Μπορεί στα πρωτοσέλιδα των media ο μεγάλος εχθρός της Δύσης να είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν και το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου στην Ουκρανία, ωστόσο υπάρχουν άλλα μέτωπα, προς το παρόν πιο υπόγεια, από τα οποία δεν αποκλείεται να κριθεί, αργά ή γρήγορα, η έκβαση ενός πιο σημαντικού πολέμου. Του ανελέητου οικονομικού πολέμου που διεξάγεται εναντίον της Ρωσίας, που έχει όμως πολύ σημαντικές οικονομικές -και πολιτικές- συνέπειες στις κοινωνίες της Δύσης, με επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και τις ΗΠΑ.
Η πρόσφατη άνετη επικράτηση του «πουτινικού» ηγέτη της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς δύναται να θεωρηθεί ως ιδιαιτερότητα, που σε αυτή τη φάση δεν αφορά το «γίγνεσθαι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η συγκεκριμένη χώρα δεν είναι μέλος της, ενώ είναι και η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που υπέστη βομβαρδισμούς από τη Δύση. Ωστόσο η σαρωτική νίκη του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία έστειλε ένα σαφές μήνυμα.
Αν όχι για άλλο λόγο, επειδή κατέστη σαφές στην τελική ευθεία των εκλογών ότι η στενή σχέση του τελευταίου με τον Πούτιν θεωρήθηκε από τους αντιπάλους του, εντός και εκτός συνόρων, ως το πιο ισχυρό όπλο εναντίον του. Όσα κι αν γράψουμε για τους τρόπους με τους οποίους ο απολυταρχικός ηγέτης της Ουγγαρίας χρησιμοποίησε τους μηχανισμούς του κράτους (και τα ελεγχόμενα media) προς όφελος του, το ύψος της διαφοράς του απέναντι στον ευρύτατο συνασπισμό κομμάτων που επιχείρησε να τον εκθρονίσει, δείχνει ότι απολαμβάνει ισχυρού πραγματικού ερείσματος.
Τα αρνητικά σημάδια σε ΗΠΑ και Γαλλία
Και αν μέχρι στιγμής μιλήσαμε για μικρές συγκριτικά χώρες, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι παρά τη «συσπείρωση» που κατά κανόνα επιφέρει η σύγκρουση των ΗΠΑ με έναν παραδοσιακό αντίπαλο όπως η Ρωσία (φαινόμενο γνωστό ως rally around the flag), η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν οδεύει από το κακό στο χειρότερο, έχοντας πέσει στο 40%, σε λιγότερο από δύο χρόνια μετά την ανάληψη του αξιώματος. Κάτι που δημιουργεί ήδη ρίγη ανησυχίας στο Δημοκρατικό κόμμα, αλλά και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενόψει ενδιάμεσων εκλογών σε Γερουσία και Βουλή Aντιπροσώπων τον Νοέμβριο, αλλά και της πιθανότητας επανόδου του Τραμπ (ή κάποιου σαν τον Τραμπ) στον προεδρικό θώκο το 2024.
Τελευταίο κρούσμα αλλά ίσως όχι λιγότερο σημαντικό, η άνοδος της Μαρίν Λεπέν στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, που φαίνεται πλέον να προσδίδει χαρακτηριστικά «ντέρμπι» με ενδεχόμενα απρόοπτα στην απριλιανή διαδικασία των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, που έχει ως φαβορί (με προβλεπόμενο ποσοστό 54% στον δεύτερο γύρο) τον Εμανουέλ Μακρόν.
Η κυρία Λεπέν αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει ταχθεί εναντίον του ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι θα επιχειρήσει έξοδο της Γαλλίας, ενώ παλαιότερα είχε εκφράσει ανοικτά την πολιτική συμπάθειά της στο πρόσωπο του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Μπαράζ εκλογικών αναμετρήσεων το 2022 και 2023
Υπό αυτό το πρίσμα, έχει αξία να προσέξουμε ότι σε αρκετές χώρες της Ευρώπης θα διεξαχθούν σοβαρές εκλογικές αναμετρήσεις το 2022 ή το 2023, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά, στη Γερμανία θα γίνουν τόσο το τρέχον όσο και το επόμενο έτος, εκλογές σε σημαντικά ομόσπονδα κρατίδια, βουλευτικές εκλογές θα γίνουν το 2022 στη Σλοβενία, την Αυστρία, τη Σουηδία τη Λετονία και τη Βοσνία, ενώ η Τσεχία θα έχει εκλογές στη Γερουσία. Ομοίως, το 2023 η Τσεχία θα έχει προεδρικές εκλογές τον Ιανουάριο, η Κύπρος τον Φεβρουάριο, στην Εσθονία θα γίνουν βουλευτικές εκλογές τον Μάρτιο, στη Φινλανδία τον Απρίλιο, στη Δανία και την Ιταλία τον Ιούνιο.
