Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Stratfor:To Monti effect & τα αγκάθια της Ιταλίας

Μετά από ένα ταραχώδες 2011, η Ιταλία ανέκτησε κάποια οικονομική σταθερότητα όταν ανέλαβε την εξουσία η τεχνοκρατική κυβέρνηση Monti. Το πρόβλημα της ανεργίας, οι εκλογές και η σύγκριση με την Ελλάδα.

Stratfor:To Monti effect & τα αγκάθια της Ιταλίας
Μετά από ένα ταραχώδες 2011, η Ιταλία ανέκτησε κάποια οικονομική σταθερότητα όταν τα ηνία της εξουσίας πέρασαν στην τεχνοκρατική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Mario Monti.

Η κυβέρνηση του Monti εισήγαγε μια σειρά ταχέων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που, σε συνδυασμό με την αγορά κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έβγαλε προσωρινά την Ιταλία από το επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης. Η κυβέρνηση επωφελείται επίσης από ένα πολιτικό περιβάλλον στο οποίο τα κύρια κόμματα θέλουν να διατηρήσουν το status quo. Ωστόσο, η Ιταλία αντιμετωπίζει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα, που δεν έχουν επιλυθεί. Η βραδεία οικονομική ανάπτυξη, το τεράστιο δημόσιο χρέος, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής και οι παράνομες δραστηριότητες υπονομεύουν τις πιθανότητες να βγει από την τρέχουσα κρίση.

Η κατάσταση της οικονομίας

Ο διορισμός του Monti στη θέση του πρωθυπουργού τον Νοέμβριο του 2011 και η παρέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων άμβλυναν τις πιέσεις στην ιταλική οικονομία. Κατά τις πρώτες 100 ημέρες της εξουσίας της, η κυβέρνηση του Monti εισήγαγε φορολογικά μέτρα και περικοπές δαπανών ύψους 30,4 δισ. ευρώ, που αντιπροσώπευαν το 3,25% του ΑΕΠ της Ιταλίας. Παράλληλα, προχώρησε στην απελευθέρωση πολλών κλάδων της οικονομίας και υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας με στόχο να ενθαρρύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Τα άμεσα αποτελέσματα των μέτρων που έλαβε ο Monti (και της βοήθειας της ΕΚΤ) ήταν θετικά. Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας μειώθηκε στο 5% περίπου στις αρχές Μαρτίου από το ιστορικό υψηλό του 8% περίπου τον Νοέμβριο, ενώ το spread έναντι των γερμανικών bunds έχει υποχωρήσει σε λιγότερο από 3,2 ποσοστιαίες μονάδες (το χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο) από το υψηλό των 5,5 ποσοστιαίων μονάδων.

Αν και το “Monti effect” βελτίωσε τη βραχυπρόθεσμη κατάσταση της Ιταλίας, δεν θα είναι αρκετό για να επιλύσει τα μακροπρόθεσμα προβλήματα της χώρας. Η βασική δυσκολία για την Ιταλία είναι ότι η οικονομία της δεν αναπτύσσεται αρκετά. Ακόμα και πριν από την οικονομική κρίση, ο ρυθμός ανάπτυξης της ιταλικής οικονομίας ήταν από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη. Από το 2001, η χώρα έχει περάσει τέσσερις περιόδους ύφεσης, και το ΑΕΠ αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 2,2% φέτος, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Χωρίς βιώσιμη ανάπτυξη, θα δυσκολευτεί πολύ να μειώσει το δημόσιο χρέος της, το οποίο πλέον ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ. Η ιταλική οικονομία θα πρέπει να σημειώνει ρυθμό ανάπτυξης κατά μέσο όρο υψηλότερο του 1% ετησίως και να διατηρεί πλεόνασμα σχεδόν 6% για να μειώσει το χρέος της την επόμενη δεκαετία, όμως αυτό είναι ιδιαίτερα απίθανο, δεδομένου ότι από το 2001 έως το 2010 η Ιταλία εμφάνισε μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 0,41% ετησίως.

