Μετά από χρόνια στην διπλωματική ερημιά λόγω του εμφυλίου πολέμου, η Συρία μπορεί σύντομα να επιστρέψει απ’ την… εξορία, τουλάχιστον στην άμεση γειτονιά της.
Οι πρόσφατες διπλωματικές εξελίξεις μαρτυρούν την αλλαγή κλίματος: τον περασμένο μήνα ο πρόεδρος του Σουδάν Omar al Bashir έγινε ο πρώτος επικεφαλής κράτους του Αραβικού Συνδέσμου που επισκέφθηκε τον Σύρο ομόλογό του στη Δαμασκό, από τότε που ξεκίνησε ο εμφύλιος στη Συρία πριν από σχεδόν οκτώ χρόνια.
Τον ίδιο μήνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ξανα-άνοιξαν την πρεσβεία τους στη Δαμασκό, η οποία ήταν κλειστή από το 2011. Γειτονικές χώρες όπως η Ιορδανία και ο Λίβανος, που έχουν πληγεί οικονομικά και πολιτικά από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στη διπλανή τους χώρα, επίσης εξετάζουν το πώς και πότε θα επαναφέρουν τις, τεταμένες σήμερα, σχέσεις τους με τη Συρία.
Από τα πιο ξεκάθαρα σημάδια πως η θέση της Συρίας στον Αραβικό κόσμο βελτιώνεται, είναι η προοπτική ο Αραβικός Σύνδεσμος να ξαναδεχθεί την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ, οκτώ χρόνια αφότου ψήφισε υπέρ της αποβολής της Δαμασκού ως απάντηση στον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπιζε την αντιπολίτευση της χώρας.
Τους τελευταίους μήνες, διπλωματικές πηγές έχουν δηλώσει στην Guardian πως αναδύεται μια γενική συναίνεση στα μέλη του Αραβικού Συνδέσμου –ιδιαίτερα μεταξύ των ισχυρών και πλούσιων χωρών του Αραβικού Κόλπου- πως η επανεισδοχή της Συρίας στης αγκάλες τους, περισσότερο θα τους ωφελούσε παρά θα τους έβλαπτε. Εν όψει της επόμενης ετήσιας συνόδου του Συνδέσμου τον Μάρτιο στην Τυνησία, το μπλοκ ίσως βρίσκεται στα πρόθυρα μιας μεγάλης αλλαγής ως προς το πώς προσεγγίζει η περιοχή την Συρία του Άσαντ.
Η σημασία του Αραβικού Συνδέσμου
Ο Αραβικός Σύνδεσμος, ο οποίος ιδρύθηκε το 1945 με την βρετανική «πειθώ», είναι μια «ομπρέλα» για αραβόφωνες χώρες που δραστηριοποιείται προκειμένου να επιτύχει κοινούς οικονομικούς και πολιτικούς στόχους. Ωστόσο, ο Σύνδεσμος είναι διαβόητα αδύναμος, εν μέρει διότι οι αποφάσεις του ισχύουν μόνο για τα κράτη μέλη εκείνα που τις επιβεβαιώνουν. Ένα κοινό ανέκδοτο για τον Σύνδεσμο είναι πως δεν έχει επιτύχει τίποτα σημαντικό από το 1967, όταν εξέδωσε απόφαση κατά της συνεργασίας με το Ισραήλ, κατά την τέταρτη σύνοδό του. (Η σύνοδος του 1967 φιλοξενήθηκε στο Χαρτούμ λίγους μόλις μήνες αφότου του Ισραήλ κατατρόπωσε τους στρατούς έξι Αραβικών κρατών – ένα πάθημα που έφερε για λίγο κοντά τα μέλη του μπλοκ στην κοινή εχθρική τους στάση έναντι του Ισραήλ). Δώδεκα χρόνια αργότερα, όμως, η Αίγυπτος διαφοροποιήθηκε και υπέγραψε ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ, δείχνοντας πως υπάρχει ένα μοτίβο όπου οι αδύναμες αποφάσεις του μπλοκ συχνά λαμβάνονται μόνο για να παραβιαστούν.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος σχεδιάστηκε για να ενισχύσει την ενότητα, αντιθέτως, όμως, έχει γίνει μια πλατφόρμα που δείχνει ξεκάθαρα την έκταση της διχόνοιας στην περιοχή. Τα κράτη μέλη συχνά απέχουν από τις ψηφοφορίες, όπως έγινε και κατά τη διάρκεια της ψήφισης της απόφασης για τη Συρία το 2011, όταν ο Λίβανος, η Υεμένη και η Συρία ψήφισαν κατά της απόφασης και το Ιράν απείχε.
