Στη διάσημη ομιλία του για τα 14 Σημεία του 1918, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον παρουσίασε το όραμα του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου, της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, των ανοιχτών συμφωνιών μεταξύ των κυβερνήσεων, χωρίς μυστικές συνθήκες και με στόχο την παγκόσμια ειρήνη. Αλλά οι ΗΠΑ δεν εντάχθηκαν ποτέ στη βραχύβια Κοινωνία των Εθνών, καθώς ο Γουίλσον αντιμετώπισε ισχυρές φωνές από το εσωτερικό της χώρας υπέρ του παρεμβατισμού.
Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1920, οι ΗΠΑ συνέχισαν να απορρίπτουν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που τερμάτισε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια εισήλθαν σε ύφεση. Το όραμα του Γουίλσον απορρίφθηκε ξανά και ξανά τα επόμενα 15 χρόνια, καθώς η χώρα διήλθε παρατεταμένη περίοδο οικονομικού προστατευτισμού, αυξάνοντας τους δασμούς κατά 25% το 1922 και κατά 20% το 1930, πυροδοτώντας έναν εμπορικό πόλεμο με τη Δυτική Ευρώπη.
Σήμερα, η αυξανόμενη εγχώρια υποστήριξη για προστατευτικές πολιτικές περιορίζει για άλλη μια φορά την παγκόσμια εμπορική στρατηγική των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν παρουσίασε πρόσφατα δύο οικονομικές πρωτοβουλίες: το Οικονομικό Πλαίσιο του Ινδο-Ειρηνικού για την Ευημερία (IPEF - το οποίο ανακοινώθηκε στα τέλη Μαΐου) και την Εταιρική Σχέση της Αμερικής για την Οικονομική Ευημερία (ΑΡΕΡ - που ανακοινώθηκε στις αρχές Ιουνίου).
Οι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου επέκριναν και τις δύο συμφωνίες ως πολύ περιοριστικές. Οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, όμως, δεν είναι πια της μόδας στην Ουάσιγκτον. Ένα όλο και πιο πολωμένο πολιτικό περιβάλλον - μαζί με μακροχρόνιες κατηγορίες ότι το εμπόριο έχει καταστρέψει τη βιομηχανική βάση της χώρας - έχει δώσει χώρο για την υποστήριξη προστατευτικών πολιτικών.
Ως εκ τούτου, με τις δύο νέες συμφωνίες ο Μπάιντεν πιθανώς πιστεύει ότι θα ενισχύσει τους δεσμούς και την οικονομική συνεργασία των ΗΠΑ με ξένους εταίρους χωρίς να προκαλέσει σάλο εντός του οίκου του — ακόμη και οι πρόεδροι των ΗΠΑ διστάζουν να λάβουν αποφάσεις που ενδεχομένως εξυπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας τους.
Ο ανταγωνισμός με την Κίνα έφερε ανεργία...
Η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ το 2017 είχε δηλώσει ότι θεωρεί την Κίνα και τη Ρωσία «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις» και ότι «η Κίνα επιδιώκει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού [...] και να αναδιατάξει την περιοχή υπέρ της». Η ωμή γλώσσα Τραμπ επί της ουσίας διαφέρει ελάχιστα από αυτή που χρησιμοποιήθηκε τόσο από τον προκάτοχο, όσο και από τον διάδοχό του. Είναι μια εκτίμηση με την οποία θα συμφωνούσαν οι περισσότεροι στο Καπιτώλιο, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης: Από δυτική σκοπιά, η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική άνοδος της Κίνας μπορεί να αποβεί η μεγαλύτερη απειλή για τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων δυτικής κοπής, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Πριν από την εκλογή Τραμπ, η υπόσχεση για συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών ήταν το κύριο οικονομικό όπλο των ΗΠΑ με στόχο την αντιμετώπιση της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Οι ΗΠΑ παραμένουν και σήμερα η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ενώ πολλές από τις χώρες του Δυτικού Ειρηνικού που "φλερτάρουν" με την Κίνα δεν έχουν συνάψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ — κυρίως μέλη της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Μέσω της Εταιρικής Σχέσης του Ειρηνικού (Trans-Pacific, TPP), οι κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα πρόσφεραν ελεύθερη εμπορική πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ με αντάλλαγμα ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για θέματα που δεν σχετίζονται με τους δασμούς, όπως η ψηφιακή οικονομία ή τα περιβαλλοντικά και εργασιακά πρότυπα. Η ιδέα ήταν ότι οι συμφωνίες βαθέων εμπορικών συναλλαγών θα χρησίμευαν ως ιδεολογικό σχέδιο για πιο εκσυγχρονισμένες εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις μεταξύ χωρών, προσφέροντας εναλλακτική λύση στο μοντέλο της Κίνας και πρόσβαση στην προσοδοφόρα βορειοαμερικανική αγορά ως άγκιστρο για τις ασιατικές χώρες. Αλλά, όπως ακριβώς η εσωτερική πολιτική οδήγησε τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν την Κοινωνία των Εθνών παρόλο που συνέβαλαν στην οικοδόμησή της, αντίστοιχα τις έκανε να εγκατέλειψαν και το TPP λίγο μετά την εκλογή Τραμπ.
Οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών και η οικονομική παγκοσμιοποίηση δεν ευνοούν πολλούς Αμερικανούς τις τελευταίες δεκαετίες για μια σειρά κοινωνικοοικονομικούς λόγους. Οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση μειώθηκαν από 19,5 εκατ. εργαζομένους το 1979 σε 12,6 εκατ. το 2022. Οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση συχνά δεν απαιτούσαν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ωστόσο υπόσχονταν καλές αμοιβές και ευκαιρίες σταδιοδρομίας στις μεσοδυτικές πολιτείες. Αλλά η άφιξη του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου οδήγησε σε μαζική πτώση αυτές τις βιομηχανίες, καθώς οι ΗΠΑ άρχισαν να εισάγουν περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα από χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, η Κίνα και το Μεξικό.
Αυτή η οικονομική αλλαγή ενισχύθηκε από το φθηνό εργατικό δυναμικό στο εξωτερικό και τις τεχνολογικές εξελίξεις που μείωσαν το κόστος αποστολής αγαθών. Οι εμπορικές συμφωνίες, λοιπόν, που υπέγραψαν οι ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990 έγιναν συνώνυμες με την πτώση της αμερικανικής μεταποίησης και την επακόλουθη εξασθένιση του αμερικανικού ονείρου. Καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας που δεν απαιτούν πτυχία είναι όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν τώρα.
Βέβαια, σχεδόν όλες οι έγκριτες οικονομικές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εμπορικές συμφωνίες αύξησαν τον αριθμό των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ. Τα οφέλη, ωστόσο, δεν ήταν καθολικά. Στη λεγόμενη «ζώνη της σκουριάς» (Rust Belt), σε Ιντιάνα, Μίσιγκαν, Οχάιο και Πενσυλβάνια, υπήρξαν μεγάλες δυσκολίες. Οι εταιρείες μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό - απ' την άλλη, πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο, το Ντάλας, το Χιούστον και το Λος Άντζελες αναπτύχθηκαν περαιτέρω.
Εξωτερική εμπορική πολιτική fast track
Στο τρέχον πολιτικό περιβάλλον δεν υπάρχει καμία πιθανότητα το Κογκρέσο να εγκρίνει κάποια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Μπους και Ομπάμα βασίζονταν στην αρχή προώθησης του εμπορίου (ή TPA), όπου το Κογκρέσο εξουσιοδοτούσε προσωρινά τον Λευκό Οίκο να διαπραγματευτεί fast track συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, oύτως ώστε να μην μπλοκαριστούν από μικρές μειοψηφίες στη Γερουσία. Το TPA έληξε τον Ιούλιο του 2021 και η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αντίστοιχο μηχανισμό. Για να υπογραφεί μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που μειώνει τους δασμούς, θα πρέπει το Κογκρέσο να εγκρίνει εκ νέου το TPA ή ο Λευκός Οίκος να υποβάλει το σχέδιο σ' ένα Κογκρέσο με εκτεταμένες εξουσίες τροποποιήσεων. Ενδεικτικά, μόνο η μικρή συμφωνία με την Ιορδανία έχει εγκριθεί χωρίς TPA.
