Το κλίμα αισιοδοξίας που επικράτησε στο φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός δύσκολα συμφιλιώνεται με τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, γράφει σε άρθρο του στο Ρroject Syndicate ο καθηγητής του Χάρβαρντ Kenneth Rogoff.
Όπως εξηγεί, οπωσδήποτε υπάρχουν λόγοι για συγκρατημένη αισιοδοξία, όπως η στροφή της Κίνας στην πολιτική της για την αντιμετώπιση της Covid, το ενδεχόμενο κύμα «εκδικητικών δαπανών» των καταναλωτών που πέρασαν τα τελευταία τρία χρόνια σε αποκλεισμό και έχουν συγκεντρώσει αποταμιεύσεις τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και οι ελπίδες πως οι Κινέζοι αγοραστές θα μπορέσουν μέσω των δαπανών τους να δώσουν και πάλι ώθηση στην ανάπτυξη και να ανεβάσουν και πάλι την τιμή του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι. Εν τω μεταξύ, η Ινδία συνεχίζει να απολαμβάνει ισχυρή ανάπτυξη, με τη βοήθεια των αγορών ρωσικού πετρελαίου με έκπτωση.
Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι φαίνονται ενθουσιασμένοι από την υπερβολικά αισιόδοξη πρόβλεψη πως η ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα περιέλθει σε ύφεση το 2023, ενώ πολλοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πως οι ΗΠΑ είναι αυτές που κινδυνεύουν περισσότερο με σημαντική ύφεση, αφού η επίδραση των επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων της Fed δεν θα γίνει αισθητή μέχρι το τέλος του έτους.
Θα είχαν εν μέρει δίκιο, αφού οι ΗΠΑ θα χρειαστούν πολλή τύχη για να μειώσουν τον πληθωρισμό στο 2% χωρίς σημαντική ύφεση. Την ίδια ώρα, οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται να φοβούνται ότι οι επιδοτήσεις καθαρής ενέργειας που περιλαμβάνονται στο νόμο των ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού θα αποσπάσουν τις επενδύσεις που χρειάζονται πολύ από την ήπειρο.
Αλλά η όποια οικονομική ανάπτυξη βιώσουν αυτές οι χώρες εξαρτάται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, υπογραμμίζει ο Rogoff, επισημαίνοντας πως χωρίς να διαφαίνεται κάποιο τέλος, ο πόλεμος θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει σοβαρά την παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες διαταραχές.
Ως παράδειγμα φέρνει τα εξής: ας υποθέσουμε ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν εξαντλείται και απελπίζεται αρκετά ώστε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στο πεδίο της μάχης. Σε αυτή την περίπτωση, όλα τα στοιχήματα θα έχουν χαθεί και κατά πάσα βεβαιότητα θα υπάρξει παγκόσμιο κραχ στα χρηματιστήρια.
Πολύ λιγότερο σαφής παραμένει η ενδεχόμενη αντίδραση της Κίνας. Αν ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ καταγγείλει τον Πούτιν για τη χρήση πυρηνικών όπλων, αλλά ταυτόχρονα συνεχίσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και εμπορεύματα, η Δύση θα αναγκαστεί να επιβάλει δευτερογενείς κυρώσεις στις χώρες που επιτρέπουν τη ρωσική πολεμική μηχανή -δηλαδή την Ινδία και την Κίνα.
Αν και είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των σημερινών αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων στην ανάπτυξη, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η αποπαγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να συρρικνώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 7%, ίσως και περισσότερο, αν συνδυαστεί με την τεχνολογική αποσύνδεση. Το ήδη δύσκολο έργο της μετάβασης στο καθαρό μηδέν θα είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί σε μια κατακερματισμένη παγκόσμια οικονομία. Εν τω μεταξύ, οι αμυντικές δαπάνες, που αναμένεται να αυξηθούν κατά τουλάχιστον 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ τα επόμενα δέκα χρόνια, θα αυξηθούν πιθανότατα περαιτέρω. Ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θα ξεκινήσει τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο για την Ουκρανία, ένας δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος, ο οποίος φαίνεται πολύ πιο πιθανός, θα ήταν επίσης απαίσιος, ακόμη και αν εξαιρέσουμε τον αυξανόμενο κίνδυνο περιφερειακών πυρηνικών πολέμων και πυρηνικής τρομοκρατίας. Έτσι, θα χαθεί ένα από τα πρωταρχικά οφέλη της παγκοσμιοποίησης, η διεθνής σταθερότητα, προειδοποιεί ο Rogoff.
Ο ίδιος επισημαίνει πως ενώ είναι κατανοητό πως οι Ουκρανοί δεν θα δειλιάσουν από τις πυρηνικές απειλές του Πούτιν, ωστόσο η αρχική απροθυμία της Γερμανίας να παράσχει στην Ουκρανία σύγχρονα άρματα μάχης υποδηλώνει ότι οι δυτικοί ηγέτες, σε γενικές γραμμές, δεν αισθάνονται άνετα με την προοπτική της άμεσης εμπλοκής του ΝΑΤΟ σε πόλεμο με τη Ρωσία. Εν τω μεταξύ, αν και οι οικονομικές κυρώσεις αποτελούν βασικό μέρος της δυτικής στρατηγικής, θα ήταν εντελώς αφελές να πιστεύει κανείς ότι από μόνες τους θα μπορούσαν να τερματίσουν τον πόλεμο.
Η εισβολή της Ρωσίας προκάλεσε μια πληθωριστική έξαρση που επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, όμως σε αυτή τη φάση μια κλιμάκωση θα έχει πιθανότατα αποπληθωριστικό αποτέλεσμα βραχυπρόθεσμα, καθώς οι καταναλωτές και οι αγορές θα πανικοβληθούν, γράφει ο Rogoff. Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης επίσης δεν φαίνονται ελπιδοφόρες, καθώς η βαλκανοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας πιθανότατα θα επιτείνει την αβεβαιότητα.
Υπάρχει οπωσδήποτε ενδεχόμενο (αν και είναι απίθανο) να καταρρεύσει το καθεστώς Πούτιν και όποιος τον διαδεχθεί να επιδιώξει την ειρήνη. Είναι επίσης πιθανό ότι η Ρωσία θα επιμείνει στο σχέδιό της να επαναποικίσει την Ουκρανία και ότι τελικά θα γίνει η ίδια μια de facto κινεζική οικονομική αποικία. Υπάρχουν πολλά άλλα πιθανά αποτελέσματα, αλλά η πρόωρη επιστροφή στην ειρήνη στην Ευρώπη δεν είναι ακόμη ένα από αυτά. Οι επιχειρηματικοί ηγέτες του κόσμου μπορεί να έχουν ξεχάσει την Ουκρανία, αλλά δεν θα μπορέσουν να την αγνοήσουν, καταλήγει ο Rogoff.