Καθώς συνεχίζεται η διαμάχη ως προς την παράδοση των ρωσικών S-400 στην Τουρκία, τη μοίρα της συνεχιζόμενης συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας, της Τουρκίας και του Ιράν στη Συρία, καθώς και το μέλλον των σχέσεων της Άγκυρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, έχει έρθει η ώρα για μια ειλικρινή αναθεώρηση των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας, προκειμένου να καθοριστούν οι αδυναμίες της διμερούς συνεργασίας και να σχεδιαστεί το πλαίσιο για ένα καλύτερο μέλλον, γράφει σε ανάλυσή του το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (RIAC).
Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας, το RIAC αναφέρει μεταξύ άλλων πως στα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις καθορίζονταν από τις απόψεις των ηγεσιών τους, οι οποίες διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οι σχέσεις των άρχισαν να δοκιμάζονται όταν η Μόσχα επέμεινε το καθεστώς Ατατούρκ να επανασχεδιάζει το πολιτικό καθεστώς της Τουρκίας σύμφωνα με τις σοσιαλιστικές αρχές, επιδεινώθηκαν περαιτέρω μετά το 1945 όταν η Σοβιετική Ένωση απείλησε να επανεξετάσει το καθεστώς των Στενών και να αλλάξει τα ανατολικά Σύνορα της Τουρκίας, λόγω της απόφασης της Άγκυρας να συμμετέχει στο Σχέδιο Μάρσαλ και στο ΝΑΤΟ, ενώ το 1964 και 1974 άρχισαν να θερμαίνονται, όταν, λόγω της Κύπρου, φάνηκε πως η Τουρκία άρχισε να αποκλίνει όλο και περισσότερο από τη γραμμή της Δύσης.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης και της Τουρκίας άρχισαν να αποκτούν δική τους λογική, κάτι που εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία που ανέπτυξαν στο εμπόριο, το φυσικό αέριο και την ανταλλαγή τεχνολογίας. Ωστόσο, η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν και η στήριξη της Μόσχας στο PKK δεν επέτρεψαν να υπάρξει σημαντική βελτίωση στις σχέσεις των δυο χωρών.
Εξάλλου, ακόμα και η προσπάθεια που έκαναν οι ελίτ των δυο κατά τη δεκαετία του 1990 να σταματήσει η αντιπαράθεση και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους και να επικεντρωθούν σε τομείς αμοιβαίου συμφέροντος, δεν έλυσε τα προβλήματα στις διμερείς σχέσεις τους, αφού οι προβληματικοί τομείς δεν έτυχαν αυξημένης προσοχής, αλλά απλώς μετριάστηκαν και απομακρύνθηκαν από την ημερήσια διάταξη.
Ως προς τον ρόλο της Δύσης και τρίτων χωρών στη δυναμική των διμερών σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας, το RIAC σημειώνει πως οι δυο χώρες εκλαμβάνουν τη διμερή σχέση τους στην προμήθεια φυσικού αερίου και στο πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακουγιου ως σχεδόν ιδανική πλατφόρμα για τη βελτίωση της διαπραγματευτικής τους θέσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για την Τουρκία, οι καλύτεροι όροι στις προμήθειες αερίου από τη Ρωσία και η Ρωσική βοήθεια για την κατασκευή των πυρηνικών εγκαταστάσεων έχουν άμεσο αντίκτυπο στα μακροπρόθεσμα σχέδια οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η τουρκική κυβέρνηση αναμένει άνοδο της ενεργειακής ζήτησης. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία έχει σταθερά έσοδα από τις εξαγωγές της προς την Τουρκία, κάτι που θεωρείται «ατού» για την σταθερότητα του προϋπολογισμού της σε περιόδους κυρώσεων από τη Δύση και πιέσεων στα εγχώρια οικονομικά σχέδια. Όλα αυτά δείχνουν πως η οικονομική συνεργασία συμβάλλει στην προώθηση της διαπραγματευτικής τους θέσης έναντι της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Ομοίως, η Ρωσία αξιοποιεί τη στήριξη της Τουρκίας σε πολλά θέματα, ως ένα πολύ αποτελεσματικό πλεονέκτημα στον δικό της ανταγωνισμό κατά του ΝΑΤΟ. Για την ελίτ της Ρωσίας, η εξάρτηση της Τουρκίας από τους συμμάχους της Δύσης είναι πολύ σημαντική. Αρκετοί τούρκοι ειδήμονες δίνουν έμφαση στο γεγονός πως η χώρα δεν συμμετείχε στις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη Ρωσία το 2014.