Ακόμα και όταν τα μέλη συμφωνούν στις αποφάσεις, όπως έγινε στη συνάντηση στο Sharm el-Sheik το 2015 όπου ψήφησαν για τη δημιουργία κοινής στρατιωτικής δύναμης ώστε να αντιμετωπιστεί ο εξτρεμισμός στην περιοχή, λίγα γίνονται σε επίπεδο υλοποίησης. Πράγματι, στην ίδια τη διακήρυξη του Συνδέσμου για τη στρατιωτική συμμαχία δίνεται έμφαση στο ότι η δύναμη δεν θα συμμετέχει στις επιχειρήσεις κατά των Χούθι στην Υεμένη και πως η συμμετοχή είναι προαιρετική. Επιπλέον, μια «αραβική στρατιωτική δύναμη» από την ηγεσία της Αιγύπτου διαφέρει από μια «ισλαμική συμμαχία για την αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας» της οποίας ηγείται η Σαουδική Αραβία, ενώ και οι δυο διαφέρουν από την επωνομαζόμενη «στρατηγική συμμαχία Μέσης Ανατολής» των ΗΠΑ.
Στο τέλος, οι αποφάσεις του ίδιου του Συνδέσμου συχνά δείχνουν τον πολλαπλασιασμό των υποομάδων της Μέσης Ανατολής, υπογραμμίζοντας ότι όλοι στην περιοχή κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ακόμα και οι συγκριτικά ξεκάθαρες πρωτοβουλίες για την παροχή κοινής οικονομικής βοήθειας και την υλοποίηση αναπτυξιακών έργων αποδεικνύονται δύσκολες. Αυτό φάνηκε και στην συνεδρίαση της επιτροπής οικονομικών και κοινωνικών υποθέσεων του Αραβικού Συνδέσμου που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο στη Βηρυτό. Ο Σύνδεσμος συγκάλεσε τη συνεδρίαση προκειμένου να στηρίξει τη διαδικασία ανοικοδόμησης της Συρίας, καθώς και την ανοικοδόμηση και ανάπτυξη άλλων περιοχών του Αραβικού κόσμου που μαστίζονται από τον πόλεμο και τη φτώχεια. Τελικά, όμως, ο Λιβανέζος πρόεδρος Michel Aoun, κατέληξε να σημειώνει τις πολλές απουσίες στην εναρκτήρια ομιλία του.
Στο δρόμο για την Τυνησία
Πέραν αυτών των γνωστών εμποδίων, ο Σύνδεσμος παραμένει η σημαντικότερη αποκλειστικά Αραβική πολιτική οντότητα στον κόσμο. Επιπλέον, είναι κρίσιμης σημασίας οι συνεδριάσεις του διότι δίνουν πολιτικά σήματα: το ποιος βρίσκεται στο τραπέζι και ποιος όχι, έχει σημασία για τα μεγάλα Αραβικά κράτη. Ασχέτως του αν η Σύνοδος θα δεχθεί εκ νέου τη Συρία στους κόλπους της πριν την ετήσια σύνοδο στην Τυνησία, η απόφαση σηματοδοτεί πως η χώρες του αραβικού κόσμου προσπαθούν να γυρίσουν σελίδα (κάποιες δυσανασχετώντας περισσότερο από άλλες) στον πολυετή κτηνώδη πόλεμο στη Συρία. Μια τέτοια εξέλιξη συνοδεύεται από οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις που είναι δεδομένο ότι θα αλλάξουν την περιοχή.
Πολιτικά, η αποδοχή της Συρίας θα έδειχνε δημοσίως πως τα κράτη του Αραβικού Κόλπου αλλάζουν στάση ως προς το πώς δουλεύουν με τη Συρία, την κυβέρνηση της οποίας οι χώρες του Κόλπου, όπως και άλλα Αραβικά κράτη, επιδίωκαν για χρόνια να υπονομεύσουν.
Αποδεχόμενες την επιστροφή της Συρίας στο τραπέζι, οι χώρες αυτές θα παραδέχονταν την αποτυχία τους να φέρουν κάποιον άλλον στην εξουσία, πρώτον διότι οι αντάρτες που υποστήριξαν έχουν ως επί το πλείστον χάσει τη μάχη τους κατά του Άσαντ και, δεύτερον, διότι το «Plan B» τους να στηρίξουν τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις καταρρέει καθώς οι ΗΠΑ σχεδιάζουν την απόσυρσή τους από τη Συρία.
Η στήριξη που δίνουν χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στην επιστροφή της Συρίας στις αγκάλες του Συνδέσμου δεν δείχνει την ικανοποίησή τους για την παραμονή στην εξουσία της Δαμασκού μιας κυβέρνησης που ευθυγραμμίζεται με το Ιράν, όμως δείχνει πως αναγνωρίζουν πως η καλύτερη πορεία είναι να συνεργαστούν με τον αλ Άσαντ σε μια προσπάθεια να τον «τραβήξουν» από την Ιρανική επιρροή.
Για τις Αραβικές χώρες που συνορεύουν με τη Συρία, όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος και το Ιράκ, ο πόλεμος κατέστρεψε τα κερδοφόρα ναυτιλιακά και εμπορικά δίκτυα που οι κυβερνήσεις αυτές θέλουν να ξαναχτιστούν γρήγορα. Η επανεισδοχή της Συρίας στο Σύνδεσμο θα επέτρεπε στη Βηρυτό να ενισχύσει δημοσίως το εμπόριό της με τη Δαμασκό, ενώ η Βαγδάτη και το Αμάν θα μπορούσαν να «αναστήσουν» μεταφορικές διαδρομές. Και δεδομένου ότι ο πόλεμος προσθέσει εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες –και ένα οικονομικό βάρος- στους πληθυσμούς του καθενός από αυτά τα κράτη, οι χώρες αυτές είναι πρόθυμες να επωφεληθούν από τους δεσμούς με μια διπλωματικά αποκατεστημένη Συρία.