Η προοπτική της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης περιορίζεται και από τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας. Το 20% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών, όμως μόλις το 13,5% είναι ηλικίας κάτω των 14 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2010. Αυτό σημαίνει πως τις επόμενες δεκαετίες η Ιταλία θα έχει λιγότερους ανθρώπους που θα εισέρχονται στην αγορά εργασίας και θα δημιουργούν φορολογήσιμα έσοδα, την ώρα όπου το λιγότερο οικονομικά ενεργό κομμάτι του πληθυσμού θα αυξάνεται.

Η Ιταλία είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος δανειολήπτης παγκοσμίως και με το κρατικό χρέος να αγγίζει τα 2 τρισ. ευρώ είναι ευάλωτη στην υποχώρηση της οικονομικής ανάπτυξης και στις αυξήσεις των επιτοκίων της αγοράς. Εάν η χώρα έχανε την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου, ούτε τα συνδυασμένα κεφάλαια του ESM και του EFSF θα επαρκούσαν για να διασωθεί

Πλήγμα δέχονται και οι τράπεζες. Τον Φεβρουάριο, η Standard & Poor’s έδωσε στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα αρνητικό outlook, αναμένοντας ισχνή κερδοφορία τα επόμενα χρόνια, ενώ το επιτόκιο που πληρώνουν για τις βασικές τραπεζικές τους εργασίες δημιουργεί προβλήματα στην ανταπόκριση στο κόστος κεφαλαίου.

Τον ίδιο μήνα, έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας προειδοποιούσε για τον κίνδυνο πιστωτικής συρρίκνωσης καθώς οι Ιταλοί δανειοδότες αυστηροποιούσαν τις προϋποθέσεις για χορήγηση δανείων τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά. Ωστόσο, ο ιδιωτικός τομέας της Ιταλίας έχει ένα μέτριο χρέος, ύψους 128% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος των νοικοκυριών υπολογίζεται στο 45% του ΑΕΠ, ποσοστό συγκριτικά χαμηλότερο από αυτό των άλλων προβληματικών χωρών. Επιπλέον, ο οικονομικός πλούτος των ιταλικών νοικοκυριών είναι περίπου διπλάσιος του ΑΕΠ, γεγονός που διασφαλίζει την πιστοληπτική τους ικανότητα στην περίπτωση όπου αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες.

Το μέγεθος της ανεπίσημης οικονομίας της Ιταλίας δημιουργεί άλλα προβλήματα. Σύμφωνα με μελέτη της Ιταλικής Ένωσης Εργαζομένων (Italian Labor Union), το 2010, τα έσοδα από την παράνομη εργασία αντιστοιχούσαν στο 10% του ΑΕΠ. Οι παράνομοι εργαζόμενοι αντιπροσώπευαν το 13% του απασχολούμενου πληθυσμού στον Βορά, στο 15% στην κεντρική Ιταλία και στο 21% στον Νότο. Το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της χώρας εκτιμούσε πως η αξία της ανεπίσημης οικονομίας ανέρχεται σε 255-275 δισ. ευρώ, ή 16,3-17,5% του ΑΕΠ. Η φοροδιαφυγή ισοδυναμεί με το 8% του ΑΕΠ.

Η πολιτική κατάσταση

Στους τρεις πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του, ο Monti κατάφερε να περάσει ακρετές σημαντικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών δαπανών, των μέτρων οικονομικής απελευθέρωσης και της αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν αμφιλεγόμενες όμως πήραν το πράσινο φως διότι τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας, το PDL και το PD, έχουν κοινούς μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους και θέλουν να διατηρήσουν το status quo. Τα κόμματα θέλουν να διατηρήσουν την παρούσα τεχνοκρατική κυβέρνηση στην εξουσία έως το τέλος της θητείας της, στις αρχές ή στα μέσα του 2013.

Το PDL, το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Silvio Berlusconi, και το PD, του οποίου ηγείται ο Pier Luigi Bersani, θεωρητικά είναι ιδεολογικά αντίθετα, και τάσσονται κατά ορισμένων πολιτικών του Monti. Για παράδειγμα, το PDL έχει επικρίνει ανοιχτά τα σχέδια απελευθέρωσης διότι πλήττουν οικονομικά συμφέροντα που είναι σημαντικά για τη βάση των ψηφοφόρων του κόμματος.