Ενώ και τα δυο κράτη θέλουν να αυξήσουν την επιρροή τους στην παγκόσμια πολιτική, ωστόσο αυτός ο μετασχηματισμός δεν θα είναι απροβλημάτιστος για τις διμερείς τους σχέσεις. Η τουρκική ελίτ φαίνεται να έχει αποδεχθεί το γεγονός πως χωρίς σημαντική Δυτική στήριξη η Τουρκία έχει ελάχιστο περιθώριο να δράσει στην Κεντρική Ασία. Παράλληλα, επισημαίνει πως η Τουρκία γνωρίζει πως οι σχέσεις της με τη Ρωσία είναι ανομοιόμορφες, ιδιαίτερα σε στρατιωτικούς και διπλωματικούς όρους, ως εκ τούτου, όταν και όπου είναι δυνατόν, η Άγκυρα θα ήθελε να λειτουργεί ως αντίβαρο στη ρωσική κυριαρχία, διευρύνοντας τις συζητήσεις για τη συνεργασία ΝΑΤΟ-Τουρκίας, για παράδειγμα, στη Γεωργία ή στο Αζερμπαϊτζάν.
Η αύξηση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα επίσης ανησυχεί την Τουρκία. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης να αυξήσει τις ναυτικές της δυνατότητες στα χωρικά ύδατα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο, σε ό,τι αφορά την επιρροή που έχουν τρίτοι στις διμερείς σχέσεις των δυο χωρών, είναι ο ρόλος που έχουν στη διαδικασία οι ηγέτες της Κεντρικής Ασίας. Όπως επισημαίνει το RIAC, οι ηγέτες αυτοί αναγκάζονται να μεσολαβούν μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας λόγω της πολιτικής εξάρτησή τους από τη Ρωσία και της πολιτισμικής εγγύτητά τους με την Τουρκία. Υπάρχουν, ωστόσο, τάσεις στις ρωσικές πολιτικές να ελαχιστοποιηθεί η Τουρκική αλληλεγγύη των Ρωσικών Τουρκικών κοινοτήτων με την Τουρκία.
Ως προς τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, το RIAC γράφει πως σήμερα η Ρωσία φαίνεται ότι ξανα-ανακαλύπτει τον εαυτόν της ως παγκόσμια δύναμη. Η ρωσική ελίτ με προθυμία εμπλέκεται στη Μέση Ανατολή και οι ενεργειακές και στρατιωτικές εταιρείες που στηρίζονται από το κράτος αυξάνουν την επιρροή τους στο πολιτικό σκηνικό στην περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, η Μέση Ανατολή έχει γίνει περιοχή ακτιβισμού εξωτερικής πολιτικής των τουρκικών ελίτ. Η κυβέρνηση του AKP έχει όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση σε ό,τι αφορά τον χειρισμό των περιφερειακών ζητημάτων, ευελπιστώντας πιθανόν πως η πολιτισμική και γεωγραφική εγγύτητα με τον τοπικό πληθυσμό ίσως μεταφραστεί σε πραγματικά πολιτικά και οικονομικά κέρδη για την Τουρκία.
