Προ ημερών η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας ανακοίνωσε μια αιφνιδιαστική αύξηση των επιτοκίων σε μια προσπάθεια να ανακόψει την υποτίμηση του νομίσματος πριν εξελιχθεί σε μια ευρύτερη τραπεζική κρίση ή μια κρίση εξωτερικού χρέους.
Η σταθερή υποχώρηση της λίρας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα οικονομικών ανισορροπιών οι οποίες εν μέρει επιταχύνονται από τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια, ένα κατασκευαστικό μπουμ που χρηματοδοτήθηκε με δάνεια και τις μεγάλες ανάγκες για εξωτερική χρηματοδότηση. Την κατάσταση επιτείνει η έλλειψη αξιοπιστίας της Κεντρικής Τράπεζας και τα σχεδόν εξαντλημένα αποθέματα ξένου συναλλάγματος.
Η Τουρκία βιώνει τη δεύτερη νομισματική κρίση τα τελευταία δυο χρόνια. Σε αντίθεση με προηγούμενα επεισόδια, όμως, τα αποθέματα σε ξένο νόμισμα είναι τώρα εξαντλημένα και οι εξαγωγές δεν αντέδρασαν παρά την υποτίμηση του νομίσματος.
Η στροφή στη νομισματική πολιτική της Αγκυρας ήταν πιθανότατα απαραίτητη για να σπάσει το σερί των ιστορικών χαμηλών της λίρας (σ.σ. στόχος που δεν επιτεύχθηκε καθώς συνεχίστηκαν τα ιστορικά χαμηλά στην ισοτιμία έναντι του δολαρίου), δεδομένου ότι η οικονομία της Τουρκίας είναι μεταξύ των πιο ευάλωτων στις τάξεις των αναδυόμενων.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, αυτά του Ιουλίου, δείχνουν ότι τα καθαρά αποθέματα της χώρας ήταν αρνητικά, στα -38 δισ. δολάρια, με τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες εξωτερικού (το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συν το εξωτερικό χρέος που λήγει τους επόμενους δώδεκα μήνες) να ισοδυναμούν σε πάνω από το 25% του ΑΕΠ (ή πάνω από 200 δισ. δολάρια).
Η διάθεση των διεθνών επενδυτών να χρηματοδοτήσουν αυτές τις ανάγκες έχει μειωθεί κατακόρυφα εξαιτίας της ανορθόδοξης νομισματικής πολιτικής της Αγκυρας η οποία έχει ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια σε σχέση με τον πληθωρισμό.
Η κεντρική τράπεζα της χώρας αναφέρει ότι έχει μεικτά αποθέματα 90,3 δισ. δολαρίων, αλλά αυτά περιλαμβάνουν 45 δισ. δολάρια χρυσού, που δεν είναι εύκολα ρευστοποιήσιμα και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον διακανονισμό χρέους. Υπάρχουν, όμως, 83,1 δισ. δολάρια σε καθαρές υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν swaps σε συνάλλαγμα με τις εγχώριες τράπεζες. Αυτά είναι στην ουσία δανεισμένα αποθεματικά από τις εμπορικές τράπεζες. Η κεντρική τράπεζα θεωρητικά μπορεί να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά αυτά για έκτακτες ανάγκες αθετώντας τις υποχρεώσεις της αλλά κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι πρόκειται για swaps σε συνάλλαγμα, μπορεί να δημιουργήσει τραπεζική κρίση.
Η Τουρκία δεν ανακοινώνει στοιχεία για τις παρεμβάσεις που κάνει στην αγορά συναλλάγματος, αλλά πιστεύεται ότι έχει πουλήσει 30 δισ. δολάρια στις διεθνείς αγορές από τον Μάρτιο σε μια προσπάθεια να επιβραδύνει την υποχώρηση της λίρας, με την παρέμβαση για το σύνολο του 2020 να υπολογίζεται σε 80 δισ. δολάρια.