Από την άλλη πλευρά, το PD έχει ασκήσει σκληρή κριτική στις περικοπές δαπανών που έχει προωθήσει ο Monti, διότι υποτίθεται ότι είχαν στόχο να μειώσουν τα επιδόματα των εργαζομένων. Ωστόσο, όταν οι δύο αυτές πολιτικές τέθηκαν προς ψήφιση στη Βουλή, και τα δύο κόμματα στήριξαν την κυβέρνηση και ο Monti κατάφερε να περάσει και τους δύο νόμους με τη στήριξη της ευρείας πλειοψηφίας.

Αυτή η εμφανής αντίφαση μεταξύ των λόγων και των πράξεων των δύο κομμάτων προέρχεται από τους κοινούς βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους τους. Βραχυπρόθεσμα, το PDL και το PD θέλουν μια κυβέρνηση τεχνοκρατών και όχι πολιτική κυβέρνηση, προκειμένου να εγκριθούν οι αμφιλεγόμενες οικονομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ιταλία για να μειώσει τις οικονομικές πιέσεις της.

Είναι πιο εύκολο για τα δύο κόμματα να πουν ότι κάνουν θυσία για το έθνος αν επικεφαλής είναι κάποιος μη κομματικός ηγέτης, που θα μπορεί να απορροφήσει την κοινωνική κριτική. Βοηθά το γεγονός ότι η νυν κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, καθώς έχει τη στήριξη των δύο τρίτων του ιταλικού λαού, σύμφωνα με αρκετές δημοσκοπήσεις. Επιπλέον, πρόσφατη δημοσκόπηση άφησε να εννοηθεί ότι εάν η κυβέρνηση Monti δημιουργούσε πολιτικό κόμμα θα έπαιρνε περισσότερους ψήφους από όσες το PDL ή το PD.

Τα δύο κόμματα μοιράζονται επίσης τον μακροπρόθεσμο στόχο της αναμόρφωσης του εκλογικού νόμου προκειμένου να δημιουργηθεί ένα δικομματικό σύστημα και να εξαλειφθούν τα μικρότερα κόμματα. Ο τελευταίος εκλογικός νόμος, τον οποίον πέρασε ο Berlusconi το 2005, προσπαθούσε να δημιουργήσει ισχυρές κυβερνήσεις δίνοντας επιπλέον έδρες στο κόμμα που θα εξασφάλιζε τις περισσότερες ψήφους στις γενικές εκλογές. Τώρα, το PDL και το PD θέλουν να πάνε ένα βήμα παραπέρα και να μειώσουν την πιθανότητα μικρότερα κόμματα να έχουν πρόσβαση σε κυβερνητικές θέσεις.

Τα θέματα που συζητούν τα κόμματα συμπεριλαμβάνουν και μια πρόταση του Berlusconi η οποία θα έθετε έναν υψηλότερο εκλογικό όριο. Αν και τα κόμματα διαφωνούν στις τεχνικές λεπτομέρειες του νέου νόμου, συμφωνούν στο ότι θα πρέπει να επιβληθεί ένα δικομματικό σύστημα.

Οι εσωτερικές δυσκολίες στα δύο κυρίαρχα κόμματα έρχονται να προστεθούν στην πολυπλοκότητα του ιταλικού πολιτικού σκηνικού. Το PDL, η κυρίαρχη δύναμη στο ιταλικό κοινοβούλιο, περάνει κρίση ταυτότητας μετά την παραίτηση του Berlusconi. Το κόμμα έχει χωριστεί σε δύο στρατόπεδα: από τη μία βρίσκονται αυτοί που συνεχίζουν να στηρίζουν τον Berlusconi και από την άλλη όσοι πιστεύουν ότι το κόμμα πρέπει να βρει έναν νεότερο σε ηλικία ηγέτη. Και υπάρχουν επίσης διαφορές μεταξύ αυτών που θέλουν συνασπισμό με την Ένωση Κέντρου και με αυτούς που θέλουν να αποκατασταθεί ο παραδοσιακός δεσμός με τη Λίγκα του Βορρά.