Καθώς οι ελπίδες για γρήγορο τερματισμό των εχθροπραξιών στην Ουκρανία ατονούν ολοένα και περισσότερο, ενώ καθίσταται πιθανότερο ότι οποιαδήποτε διαδικασία ειρήνευσης θα τραβήξει σε μάκρος, εύλογα οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, όπως και οι συνέπειές τους, θα έχουν μεσοπρόθεσμο, αν όχι μακροπρόθεσμο, ορίζοντα.
Παρότι οι συνέπειες είναι βαριές για τη ρωσική οικονομία, αρκετοί αναλυτές δεν παραγνωρίζουν το γεγονός ότι φρόντισε να έχει υψηλό επίπεδο «θωράκισης», αλλά και ότι η κοινωνία της Ρωσίας έχει ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους που της προσδίδουν διαφορετικές «ανοχές», σε σύγκριση με μια τυπική δυτική κοινωνία, ενώ η μορφή του καθεστώτος και η αυξανόμενη αίσθηση «πολιορκίας» από τη Δύση μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο τις διαφορές.
Καλώς ή κακώς, η δυτική μορφή Δημοκρατίας δεν φαίνεται να έχει σε τέτοιες περιπτώσεις το πλεονέκτημα.
Το μεγάλο στοίχημα και ο κίνδυνος του λαϊκισμού
Το μεγάλο στοίχημα λοιπόν για το επόμενο διάστημα είναι αν οι κοινωνίες της Δύσης θα συνεχίζουν να στοιχίζονται στο ενιαίο μέτωπο κατά της Ρωσίας, όπως φαίνεται να συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σήμερα, ή αν η οικονομική δυσπραγία και η «κούραση» που μοιραία επέρχεται απέναντι σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ιδίως όταν δεν αφορά ευκρινώς τα κεντρικά εθνικά συμφέροντα της κάθε χώρας, θα οδηγήσουν σε αρνητικές εξελίξεις.
Ενδεικτικά θα πρέπει να παρατηρηθεί πως αρκετές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ που έχουν κοινά σύνορα με τη Ρωσία, υπερακοντίζουν συνεχώς τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, εκτιμώντας ότι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και απειλούνται ευθέως από τις εξελίξεις, αντίθετα π.χ. με την Ιταλία.
Οι αρνητικές εξελίξεις μπορεί να εκδηλωθούν είτε με σταδιακή διάρρηξη του ενιαίου μετώπου, προκειμένου να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος από κάποιες κυβερνήσεις, είτε και με πολιτικές αλλαγές που θα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.
Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, τόσο στη Δύση όσο και στον κόσμο, καταδικάζουν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν εγγυάται ότι αντίστοιχα ποσοστά αποδοχής θα έχει και η ανάληψη σημαντικού κόστους από τους πολίτες, προκειμένου να συνεχιστεί επί μακρόν η σθεναρή στάση της Δύσης απέναντι στη Ρωσία.
Για να είμαστε δε πιο ακριβείς, από τα μέχρι τώρα δημοσκοπικά αποτελέσματα, είτε αυτό αφορά την Ελλάδα είτε τις ΗΠΑ, που είναι και ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του αντιρωσικού μετώπου, διαφαίνεται ότι η πλειονότητα των πολιτών αρνείται να στείλει τον λογαριασμό της ακρίβειας και του καλπάζοντος πληθωρισμού στον… Πούτιν.
Τον χρεώνει στις κυβερνήσεις του κι αυτό, όσο κι αν είναι εύλογο για τους πολιτικούς μελετητές, δεν παύει να είναι πολιτικά και κοινωνικά εξαιρετικά επικίνδυνο. Διότι σε τέτοιες περιόδους, ο λαϊκισμός καιροφυλακτεί πίσω από την επόμενη γωνία.