Ο ρόλος Ερντογάν
Η αύξηση επιτοκίων είναι ενάντια στις πεποιθήσεις του Ταγίπ Ερντογάν που προτιμά την διευκολυντική οικονομική πολιτική με κάθε κόστος. Ωστόσο με τον γαμπρό του υπουργό Οικονομικών και έναν πιστό οπαδό του στη θέση του κεντρικού τραπεζίτη είναι απίθανο η κίνηση να μην είχε λάβει τουλάχιστον την σιωπηρή ευλογία του. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να αντανακλά ένα πραγματισμό που απορρέει από την πολιτική αδυναμία του κόμματός του, του AKP. Δεδομένου ότι η ισχυρή οικονομία ήταν το κλειδί για την πολιτική του κυριαρχία, η σημερινή εύθραυστη οικονομική εικόνα έχει οδηγήσει σε μείωση των ποσοστών του και το θέτει σε μειονεκτική θέση ενόψει των εκλογών του 2023, κάτι που ο Τούρκος Πρόεδρος θέλει να αναστρέψει.
Η κεντρική τράπεζα
Η υποχώρηση της οικονομίας, ο υψηλός πληθωρισμός και ο αδύναμος τραπεζικός τομέας έχουν αυξήσει τις πολιτικές πιέσεις στην Αγκυρα, κάτι που εξηγεί την προσπάθεια της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης των εμπορικών τραπεζών ως νομισματική σύσφιξη «από την πίσω πόρτα».
Η πρόσφατη αύξηση επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης έβαλε τέλος σε μια σειρά μειώσεων που μεταξύ Ιουλίου 2019 και Μαϊου 2020 έφτασαν τις 1.575 μονάδες, παρότι ο πληθωρισμός βρίσκεται οριακά κάτω από το 12%. Ωστόσο θέμα υπάρχει και με τον ίδιο τον πληθωρισμό και το κατά πόσο τα στοιχεία δεν υποτιμούν το μέγεθος, καθώς σχεδόν το 30% του δείκτη περιλαμβάνει αγαθά τα οποία την τιμή ορίζει ή επηρεάζει η κυβέρνηση.
Οι μειώσεις επιτοκίων είχαν ως στόχο να τονώσουν την τουρκική οικονομία, που αναμένεται να βιώσει ύφεση 5% φέτος, γεγονός που εν μέρει οφείλεται στην Covid-19. Οι τράπεζες, ειδικά οι τρεις κρατικές, πιέστηκαν να δανείσουν και να επιδείξουν ανεκτικότητα απέναντι στους δανειολήπτες που δεν πληρώνουν τις δόσεις τους. Αυτά, σε συνδυασμό με τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια έχουν δημιουργήσει μια πιστωτική φούσκα, με τις εγχώριες χορηγήσεις δανείων να τρέχουν με ετήσιο ρυθμό 41,5% τον Ιούλιο.
Δημιουργήθηκε μια μη διατηρήσιμη έκρηξη στην κτηματαγορά με τις πωλήσεις κατοικιών να αυξάνουν κατά 124,3% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο έναντι 208% τον Ιούνιο του 2020. Την ίδια στιγμή, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υποχωρούν, κατά σχεδόν 15% το 2019, υπονοώντας ότι υπάρχει μεγάλη αύξηση μη παραγωγικών εγχώριων επενδύσεων.
Η Τουρκία υποφέρει επίσης από χρόνια ανεπάρκεια εγχώριων καταθέσεων που οδηγεί σε δομικό έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το οποίο εντάθηκε φέτος εξαιτίας των υπερβολικών πιστώσεων.
Η κατάρρευση του τουρισμού, που αντιστοιχούσε σε έσοδα 35 δισ. ευρώ για την γειτονική χώρα το 2019, επιτείνει τα προβλήματα. Η τουριστική κίνηση υποχώρησε κατά 95% το πρώτο εξάμηνο του 2020, περιορίζοντας την διαθεσιμότητα διεθνούς χρηματοδότησης.