Από την άλλη πλευρά, και το PD περνάει κρίση ταυτότητας, σε μικρότερο βαθμό βέβαια καθώς οι υποψήφιοι που τάχθηκαν κατά της ηγεσίας του Bersani κέρδισαν τις πρόσφατες τοπικές εκλογές για την ηγεσία του κόμματος. Εν τω μεταξύ, ο Monti επωφελείται από αυτό το μπερδεμένο πολιτικό περιβάλλον. Για όσο το PDL και το PD θέλουν να διατηρήσουν σε λειτουργία το σύστημα, η τεχνοκρατική κυβέρνηση θα παραμείνει στην εξουσία μέχρι το τέλος της θητείας της.

Η κατάσταση της κοινωνίας

Το βασικό κοινωνικό πρόβλημα της Ιταλίας είναι η αυξανόμενη ανεργία, η οποία άγγιξε το επίπεδο-ρεκόρ του 9,2% τον Ιανουάριο. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή στα άτομα ηλικίας 15-24 ετών, όπου η ανεργία έφτασε στο 31,1%. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δύο παράγοντες έχουν περιορίσει τις επιπτώσεις της ανεργίας: η οικογενειακή οικονομία και η παραοικονομία. Στην Ιταλία, η οικογένεια λειτουργεί προστατευτικά σε αυτούς που έχουν χάσει τις δουλειές τους ή παίρνουν χαμηλούς μισθούς.

Είναι σύνηθες φαινόμενο οι Ιταλοί να επιστρέφουν στα πατρικά τους σπίτια όταν χάσουν τη δουλειά τους. Κοστίζει λιγότερο από το να μένουν μόνοι και επιτρέπει σε άνδρες και γυναίκες να έχουν πρόσβαση στις αποταμιεύσεις και στις συντάξεις των γονέων τους. Εν τω μεταξύ, συχνά οι νέοι στην Ιταλία συμφωνούν να εργάζονται με «μαύρα». Οι διάφοροι παράνομοι οργανισμοί της χώρας λειτουργούν επίσης ως σύνδεσμοι για εύρεση τόσο νόμιμης όσο και παράνομης εργασίας.

Η κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει σε μεταρρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης είναι το μέτρο που θα μειώνει το κόστος απόλυσης των εργαζομένων για τις επιχειρήσεις.

Το μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο της Ιταλίας έχει δεσμευτεί να αμυνθεί του Άρθρου 18 της εργατικής νομοθεσίας, το οποίο υιοθετήθηκε το 1970 και υποχρεώνει επιχειρήσεις με περισσότερους από 15 εργαζόμενους να επαναπροσλάβουν εργαζόμενους που αποδείχθηκε ότι αδίκως απολύθηκαν, με πλήρη καταβολή του χαμένου μισθού. Αν και η κυβέρνηση Monti έχει πραγματοποιήσει συνάντηση με τους ηγέτες των εργατικών συνδικάτων, έχει παράλληλα ανακοινώσει τα σχέδιά της για εφαρμογή της μεταρρύθμισης ακόμα και χωρίς τη στήριξή τους.

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είναι η σημαντικότερη κοινωνική και πολιτική πρόκληση που θα έχει να αντιμετωπίσει η ιταλική κυβέρνηση το δεύτερο τρίμηνο του 2012. Εκεί η κυβέρνηση και τα συνδικάτα θα έχουν την ευκαιρία να μετρήσουν τη δύναμη και την επιρροή τους. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2012, η μεγαλύτερη πρόκληση που θα έχει να αντιμετωπίσει ο Monti θα είναι η βελτίωση των επιπέδων απασχόλησης και η απόδειξη της χρησιμότητας των μεταρρυθμίσεων.

Η σύγκριση με την Ελλάδα

Η οικονομική και πολιτική κατάσταση στην Ιταλία και στην Ελλάδα στα τέλη του 2011 ήταν παρόμοια και έθεσε υπό σοβαρή αμφιβολία το μέλλον και των δύο χωρών. Στην Ιταλία, η κυβέρνηση του Berlusconi παρέλυσε από την απώλεια στήριξης στη Βουλή και κάθε πολιτική απόφαση συνοδευόταν από αβεβαιότητα ως προς το πώς και πότε θα έπεφτε η κυβέρνηση.

