Η εκτίμηση προ ολίγων ημερών, από πλευράς του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, ότι ο Ερντογάν «δεν θα τολμήσει» να κάνει την Αγιά Σοφιά τζαμί, δυστυχώς, δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζει μόνο αδυναμία κατανόησης του «Σουλτάνου», από ένα σημαντικό και «αρμόδιο» κυβερνητικό στέλεχος, αλλά συνολικότερα από την ελληνική πολιτική σκηνή.
Η οποία, στη συντριπτική της πλειονότητα, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον «ερντογανισμό» με όρους που μπορεί να ίσχυαν προ δεκαετίας, αλλά σίγουρα δεν φαίνεται να ισχύουν σήμερα. Κι αυτό δεν αναιρείται από τις «σκληρές» δηλώσεις που ενίοτε εκτοξεύονται κατά της γείτονος, ωσάν τα λόγια -από μόνα τους- να αποτελούν ισχυρό παράγοντα αποτροπής.
Αυτό που φαίνεται να διαφεύγει της ελληνικής προσοχής είναι ότι ο Τούρκος ηγέτης ακολουθεί πλέον το παράδειγμα του Πούτιν, στην προσπάθειά του να καθιερώσει τη χώρα του ως κραταιά περιφερειακή δύναμη στη Μεσόγειο και να εδραιώσει τα συμφέροντά της, εις βάρος άλλων.
Επί χρόνια, μια σταθερή επωδός για τον Πούτιν στα αγγλοσαξονικά Μέσα Ενημέρωσης είναι ότι «χτυπά πιο γερά από το βάρος του» (punching above his weight), όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ήδη από το 2014 αλλά και τελευταία.
Ο χαρακτηρισμός δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητος. Η σημερινή Ρωσία αποτελεί «σκιά» της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική της ισχύ, ενώ σε οικονομικούς όρους, το ΑΕΠ της βρισκόταν το 2019 στην 11η θέση στον κόσμο, πίσω ακόμη και από την Ιταλία. Ωστόσο, όπως λένε δυτικοί σχολιαστές, παρότι ο Πούτιν «σπάνια έχει το πιο δυνατό χαρτί στο τραπέζι, δεν διστάζει να το παίξει, ακαριαία και αποφασιστικά», συχνά τινάζοντας στον αέρα την παρτίδα. Δεν διστάζει επίσης «να βρωμίσει τα χέρια του» κι αυτό τον καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνο και υπολογίσιμο.
Πρακτικά, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί ευθέως ούτε τις ΗΠΑ ούτε την Κίνα, με εθνικό πλούτο σημαντικά μικρότερο από αυτόν της Γερμανίας ή της Ινδίας, ο Πούτιν έχει καταφέρει να εδραιώσει την επιρροή της Μόσχας και να έχει «μια ισχυρή θέση στο τραπέζι» όχι μόνο στην Ευρασία, όπου εκτείνεται γεωγραφικά η Ρωσία, αλλά και στη Μέση Ανατολή, την Αφρική, ακόμη και στη μακρινή Λατινική Αμερική.
Χωρίς να έχει πραγματικούς ισχυρούς συμμάχους, έχει καταφέρει, ενεργώντας συχνά προκλητικά, ως «ταραξίας», κι αδιαφορώντας όπου δεν τον συμφέρει για το διεθνές δίκαιο, να καθιερωθεί ως ο τρίτος παγκόσμιος παίκτης, ρυθμιστής καταστάσεων όχι μόνο στην καρδιά της Ευρώπης (όπου συχνά χρησιμοποιεί και την ενέργεια ως ένα είδος όπλου) αλλά και στη Συρία, στην πλούσια σε πετρέλαιο Λιβύη, να παίξει ρόλο ως υποστηρικτής του καθεστώτος Μαδούρο, στη Βενεζουέλα που διαθέτει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο και πλούσια αποθέματα μεταλλευμάτων και ουρανίου.
Ερντογάν και Πούτιν έχουν έντονα σημεία «επαφής». Αμφότεροι ηγούνται απολυταρχικά, καταπιέζοντας βασικές ελευθερίες και ελέγχοντας τα Μέσα Ενημέρωσης, είναι πρακτικά σχεδόν «απόλυτοι άρχοντες», με ένα ισχνό πλέον πέπλο δημοκρατικής νομιμοποίησης, ενώ και για τους δύο το «εθνικό φρόνημα», η υπερηφάνεια των υπηκόων τους, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της επιβολής αλλά και της δημοφιλίας τους.