Το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας εξαρτάται εκτεταμένα σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό που αντιστοιχεί σε πάνω από 15% ή πάνω από 100 δισ. δολάρια. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις ήταν μόλις 1,1% του ΑΕΠ πέρυσι, πολύ κάτω από τον μέσο όρο ανάλογου προφίλ χωρών, όπως η Πολωνία (2,5%) ή η Αργεντινή (1,4%).
Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους είναι ευαίσθητη στην υποτίμηση της λίρας, όπως και στις υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες εξωτερικού (οι οποίες προ της πανδημίας, υπολογίζονταν σε περίπου 200 δισ. δολάρια το χρόνο, περιλαμβανομένου του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών ή περίπου στο 1/4 του προ κρίσης ΑΕΠ. Το χρέος της χώρας βρίσκεται σε μέτρια επίπεδα, 32% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Ωστόσο υπάρχει ένα άγνωστου μεγέθους αλλά πιθανά πολύ μεγάλο ποσό υποχρεώσεων εκτός προϋπολογισμού, καθώς πάνω από 60 δισ. δολάρια έχουν δοθεί με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για μεγάλα έργα.
Η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας οξύνεται από το σχετικά υψηλό ποσοστό εγχώριας «δολαριοποίησης», με το 51% των εγχώριων τραπεζικών καταθέσεων να είναι σε ξένο νόμισμα, έναντι ποσοστού 33% τον Σεπτέμβριο του 2018. Οι τουρκικές τράπεζες εμφανίζονται καλά κεφαλαιοποιημένες με χαμηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (5%). Αυτά ωστόσο είναι παραπλανητικά καθώς αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών διαστρεβλώνουν την εικόνα και ενθαρρύνουν την κουλτούρα μη πληρωμής, ενώ δάνεια με κρατική εγγύηση έχουν μηδενική στάθμιση κινδύνου. Πέραν των υπολοίπων, η υποτίμηση της λίρας έχει πιέσει τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν δανειστεί σε ξένο νόμισμα και τα NPLs μπορεί να φτάσουν στο 20% την επόμενη χρονιά.
Ενώ η αύξηση επιτοκίων προσέφερε κάποια διαύγεια για την οικονομική πολιτική είναι ακόμα άγνωστο το κατά πόσο υπάρχει η πολιτική βούληση για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και θα εξασφαλίζουν μακροχρόνια ανάπτυξη. Υπάρχει μια σειρά θεμάτων που πρέπει να αντιμετωπίσει η Αγκυρα:
- Η ενίσχυση των ισολογισμών επιχειρήσεων και τραπεζών. Το κρατικό επενδυτικό ταμείο ενίσχυσε τον Μάιο με 3 δισ. δολάρια τις τρεις κρατικές τράπεζες, αλλά χρειάζεται αποφασιστική δράση για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων.
- Χρειάζεται θετικά πραγματικά επιτόκια και μια διαδικασία αποδολαριοποίησης. Η νέα πολιτική της κεντρικής τράπεζας αρχίζει να αντιμετωπίζει το θέμα αλλά τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν αρνητικά.
- Εκκαθάριση των πιθανών δημοσιονομικών υποχρεώσεων για να αυξηθεί η διαφάνεια και να ελεγχθούν τα εκτός προϋπολογισμού έξοδα. Τα μειωμένα φορολογικά έσοδα εξαιτίας της ανεργίας και της χορήγησης περιόδου χάριτος για τις πληρωμές εταιρικών υποχρεώσεων οδήγησαν το έλλειμμα στα ύψη. Ξεπέρασε το πρώτο επτάμηνο του 2020 το αντίστοιχο του συνόλου του 2019. Η στήριξη της απασχόλησης έγινε μέσα από Ταμείο που βρίσκεται εκτός προϋπολογισμού, και αυτό αυξάνει το πραγματικό έλλειμμα το οποίο χρηματοδοτείται κυρίως μέσω του τραπεζικού συστήματος.
- Η αναπλήρωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, με την κεντρική τράπεζα να απέχει από νέες παρεμβάσεις και η αποφυγή capital controls.