Επανειλημμένα οι ΗΠΑ έχουν προσπαθήσει να μεταφέρουν την προσοχή και τους πόρους που διαθέτουν περισσότερο προς τον ανταγωνισμό με την Ρωσία και την Κίνα. Οι δεσμεύσεις της Ουάσιγκτον, όμως, ανά τον κόσμο συνεχίζουν να υπονομεύουν αυτή την προσπάθεια.
Από τότε που ανέλαβε ο Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα πιέζοντας συμμάχους να δεσμεύσουν περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις σε περιοχές όπως η Συρία (όπου οι ΗΠΑ επιδιώκουν να περιορίσουν την παρουσία στρατιωτών) και πιο πρόσφατα στον Περσικό Κόλπο (όπου τώρα αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο στρατιωτικής σύγκρουσης με το Ιραν).
Οι ανησυχίες, όμως, για την κατεύθυνση που παίρνει η αμερικανική Προεδρία έχει κάνει και τους πλέον ισχυρούς εταίρους στην Ευρώπη απρόθυμους να αναπτύξουν περισσότερους στρατιώτες σε αυτές τις «καυτές» περιοχές. Η έλλειψη εμπιστοσύνης -συνδυασμένη με το γεγονός ότι πολλοί σύμμαχοι έχουν ήδη σημαντικές δικές τους δεσμεύσεις σε ότι αφορά την ασφάλεια- πιθανότατα θα αφήσει τις ΗΠΑ με λίγες επιλογές προκειμένου να ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις της στη Μέση Ανατολή.
Δυτική Ευρώπη: Μπορεί, αλλά δεν είναι πρόθυμη
Στην Ευρώπη, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία είναι οι δυο πιο ισχυρές και στρατηγικά σημαντικές συμμαχικές χώρες. Αμφότερες έχουν ήδη εμπλακεί στην αποστολή κατά του Ισλαμικού Κράτους στην οποία ηγούνται οι ΗΠΑ. Η Μεγάλη Βρετανία, ειδικότερα, έχει μεγάλη στρατιωτική συνεισφορά στην αποστολή στο Αφγανιστάν και σχεδόν διπλασίασε τις δυνάμεις της στην χώρα τον τελευταίο χρόνο, μετά από αίτημα των ΗΠΑ.
Η Γαλλία, από την άλλη, απέσυρε τους στρατιώτες της από το Αφγανιστάν στα τέλη του 2012. Το Παρίσι, όμως, έμεινε ενεργό στις επιχειρήσεις στην υποσαχάρια Αφρική, αρκετές φορές δίπλα στις αμερικανικές δυνάμεις. Σε μια επιχείρηση το Μάιο, δυο μέλη των γαλλικών ειδικών δυνάμεων σκοτώθηκαν απελευθερώνοντας έναν αμερικανό όμηρο στην βόρεια Μπουρκίνα Φάσο. Και τον Οκτώβριο του 2017 γαλλικές δυνάμεις έσπευσαν να διασώσουν αμερικανούς στρατιώτες που έπεσαν σε ενέδρα στον Νίγηρα.
Παρά ταύτα οι ΗΠΑ παλεύουν να κινητοποιήσουν Λονδίνο και Παρίσι σε πολλές από τις περιοχές στις οποίες αναζητούν ενισχυμένες συμμαχικές δυνάμεις, ειδικότερα στη Συρία και τον Περσικό Κόλπο. Από τον Απρίλιο που ο Τραμπ απροσδόκητα ανακοίνωσε σχέδια απόσυρσης των αμερικανών στρατιωτών από την Συρία, ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να πείσει τους συμμάχους να αυξήσουν την παρουσία τους στη χώρα για να διευκολύνουν τη μετάβαση. Ωστόσο η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία -και όλοι οι σύμμαχοι, για ότι αυτό σημαίνει- διστάζουν να διατηρήσουν δυνάμεις στη Συρία αν δεν υπάρχει αμερικανική παρουσία, εξαιτίας του φόβου ότι θα μείνουν χωρίς υποστήριξη σε ένα θέατρο επιχειρήσεων στο οποίο οι στρατιώτες τους μπορεί εύκολα να έρθουν σε επαφή με ρωσικές, τουρκικές και ιρανικές δυνάμεις. Ως μια μικρή παραχώρηση, Παρίσι και Βερολίνο πρόσφατα δεσμεύτηκαν να αυξήσουν κατά 10% τη στρατιωτική παρουσία στη χώρα. Αυτό, όμως, απέχει πολύ από τη δέσμευση που χρειάζεται ο Τραμπ για να υλοποιήσει την εξαγγελία του.