Ο «πουτινισμός» του Ερντογάν
Μετά το διπλό παιχνίδι που έπαιξε με τo ISIS και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν ξέφυγε από την τροχιά της Δύσης και σταδιακά αναδείχθηκε σε γνήσιο «μιμητή» του Πούτιν, αξιοποιώντας το ίδιο στυλ στα δικά του μέτρα και σταθμά, αναγνωρίζοντας ότι, έτσι κι αλλιώς, η «ενταξιακή διαδικασία» στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν στην πραγματικότητα όνειρο απατηλό, κι απομακρυνόμενος από την παραδοσιακά στενή σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως ένα βαθμό κι από το ίδιο το ΝΑΤΟ, μέσω και της επιμονής του να αποκτήσει τους ρωσικούς πυραύλους S-400.
Οι παραλληλισμοί δεν τελειώνουν εδώ. Παρά τον μεγάλο πληθυσμό (πάνω από 80 εκατ.) και την έκτασή της, το ΑΕΠ της Τουρκίας, αν και 3,5 φορές μεγαλύτερο από το ελληνικό, δεν μπορεί να συγκριθεί με της Γαλλίας ή της Ιταλίας, που είναι επίσης μεσογειακές δυνάμεις. Το γεγονός όμως ότι διαθέτει εξαιρετικά πολυάριθμες Ενοπλες Δυνάμεις, με ισχυρή αμυντική βιομηχανία, κι ότι δεν διστάζει να τις χρησιμοποιήσει, όταν κρίνει πως τον συμφέρει, αυξάνει δραματικά την παρεμβατικότητα και τα περιθώρια της παραβατικότητάς του.
Kι αν η τουρκική επέμβαση στη Συρία (στην οποία βρέθηκε αντιμέτωπη ακόμη και με ρωσικές δυνάμεις, ενώ δεν δίστασε να στοχοποιήσει και αμερικανικές στο Kobani) και η εμπλοκή της στο Ιράκ «δικαιολογούνται» λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και του κουρδικού ζητήματος, η ανάμειξή της -με μισθοφόρους και στρατιωτικά μέσα- στη Λιβύη αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη του ρόλου που επιχειρεί να παίξει στην ευρύτερη πλέον περιοχή.
Ενδεικτικό του θράσους Ερντογάν αλλά και της καθαρά περιφρονητικής άποψής του απέναντι στις γεωπολιτικές και αμυντικές δυνατότητες της Ευρώπης είναι και άρθρο του τον περασμένο Γενάρη στο politico.eu, στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ δικαιολογεί την ανάμειξή του στη Λιβύη, σερβίροντάς την ως εξυπηρέτηση προς την Ευρώπη, που… όπως τόνισε στο κείμενο, πρέπει να... μιλάει λιγότερο και να κάνει περισσότερα!
Στην τελευταία, απαξιωτική παρατήρησή του, ο Τούρκος ηγέτης δεν έχει βέβαια άδικο. Η «κοινή αμυντική πολιτική» της Ευρώπης είναι περίπου ανύπαρκτη. Ομοίως και οι αντιδράσεις των «μεγάλων» ακόμη και σε θέματα όπως αυτό της Αγίας Σοφίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι απελπιστικά χλιαρές. Αυτό συνέβη με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γερμανία, ενώ όπως φαίνεται ο Ερντογάν μπορεί να συμπλέκεται με τον Πούτιν στη Συρία, να είναι αντίπαλοι στη Λιβύη, αυτό όμως δεν εμπόδισε τον ηγέτη του μεγαλύτερου ορθόδοξου κράτους στον κόσμο να χαρακτηρίσει «εσωτερικό θέμα» τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί!
Αλλά και οι εκκλήσεις του Προέδρου της Γαλλίας Μακρόν να πάρει η Ευρώπη στα χέρια της την υπόθεση της Λιβύης φαντάζουν, με τις σημερινές συνθήκες, περίπου ως… ευχολόγιο. Και προκαλούν το ερώτημα, αν τελικά φτάσει «ο κόμπος στο χτένι» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τι μπορεί να περιμένει η χώρα μας, εκτός από ανέξοδες δηλώσεις… συμπαράστασης.
Υβριδικές και μη γραμμικές επιχειρήσεις χωρίς τον «χωροφύλακα»
Ένα άλλο κοινό σημείο μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν είναι η αδίστακτη χρήση κάθε μέσου που έχουν στη διάθεσή τους, προκειμένου να προωθήσουν τα σχέδιά τους. Η συχνή «οπλοποίηση» της ενέργειας από τον Πούτιν αντιστοιχεί με τη χρήση των μεταναστών από τον Ερντογάν, που «οπλοποιήθηκε» πλήρως προ μηνών στον Εβρο, στο πλαίσιο υβριδικών επιχειρήσεων.