Η Συρία ήταν ίσως το καλύτερο παράδειγμα του πρόσφατου περιφερειακού ακτιβισμού της Τουρκίας, όμως ο εμφύλιος πόλεμος άλλαξε την προσέγγιση αυτή, με την αυξανόμενη αστάθεια να απειλεί την ασφάλεια της χώρας και να προσελκύει στον πόλεμο πολλούς νέους παγκόσμιους και περιφερειακούς παίκτες. Το πρόβλημα για τις ρωσοτουρκικές σχέσεις είναι πως η Συρία αποδείχθηκε μια περιοχή όπου τα ρωσικά και τουρκικά συμφέροντα συγκρούονται. Σταδιακά, όμως, ο αυξανόμενος αριθμός των προκλήσεων άλλαξε τη δυναμική της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, οδηγώντας σε επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων, με τις στενότερες επαφές με τη Ρωσία να θεωρούνται ως ένα από τα «κανάλια» ενίσχυσης της κατάστασης της ασφάλειας στα τουρκικά σύνορα. Η Μόσχα αντέδρασε θετικά στις ανησυχίες της Τουρκίας για το PKK και τους Κούρδους, θεωρώντας πως είναι νόμιμο ζήτημα συζήτησης με την Τουρκία.
Απ’ όσο μπορούμε να δούμε σήμερα, σχολιάζει το RIAC, οι τουρκικές ελίτ προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες πραγματικότητες, συνηθίζοντας τη ρωσική παρουσία. Βλέποντας τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να εγκαταλείπουν όλο και περισσότερο την Άγκυρα, οι τουρκικές ελίτ προσπαθούν να διευρύνουν τους τομείς συνεργασίας με τη Ρωσία και το Ιράν. Κρίνοντας από τα μαθήματα του παρελθόντος, η Τουρκία και η Ρωσία μπορούν να βρουν κοινή λύση και να αναγνωρίσουν τα αντίστοιχα συμφέροντα και τις ανησυχίες. Η συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία είναι ένα φαινόμενο τακτικής που προκλήθηκε από την ανικανότητα των εταίρων της Δύσης να δείξουν αλληλεγγύη σε πολλές περιπτώσεις και να δράσουν κατά της Ρωσίας, τονίζει το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων.
Οι διαφορές για πολιτικά ζητήματα όπως αυτό της τύχης του καθεστώτος Άσαντ ή των δικαιωμάτων για τους Κούρδους, μπορεί να απομακρυνθούν από την ατζέντα μεσοπρόθεσμα, δίνοντας τη δυνατότητα η διμερής συνεργασία για το θέμα της Συρίας να επικεντρωθεί σε οικονομικά ζητήματα όπως η ανοικοδόμηση της χώρας, το εμπόριο και τα ενεργειακά πρότζεκτς.
Συμπερασματικά, το RIAC γράφει πως αν και παρατηρείται ταχεία ανάπτυξη των πολιτικών σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας τα τελευταία χρόνια, ωστόσο οι σχέσεις δεν είναι απρόσβλητες από απρόβλεπτα σοκ. Η μεγάλη έμφαση που δίνεται στον πολιτικό διάλογο, τις πολιτικές διασυνδέσεις και τις διαβουλεύσεις μεταξύ των κυβερνήσεων των δυο χωρών μπορεί να είναι μεγάλης σημασίας γενικότερα, ωστόσο κατά καιρούς αποκαλύπτουν πως δεν αρκούν για την ανάπτυξη πλήρους σχέσης. Η σημερινή συνεργασία μεταξύ της Μόσχας και της Άγκυρας στην Συρία αποτελεί μια καλή πλατφόρμα για να δοκιμάσουν και οι δυο πλευρές την πολιτική εμπιστοσύνη τους και να μάθουν η μία να ακούει τις ανησυχίες της άλλης, κάτι που μέχρι τώρα γενικά δεν γίνεται.
Παρά τις σημερινές διαθέσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έναντι της αποχώρησης της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, η ανάλυση της ιστορίας και η σημερινή κατάσταση στον κόσμο, υποδηλώνουν πως η Τουρκία ούτε θα προτιμούσε, ούτε θα άντεχε να φύγει από την ασφάλεια και τις πολιτικές δομές της Δύσης. Από την άλλη πλευρά, η επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τη Δύση δεν θα πήγαινε απαραίτητα κόντρα στα ρωσικά συμφέροντα, όπως εκτιμά το RIAC, σημειώνοντας πως η διασύνδεση τη Τουρκίας με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για την ρωσική παγκόσμια εξωτερική πολιτική.