Το TPA βασίστηκε στην αντίληψη ότι ο πρόεδρος χρειάζεται περισσότερη ελευθερία στην εμπορική πολιτική προκειμένου να υλοποιεί στόχους εξωτερικής πολιτικής, που εμπίπτουν στην εκτελεστική εξουσία. Εξαιρουμένου του Τραμπ, σχεδόν κάθε πρόεδρος στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία στράφηκε με ρεαλισμό υπέρ του ελεύθερου εμπορίου χάρη σε στόχους εξωτερικής πολιτικής.
Ο Μπιλ Κλίντον έκανε πυλώνα της προεδρικής εκστρατείας του το 1992 τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου των χωρών της Βόρειας Αμερικής NAFTA, προς μεγάλη απογοήτευση των εργατικών συνδικάτων. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του προώθησε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, παρά την αντίθεση ορισμένων Δημοκρατικών. Το 2008 ο Ομπάμα έκανε εκστρατεία για την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης της NAFTA υπέρ της προστασίας των εργαζομένων στις ΗΠΑ, αλλά μόλις ανέλαβε την εξουσία αναδιπλώθηκε και, αντί γι' αυτό, έδωσε έμφαση σε διαπραγματεύσεις για την εταιρική σχέση Trans-Pacific, που ξεκίνησαν από τον προκάτοχό του και κατέληξαν στην ουσιαστική αύξηση της πρόσβασης του Μεξικού και του Καναδά στην αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ.
Οι προθέσεις Μπάιντεν να χτίσει συνεργασίες για να εμβαθύνει τους οικονομικούς δεσμούς με άλλες χώρες ευθυγραμμίζονται με την πολιτική Ομπάμα, Μπους, Κλίντον και άλλων παλαιότερων προέδρων. Αλλά, με τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών εκτός ατζέντας, οι δύο πρόσφατες πρωτοβουλίες IPEF και APEP ίσως αντιπροσωπεύουν τον μέγιστο βαθμό οικονομικών συνεργασιών που μπορεί να πιάσει η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση.
Για τις χώρες του IPEF, το πλαίσιο φαίνεται να οριοθετείται από ζητήματα όπως το ψηφιακό εμπόριο και τα περιβαλλοντικά. Αλλά χωρίς χαμηλότερους δασμούς σε χώρες που επιθυμούν φθηνότερη πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ, η προσφορά της κυβέρνησης Μπάιντεν μπορεί να μην είναι αρκετή για να τις πείσει να ξεκινήσουν συνομιλίες ή να προσφέρουν παραχωρήσεις σε επίμαχα ζητήματα, όπως για παράδειγμα η Ινδία αναφορικά με τους κλιματικούς στόχους. Το APEP μπορεί να βρει μεγαλύτερη απήχηση, καθώς αποσκοπεί στην έναρξη διαπραγματεύσεων με χώρες της αμερικανικής ηπείρου, με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν ήδη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Το APEP μπορεί να οικοδομηθεί –εμπορικά και επενδυτικά– πάνω σε ήδη βαθιά οικονομικά θεμέλια μεταξύ ΗΠΑ και λατινοαμερικανικών χωρών, όπως η Χιλή και το Περού.
Πραγματισμός εναντίον Συναλλαγών
Ο Μπάιντεν, ωστόσο, μπορεί να ξεμείνει από χρόνο. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ είναι ο υψηλότερος των τελευταίων 40 ετών, με τις τιμές ρεκόρ στη βενζίνη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί έχουν αρνητική εικόνα για την οικονομία, γεγονός που θα δυσκολέψει το Δημοκρατικό Κόμμα να διατηρήσει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Επιπλέον, ο Μπάιντεν βρίσκεται πίσω από δύο πιθανούς Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους του 2024, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον κυβερνήτη της Φλόριντας Ρον Ντε Σάντις. Εάν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν την παρτίδα, δείχνει απίθανο να φανούν εξίσου ρεαλιστές στη χρήση της εμπορικής πολιτικής για την επίτευξη στόχων εξωτερικής πολιτικής.