Οι δυνατότητες κυβερνοπολέμου της Ρωσίας έχουν συζητηθεί εκτενώς στον διεθνή Τύπο (όπως και η διασπορά παραπληροφόρησης και ψευδών ειδήσεων μέσω social media), ενώ το πρώτο γνωστό κρούσμα, από πλευράς Τουρκίας, εκδηλώθηκε προ μηνών με την επίθεση σε ελληνικές κυβερνητικές και κρατικές ιστοσελίδες. Eχει ιδιαίτερη σημασία ότι η τουρκική οργάνωση ισλαμιστών χάκερ που ανέλαβε την ευθύνη, η Anka Neferler, διαθέτει δικό της δικτυακό τόπο στον οποίο αυτοαποκαλείται «κυβερνοστρατός της Τουρκίας», με διάφορες «μονάδες», εκ των οποίων τρεις ξεχωριστές, για τα social media, το χακάρισμα και το DDOS, δηλαδή την άρνηση προσπέλασης! Με καθυστέρηση μηνών, σύμφωνα με δημοσιεύματα, γίνεται τώρα προσπάθεια από την ΕΥΠ και το ΥΕΘΑ για τη «θωράκιση» απο αντίστοιχες και χειρότερες επιθέσεις στο μέλλον… Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Με βάση τα σύγχρονα δόγματα, ο πόλεμος διεξάγεται πλέον με κάθε μέσο, οικονομικό, διπλωματικό, πολιτικό, κοινωνικό, ηλεκτρονικό και βέβαια στρατιωτικό, με κύρια επιδίωξη όχι την κατάληψη και κατοχή εδαφών αλλά την επιβολή ενός συγκεκριμένου πλαισίου ενεργειών στην αντίπαλη πλευρά όπως και την ταχεία κατοχύρωση ενός «τετελεσμένου».
Σε ό,τι μας αφορά, είναι ατυχές ότι όλα αυτά συμβαίνουν όταν ο παραδοσιακός «χωροφύλακας» της περιοχής, οι ΗΠΑ, βρίσκονται ταυτόχρονα: υπό την προεδρία Τραμπ (ενός προέδρου με ανησυχητική συμπάθεια προς τους «απόλυτους άρχοντες» της εποχής μας), αλλά και με μείζονα εσωτερικά προβλήματα, την ώρα που και ο ίδιος ο Τραμπ εισέρχεται στην παραδοσιακά πιο ανίσχυρη περίοδο της προεδρίας του, ενόψει προεδρικών εκλογών το Νοέμβριο, στις οποίες έχει πάψει να είναι το «φαβορί». Για όσους ίσως δεν το γνωρίζουν ή δεν το θυμούνται, η κυπριακή κρίση και η εισβολή των Τούρκων συνέβη σε δύο φάσεις, παράλληλα με την κορύφωση του σκανδάλου Watergate στις ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1974 και στην περίοδο ανάμεσα στην παραπομπή (impeachment) του προέδρου Νίξον και στην ανάληψη της προεδρίας απο τον Τζέραλντ Φορντ, τον Αύγουστο του 1974. Η ιστορία βεβαίως συνηθίζει να επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αλλά και το «φάντασμα» του 1974 είναι δύσκολο να αγνοηθεί ως σενάριο, καθώς οι ομοιότητες είναι μεγάλες.
Η ανυπαρξία ελληνικού σχεδίου και... ενότητας!
Με αυτά τα δεδομένα, τα οποία βεβαίως συνδυάζονται με την πανδημία του κορωνοϊού, με τις τεράστιες συνέπειες για την οικονομία και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, το ελληνικό πολιτικό σύστημα εμφανίζεται ξανά διαιρεμένο, βυθισμένο στη δίνη μιας συνεχούς σκανδαλολογίας, απασχολημένο αυτάρεσκα με τις δικές του δήθεν προτεραιότητες.
Πολωτικό όσο δεν παίρνει, παρότι έχει περάσει μόλις ένας χρόνος από τις εκλογές, φαίνεται ότι αδυνατεί να αντιληφθεί τους πραγματικούς κινδύνους που ελλοχεύουν, μετά και την πολύχρονη κρίση που προηγήθηκε, αφήνοντας το αποτύπωμά της στις Ένοπλες Δυνάμεις. Οπως αδυνατεί να δει και τις επιπτώσεις που έχει σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης, η διαρκής ανάδευση του βούρκου ένθεν κακείθεν.