Στην Ελλάδα, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου έπρεπε να αντιμετωπίσει τις διεθνείς πιέσεις, τη δυσαρέσκεια μέσα στη δική του κυβέρνηση και τις αυξανόμενες κοινωνικές αναταραχές. Η ιδέα του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος αναφορικά με τη διάσωση της Ελλάδας απλώς εξόργισε τόσο τις Βρυξέλλες όσο και τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις. Οι πιέσεις της αγοράς στην Ιταλία και στην Ελλάδα αυξήθηκαν ταυτόχρονα με την πολιτική αστάθεια. Επίσης, στις δύο χώρες, οι κυβερνήσεις αντικαταστάθηκαν από τεχνοκρατικές διοικήσεις.

Σε μεγάλο βαθμό, οι ομοιότητες μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδας τελειώνουν εδώ. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Παπαδήμου συνεχίζει να βλέπει την κοινωνική δυσαρέσκεια και τις πιέσεις της αγοράς, ενώ ο Monti κατάφερε να ηρεμήσει την πολιτική και οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, ο Monti κατάφερε να εγκριθούν μέτρα λιτότητας χωρίς πολλές πολιτικές ή κοινωνικές εντάσεις και με τη στήριξη των κύριων πολιτικών κομμάτων.

Στην Ελλάδα, όμως, τα μέτρα λιτότητας συνοδεύτηκαν από βίαιες διαδηλώσεις και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας απαίτησε πρόωρες εκλογές. Αυτές οι διαφορές προέκυψαν κυρίως διότι η Ελλάδα είχε υποστεί σκληρά μέτρα λιτότητας και κοινωνικές εντάσεις για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι η Ιταλία, καθώς δεχόταν τις πιέσεις από την τρόικα για περισσότερο από ενάμιση χρόνο.

Σε γενικές γραμμές, το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό περιβάλλον είναι πολύ πιο σταθερά στην Ιταλία απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι η Ιταλία είναι πολύ πιο εύπορη χώρα και οικονομικά περισσότερο ενοποιημένη στην Ευρώπη απ’ ό,τι η Ελλάδα. Η ανεργία στην Ιταλία είναι μικρότερο πρόβλημα και η ιταλική οικονομία συρρικνώνεται με βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι η ελληνική. Επίσης, το μέγεθος της οικονομίας της Ιταλίας και ο κίνδυνος που ενέχει μια χρεοκοπία της χώρας για την υπόλοιπη Ευρώπη σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει στη Ρώμη περισσότερη πολιτική στήριξη απ’ όση στην Αθήνα.

Οι προοπτικές

Βραχυπρόθεσμα, η οικονομική και η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία έχουν σταθεροποιηθεί. Η κυβέρνηση Monti είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τελειώσει τη θητεία της στις αρχές - μέσα του 2013. Η πολιτική σταθερότητα στη Ρώμη και η παρέμβαση της ΕΚΤ θα διατηρήσουν τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων σε διατηρήσιμα επίπεδα στο άμεσο μέλλον.

Ωστόσο, οι πολιτικές εντάσεις είναι πιθανόν να αυξηθούν στο δεύτερο ήμισυ του 2012 καθώς θα πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών και τα πολιτικά κόμματα θα αρχίσουν να οριστικοποιούν την εκλογική τους στρατηγική. Τα κυρίαρχα κόμματα, που έχουν στηρίξει μέχρι τώρα την κυβέρνηση, θα αρχίσουν να αισθάνονται την ανάγκη για διαφοροποίηση από την κυβέρνηση (και τα άλλα κόμματα) εν όψει των εκλογών. Υπό αυτήν την έννοια, είναι πιθανόν το momentum των μεταρρυθμίσεων του Monti να επιβραδυνθεί το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και η αυξανόμενη ανεργία ίσως οδηγήσουν σε απεργίες και σε διαδηλώσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2012. Αυτές οι διαδηλώσεις πιθανότατα δεν θα οδηγήσουν σε πρόωρη πτώση της κυβέρνησης Monti, αν και η δημοφιλία της μπορεί να μειωθεί προς τα τέλη του έτους.

Στην Ιταλία, η οικονομική αστάθεια αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συνέπεια της πολιτικής αστάθειας. Ως εκ τούτου, αν και η τρέχουσα πολιτική ηρεμία δημιουργεί κάποια ανακούφιση, τα μακροπρόθεσμα προβλήματα της χώρας παραμένουν άλυτα και η οικονομική αστάθεια μπορεί να επιστρέψει μετά τις εκλογές.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v