Γενικότερα, η επαναφορά της Συρίας στο Σύνδεσμο θα έδινε το έναυσμα για να ξεκινήσει το κοστοβόρο έργο της ανοικοδόμησης. Αν και οι κυρώσεις των ΗΠΑ, της ΕΕ και άλλων χωρών κατά της Δαμασκού πιθανότατα θα διατηρηθούν για χρόνια, ωστόσο οι χώρες του Αραβικού Κόλπου θα αντιμετώπιζαν λιγότερα νομικά και πολιτικά ζητήματα συμμετέχοντας σε έργα ανοικοδόμησης της Συρίας και ανακατασκευής των δικτύων αν ο Σύνδεσμος αναγνωρίσει τον έλεγχο του αλ Άσαντ.
Για εμπορικούς και ναυτιλιακούς κόμβους όπως είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, η αύξηση των διαθέσιμων εμπορικών εταίρων τους έχει πλεονεκτήματα. Και για τα Αραβικά κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, που αντιτίθενται σθεναρά στην αύξηση της επιρροής του Ιράν στην περιοχή, η πιθανότητα δημιουργίας θετικών οικονομικών δεσμών με τη Συρία μακροπρόθεσμα θα αποτελούσε μέρος μιας στρατηγικής στροφής προς τη συνεργασία με τους Άραβες συμμάχους του Ιράν ώστε να προσπαθήσουν να τους προσελκύσουν στην «τροχιά» του Ριάντ. Πράγματι, οι Άραβες επικριτές της Τεχεράνης έχουν ήδη αρχίσει να προωθούν μια τέτοια στρατηγική στο Ιράκ, όπου τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία έχουν αυξήσει τις οικονομικές επενδύσεις, τις δραστηριότητες media και την αλληλεπίδρασή τους με όλα τα δόγματα προκειμένου να ενισχύσουν την επιρροή τους σε βάρος της Ισλαμικής δημοκρατίας.
Πέρα από τον Αραβικό κόσμο
Η απόφαση του Συνδέσμου να συνεργαστεί με τη Συρία δεν σημαίνει απαραίτητα πως ο υπόλοιπος κόσμος θα κάνει αμέσως το ίδιο. Πράγματι, η πρόταση είναι ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα, ιδιαίτερα καθώς παράγοντες όπως το Κογκρέσο των ΗΠΑ παραμένουν προσηλωμένοι στην οικονομική απομόνωση του Άσαντ. Ωστόσο, η αλλαγή πορείας του μπλοκ θα μείωνε σε κάποιον βαθμό την τοξικότητα γύρω από τη Συρία· για παράδειγμα, η Τουρκία έχει παραδεχθεί πως πρέπει να είναι έτοιμη να συνεργαστεί με τον Άσαντ –αρκεί η κυβέρνησή του να κερδίσει στις εκλογές.
Ακόμα και αν μεγάλες εξωτερικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία δεν συμφωνούν αναφορικά με το αν θα πρέπει να στηρίξουν ή όχι τη νυν κυβέρνηση της Συρίας, ωστόσο και οι δυο κατανοούν τα οφέλη της στενότερης συνεργασίας των κρατών του Αραβικού Συνδέσμου. Η Ουάσινγκτον δυσκολεύεται να καλλιεργήσει την ενότητα στους συμμάχους της στη Μέση Ανατολή καθώς προσπαθεί να βρει μια συμμαχία που θα μοιραστεί το βάρος της περιφερειακής σταθεροποίησης –κάτι που αποτελεί στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ. Η Ρωσία, φυσικά, αναμένεται να επωφεληθεί αν ο Σύνδεσμος αγκαλιάσει και πάλι τη Συρία, αφού η Μόσχα στήριξε τον Άσαντ με πολιτικό κεφάλαιο, χρήμα και στρατιωτική βοήθεια.
Μετά από σχεδόν μια δεκαετία πολέμου, η νυν κυβέρνηση της Συρίας έχει δείξει πως δεν πάει πουθενά. Για πολλούς στον Αραβικό κόσμο, η παραμονή του καθεστώτος Άσαντ στην εξουσία καταστρέφει την επιθυμία τους να δουν μια πιο διαχειρίσιμη κυβέρνηση στη Δαμασκό, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί πλέον τον απαράβατο όρο που αποτελούσε παλαιότερα. Αντιλαμβανόμενος την χρησιμότητα της συνεργασίας με το καθεστώς Άσαντ αντί της υπονόμευσής του, ο Αραβικός Σύνδεσμος φαίνεται έτοιμος να υποδεχθεί ξανά στην αγκαλιά του τη Συρία.
Και ο υπόλοιπος κόσμος σιγά-σιγά θα αναγκαστεί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Αραβικού Συνδέσμου.