Από την άλλη, ακόμα κι αν οι Ρεπουμπλικανοί αποτύχουν να πάρουν την προεδρία ή τον έλεγχο του Κογκρέσου, ο Μπάιντεν εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ισχυρή εσωτερική "δημοκρατική" αντιπολίτευση σε θέματα που σχετίζονται με το εμπόριο. Η προοδευτική πτέρυγα του Κόμματος πιέζει ώστε το κλίμα, τα εργασιακά, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα ζητήματα να αποτελέσουν θεμελιωδέστερο κεφάλαιο στις συνομιλίες με χώρες του εξωτερικού, έναντι παραδοσιακών οικονομικών ζητημάτων όπως οι εισαγωγές, οι εξαγωγές και οι δασμοί. Το Δημοκρατικό Κόμμα προσπαθεί να ξανακερδίσει την υποστήριξη ψηφοφόρων της εργατικής τάξης και των συνδικάτων, που υποστηρίζουν όλο και περισσότερο τους Ρεπουμπλικανούς λόγω της προστατευτικής στάσης του Τραμπ και του ηχηρού μηνύματος ότι το ελεύθερο εμπόριο οδήγησε σε μείωση των θέσεων εργασίας. Η ανάγκη, μάλιστα, ώστε το Δημοκρατικό Κόμμα να προσεγγίσει αυτούς τους ψηφοφόρους θα ενταθεί όσο το πολιτικό περιβάλλον της χώρας πολώνεται. Πολλοί επιλέγουν στρατόπεδο με γνώμονα οικονομικά ζητήματα, αφήνοντας στην άκρη διχαστικές συζητήσεις που αναθερμαίνονται, όπως σε σχέση με με την οπλοκατοχή και τις αμβλώσεις.
Ο Μπάιντεν, φυσικά, δεν θα είναι ο τελευταίος πρόεδρος των ΗΠΑ που θα υπερασπιστεί το ελεύθερο εμπόριο. Αλλά η πολιτική πόλωση μπορεί να καθυστερήσει την έλευση του επόμενου προέδρου που θα το κάνει, θυμίζοντας την εποχή προστατευτισμού της δεκαετίας του 1920 και των αρχών της δεκαετίας του 1930. Κι αυτό γιατί αυτή τη στιγμή οι πολιτικοί κίνδυνοι από την υιοθέτηση μιας ισχυρής προσέγγισης ελεύθερων συναλλαγών στην εξωτερική πολιτική πιθανότατα υπερτερούν των θετικών στοιχείων, αναγκάζοντας και τις δύο παρατάξεις να επενδύσουν στις σχέσεις συναλλαγής με τους ψηφοφόρους, προκειμένου να κερδίσουν ψήφους.
Οι πολιτικές Τραμπ σχετικά με το Ιράν, την Κίνα, τη NAFTA και τη Βενεζουέλα είχαν αναμφισβήτητα στόχο κυρίως να συγκεντρώσει εσωτερική υποστήριξη ενόψει των εκλογών του 2020 εκπληρώνοντας την εξαγγελία «Πρώτα η Αμερική», αντί να προωθήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης. Το ολοένα και πιο πολωμένο πολιτικό περιβάλλον στη χώρα πιθανότατα θα αναγκάσει τους μελλοντικούς προέδρους να πάρουν μαθήματα από τον τέως πρόεδρο, θέλοντας και μη. Η τραυματισμένη εξωτερική πολιτική ενδεχομένως θα υπονομεύσει τόσο την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει την παγκόσμια άνοδο της Κίνας όσο και την παγκόσμια ηγεσία της Ουάσιγκτον σε θέματα όπως το εμπόριο, η κλιματική αλλαγή και οι πολυμερείς συμμαχίες.
Σε παρεμφερή ζητήματα αντιτάσσονταν και οι αντίπαλοι του Γουίλσον, απορρίπτοντας την εξωτερική πολιτική του...