηλός (3%) εμφανίζεται να χάνει τη δυναμική του, γεγονός που κυρίως οφείλεται στο μειωμένο κόστος εργασίας καθώς και την απορρόφηση της αύξησης του ΦΠΑ κατά μία εκατοστιαία μονάδα από τις επιχειρήσεις.

Η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, κατά τη διετία 2003-2004, επηρεάστηκε αρνητικά από τις δαπάνες λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και από τη προεκλογική περίοδο, έχοντας ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης από 5,7% του ΑΕΠ του 2003 στο 6,6% του ΑΕΠ το 2004. Με την κυβέρνηση να στοχεύει στη μείωση του ελλείμματος σε ποσοστό 3,6% του ΑΕΠ για το 2005, στους πρώτους εννιά μήνες του έτους, οι πρωτογενείς δαπάνες εξελίσσονται εντός προϋπολογισμού, ενώ τα συνολικά έσοδα υστερούν έναντι του στόχου του προϋπολογισμού, με το έλλειμμα να εντοπίζεται στην είσπραξη του ΦΠΑ, κυρίως λόγω φοροδιαφυγής.

Η μείωση του ελλείμματος θα επιτευχθεί με τη χρήση τιτλοποιήσεων απλήρωτων φορολογικών χρεών (περίπου 1% του ΑΕΠ). Περαιτέρω, το 2006 η κυβέρνηση σκοπεύει να μειώσει το έλλειμμα σε ποσοστό 2,6% του ΑΕΠ, κυρίως μέσω περικοπών στις πρωτογενείς δαπάνες, μεταξύ άλλων, και χαμηλών μισθολογικών αυξήσεων καθώς και μείωσης στην πληρωμή των τόκων.

Το 2006, η ανάπτυξη θα συνεχίσει με ισχυρούς ρυθμούς. Η ιδιωτική κατανάλωση αν και επιβραδυνόμενη αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρή, τροφοδοτούμενη κυρίως από τις εξελίξεις στον πλούτο των νοικοκυριών και την υγιή πιστωτική επέκταση, και να κυμανθεί σε επίπεδο 3,1% το 2006 (κοντά στο μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας). Οι επιχειρηματικές επενδύσεις αναμένεται να ευνοηθούν από τις περιορισμένες αυξήσεις στη μονάδα κόστους εργασίας, καθώς επίσης και οι επενδύσεις σε κατοικίες αναμένεται να ανακάμψουν το 2006.

Τέλος, ο εξωτερικός τομέας προβλέπουμε ότι θα παραμείνει ευάλωτος στον ανταγωνισμό, παρά τη θετική επίδραση της ναυτιλίας και του τουρισμού, καθώς οι καθαρές εξαγωγές το 2006 αναμένεται να μειώσουν την ανάπτυξη κατά 0,1 εκατοστιαίας μονάδας, με τις εισαγωγές να αυξάνονται με πιο φυσιολογικούς ρυθμούς. Συνολικά, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικές για το 2006 με την ανάπτυξη να κυμαίνεται στο 3,2% επιβραδυνόμενη από τo προβλεπόμενο 3,5% για φέτος.

Η απασχόληση αναμένεται να επανέλθει σταδιακά σε ρυθμό 1,5% και να μειώσει την ανεργία σε ποσοστό κοντά στο 9%. Ο πληθωρισμός θα πέσει στο 3,2% το 2006, ενώ ο δομικός πληθωρισμός θα παραμείνει κοντά στο 2,9% καθώς το κόστος εργασίας θα παραμείνει σε χαμηλό επίπεδο και η μετακύλιση των τιμών του πετρελαίου στους καταναλωτές θα είναι περιορισμένη.

Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να ανακόψουν τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης είναι το διεθνές αρνητικό οικονομικό περιβάλλον, καθώς και μια πιο επιθετική δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο, για να διατηρηθεί ισχυρή η ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα -- με την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων και απασχόλησης -- είναι απαραίτητο να προωθηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές όπως η εξυγίανση του φορολογικού συστήματος, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά την ευελιξία στην αγορά εργασίας και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς και ταχύτερες ιδιωτικοποιήσεις.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v