Παρόμοια είναι η εικόνα στον Περσικό Κόλπο. Μετά από μια σειρά επιθέσεων σε τάνκερ τον Ιούλιο, που αποδίδονται στο Ιραν, η Ουάσιγκτον προσπάθησε να επιστρατεύσει μια συμμαχία τοπικών και μη συμμάχων ώστε να αστυνομεύσει την κίνηση των τάνκερ και να δράσει ως αποτρεπτικός παράγοντας έναντι μελλοντικής ιρανής επιθετικότητας στην περιοχή. Ωστόσο αφότου ο Τραμπ αποφάσισε πέρυσι να εγκαταλείψει τη συμφωνία για τα πυρηνικά που έγινε το 2015, γνωστής ως JCPOA, οι περισσότεροι εταίροι των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί για την προσέγγισή του απέναντι στην Τεχεράνη. Ως αποτέλεσμα ακόμα και οι ισχυρότεροι σύμμαχοι αντιτίθενται στην προτεινόμενη πρωτοβουλία ασφάλειας και επιτήρησης στον Περσικό Κόλπο, γνωστής ως «πρόγραμμα Sentinel» εξαιτίας του φόβου ότι θα συρθούν σε ανοικτή σύγκρουση με το Ιραν.
Η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε περισσότερο άμεσα αναμεμιγμένη με τις εντάσεις αυτές, καθώς η Τεχεράνη κατέλαβε βρετανικό τάνκερ στις 20 Ιουλίου ως απάντηση στο ότι το Λονδίνο νωρίτερα κατέσχεσε ιρανικό τάνκερ στα στενά του Γιβραλτάρ. Γι’ αυτό σε αντίθεση με άλλες χώρες, έχει αναγνωρίσει την ανάγκη να υπάρξει μια ναυτική δύναμη συνοδείας στην περιοχή. Αντί όμως να στηρίξει το «πρόγραμμα Sentinel», το Λονδίνο αρχικά επιδίωξε να ξεκινήσει ένα δικό του πρόγραμμα ασφάλειας και επιτήρησης για την περιοχή, το οποίο εξασφάλισε μια πρώτη στήριξη από Γαλλία, Ιταλία και Δανία. Αυτό, όμως, έχει αρχίσει να αλλάζει μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μπόρις Τζόνσον, που έχει πιο στενή σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ και του οποίου η κυβέρνηση συνειδητοποιεί τα όρια της εφαρμογής ενός προγράμματος ασφαλείας στον Περσικό χωρίς τη στήριξη των ΗΠΑ.
Εκτός από τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία είναι επί μακρός πιστός στρατιωτικός εταίρος των ΗΠΑ. Η χώρα, που έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, σήμερα προσφέρει εξαιρετικές στρατιωτικές διευκολύνσεις για αμερικανούς στρατιώτες και συνεισφέρει τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό στρατιωτών στο Αφγανιστάν (μετά τις ΗΠΑ). Όπως όμως οι ευρωπαίοι εταίροι της, το Βερολίνο ανησυχεί για την κατεύθυνση που παίρνει η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Αυτό, σε συνδυασμό με την περιορισμένη στήριξη των πολιτών σε σημαντικές στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό, είναι ο λόγος που η Γερμανία έσπευσε να απορρίψει το αίτημα να αποστείλει στρατιώτες στη Συρία ή να συμμετάσχει στο «πρόγραμμα Sentinel» στον Περσικό Κόλπο.
Ανατολική Ευρώπη: Πρόθυμη, αλλά δεν μπορεί
Μια σειρά από άλλες μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες -Πολωνία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Γεωργία- παραμένουν πολύ πιο πρόθυμες να συνεισφέρουν στις αμερικανικές στρατιωτικές προσπάθειες ανά τον κόσμο.
Τα κράτη αυτά, δεν αποτελεί σύμπτωση, ανησυχούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο δυνητικής σύγκρουσης με τη Ρωσία. Γι’ αυτό κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για να βοηθήσουν τις ΗΠΑ στις αποστολές της στο εξωτερικό με την προσδοκία ότι η Ουάσιγκτον θα τους ανταποδώσει την «χάρη» αν χρειαστούν βοήθεια έναντι της Μόσχας. Όμως σε αντίθεση με τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, το πρόβλημα με αυτές τις χώρες δεν είναι η επιφυλακτικότητα, αλλά οι δυνατότητες.