Ακόμη όμως και μέσα στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος, διαπιστώνονται βαθιά «χάσματα» απόψεων για τα ελληνοτουρκικά, καθώς ένα τμήμα του ασκείται στον υπερπατριωτισμό, ακόμη και με εντελώς ανόητο τρόπο, ενώ το άλλο επιμένει σε μια πολιτική «διπλωματικού κατευνασμού» στα πρότυπα του παρελθόντος, που δείχνει πια εκτός τόπου και χρόνου.
Δυστυχώς, σχέδιο προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις και τις ισορροπίες της σημερινής συγκυρίας δεν φαίνεται να υπάρχει, ούτε καν να καταστρώνεται καθώς η χώρα συνεχώς «αντιδρά» σε δυσάρεστες πρωτοβουλίες της άλλης πλευράς. Iδανικοί αυτόχειρες!
Κι όλα αυτά βεβαίως αντανακλούν στην κοινή γνώμη, μέρος της οποίας έχει μετατραπεί σε «τουρκομάχους» του πληκτρολογίου, έτοιμους να ανακαταλάβουν την Πόλη, με τον φραπέ από δίπλα (βρίζοντας τους «προδότες» πολιτικούς), ενώ άλλοι απλώς παραγνωρίζουν τις διαφορές της σημερινής κατάστασης, συνηθισμένοι από τις εντάσεις άλλων περιόδων, που αποδείχτηκαν πρακτικά ανούσιες.
«Δεν συμβαίνουν αυτά στην εποχή μας», σπεύδουν κάποιοι να σημειώσουν, θέλοντας να επικεντρωθούν αποκλειστικά στα οικονομικά και λοιπά προβλήματα, στα οποία άλλωστε έχουν συνηθίσει. Σε αυτούς μάλλον κάποιος πρέπει να θυμίσει ότι η Ρωσία του Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία το 2014, αφήνοντας άφωνους όλους τους «ειδικούς» της Δύσης. Κι ότι έκτοτε, έξι χρόνια μετά, είναι στην κατοχή της, ενώ η Ουκρανία παραμένει διαιρεμένη. Πρόκειται άλλωστε για τρανταχτό παράδειγμα «υβριδικού πολέμου», που διδάσκεται και στις συναφείς σχολές.
YΓ: Πριν από πέντε χρόνια (!) ο υπογράφων είχε τονίσει την επιτακτική ανάγκη αναδιάρθρωσης της Εθνικής Άμυνας, προκειμένου να εκσυγχρονιστούν οι Ενοπλες Δυνάμεις και να ισχυροποιηθεί η δυνατότητα αποτροπής της χώρας, παρά τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, σημειώνοντας ότι τον μεγαλύτερο κίνδυνο συνιστούσαν τυχόν ασύμμετρες απειλές, αλλά και το ενδεχόμενο ενός γρήγορου «τετελεσμένου», κι όχι ένας παραδοσιακός πόλεμος. Τότε σημειώνονταν επίσης οι σημαντικές περικοπές των δαπανών άμυνας της χώρας, χρόνο με χρόνο (σε όλο το διάστημα 2010-2015), που επέφεραν μείωσή τους κατά πάνω από 50% το 2015, σε σχέση με το 2009. Εκτοτε υπήρξε σταθεροποίηση και ελαφρά αύξηση, ωστόσο ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός της Τουρκίας ήταν περίπου 60% υψηλότερος από αυτόν της Ελλάδας το 2009, ενώ το 2019 είναι σχεδόν 4 φορές μεγαλύτερος!
ΥΓ2: Ιλαροτραγική, το λιγότερο, η χρονική «σύμπτωση» της όχι και τόσο μυστικής (αφού έσπευσε να την αποκαλύψει χθες ο ίδιος ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου!) συνάντησης εκπροσώπων της ελληνικής, της γερμανικής και της τουρκικής κυβέρνησης στο Βερολίνο, για «διάλογο», αμέσως μετά την απόφαση Ερντογάν να κάνει την Αγία Σοφία τζαμί!
Ενδεικτική, επίσης, η όλη μεθόδευση της ευκολίας με την οποία η Τουρκία σπεύδει να εκθέσει την ελληνική κυβέρνηση και στο εσωτερικό της χώρας μας, ευκαιρίας δοθείσης, γράφοντας τους άγραφους διπλωματικούς κανόνες -και τις όποιες συνομιλίες- στα παλαιότερα των υποδημάτων της.
Ας πρόσεχαν...