Σε σχέση με το μέγεθός της, η Γεωργία ήδη συνεισφέρει δυσανάλογα στις αμερικανικές προσπάθειες στο Αφγανιστάν. Συνολικά το προσωπικό που έχει αναπτύξει στη χώρα σχεδόν αντιστοιχεί με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας. Και αυτό παρότι ο πληθυσμός της Γεωργίας είναι τέσσερα εκατομμύρια, έναντι 83 εκατομμυρίων της Γερμανίας και 66 εκατομμυρίων της Μεγάλης Βρετανίας.
Οι ίδιοι, όμως, λόγοι που αναγκάζουν τις χώρες αυτές της ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής να συμμετέχουν στις προσπάθειες των ΗΠΑ είναι και αυτοί που περιορίζουν την ικανότητά τους να αναπτύξουν περισσότερες δυνάμεις. Με άλλα λόγια, όποιες στρατιωτικές δυνάμεις δεν έχουν ήδη δεσμεύσει για να βοηθήσουν τις ΗΠΑ τις χρειάζονται εντός συνόρων για την άμυνα απέναντι στη Ρωσία.
Ασία-Ειρηνικός: Μια μικτή εικόνα
Ο κατάλογος των εταίρων των ΗΠΑ εκτείνεται πολύ πιο μακριά από την Δύση. Η Ουάσιγκτον έχει αρκετούς ισχυρούς συμμάχους στην Ασία και τον Ειρηνικό, περιλαμβανομένων της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Αυστραλίας.
Το στιβαρό πολεμικό ναυτικό της Ιαπωνίας, για παράδειγμα, θα ήταν μεγάλη βοήθεια στην απόκρουση του Ιραν στον Περσικό Κόλπο. Όπως όμως οι ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, το Τόκιο είναι επιφυλακτικό ως προς τις προθέσεις και έως τώρα έχει αρνηθεί να στηρίξει το «πρόγραμμα Sentinel». Ακόμα και αν το Τόκιο ήθελε περισσότερο να βοηθήσει, ο σχετικά ειρηνικός πληθυσμός της χώρας και συνταγματικοί περιορισμοί περιορίζουν τη δυνατότητα της χώρας για εκτεταμένες στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό.
Εν τω μεταξύ οι αυξανόμενες εκστρατευτικές ικανότητες της Νότιας Κορέας την καθιστούν αυξανόμενα ελκυστικό εταίρο των ΗΠΑ σε αποστολές στη Μέση Ανατολή ή και μακρύτερα. Προς ώρας, όμως, η βασική προτεραιότητα της Σεούλ είναι οι απειλές της Βόρειας Κορέας και γι’ αυτό είναι απίθανο να εγκρίνει σημαντικές διεθνείς αποστολές, πέραν της αποστολής συμβολικών δυνάμεων.
Τέλος, η στρατιωτική συμμαχία των ΗΠΑ με την Αυστραλία έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, με την τελευταία να συμμετέχει σημαντικά σε διάφορες αποστολές των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή. Οι συγκριτικά μικρές στρατιωτικές δυνάμεις, όμως, περιορίζουν το βαθμό στον οποίο μπορεί να ενισχύσει τις παγκόσμιες στρατιωτικές προτεραιότητες των ΗΠΑ.
Ακόμα πιο σημαντικό, πιθανότατα, είναι το ότι η Αυστραλία, όπως οι περισσότεροι από τους εταίρους της Ουάσιγκτον, έχει ήδη «γεμάτα τα χέρια» προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις ίδιες απειλές στις οποίες θέλουν να επικεντρωθούν οι ΗΠΑ. Η αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη της Κίνας σε συνδυασμό με την διευρυνόμενη οικονομική επιρροή στον Ειρηνικό, επιβάλλουν στην Αυστραλία και την Ιαπωνία να κρατούν την πλειονότητα των δυνάμεών τους κοντά στη χώρα. Παρομοίως, οι επιθετικές τοπικές δραστηριότητες της Ρωσίας και τα επεκτατικά της πλάνα αναγκάζουν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης να παραμένουν εστιασμένες στις δικές τους περιοχές.
Ετσι, ενώ οι ΗΠΑ ίσως έχουν πρόβλημα να αναζητήσουν επιπλέον στήριξη αναφορικά με τις δεσμεύσεις τους στην Μέση Ανατολή, είναι πιθανό να βρουν πρόθυμους εταίρους ώστε να συνεργαστούν εναντίον της Μόσχας και του Πεκίνου.