Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ – Κίνας θα κλιμακωθεί σε όλα τα επίπεδα το 2019. Το Πεκίνο δεν θα αντιμετωπίσει μόνο αυξημένη οικονομική πίεση από τους δασμούς και τα ρυθμιστικά μπλόκα ενάντια σε κινεζικές εταιρείες, αλλά οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν επίσης κυρώσεις για να σφίξουν τα λουριά κατά της ασιατικής δύναμης σε θέματα που σχετίζονται με τις κυβερνοεπιθέσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα (η αντιμετώπιση από την Κίνα των Ουιγούρων και άλλων μειονοτήτων, για παράδειγμα, θα αποτελέσουν ένα βασικό στόχο για την πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ).
Στο μέτωπο της ασφάλειας οι ΗΠΑ θα κινηθούν αποφασιστικά προκαλώντας την Κίνα άμεσα στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Ταιβάν, κάτι που πιθανότατα θα οδηγήσει σε περισσότερες αντιπαραθέσεις μεταξύ του αμερικανικού και κινεζικού ναυτικού σε «καυτά σημεία». Οι οικονομικές προσπάθειες να αντιμετωπιστεί άμεσα η πρωτοβουλία «Belt and Road» (Μια Ζώνη ένας Δρόμος) του Πεκίνου, από την άλλη πλευρά, θα αντιμετωπίσουν πολύ περισσότερους περιορισμούς, καθώς η Κίνα αξιοποιεί την κοινή οικονομική πρόσβαση και τις συμφωνίες συνεργασίας με μικρές και μεγάλες δυνάμεις για να εξασθενίσει τις συμμαχίες των ΗΠΑ.
Στο εμπόριο προσωρινές ανακωχές μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου θα είναι πιθανές καθώς αμφότερες διαπραγματεύονται κάποιες οικονομικές «αναστολές» αλλά η κρίσιμη λέξη είναι «προσωρινές»: Το χάσμα μεταξύ των απαιτήσεων των ΗΠΑ για βαθιές δομικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία της Κίνας και η πραγματικότητα αναφορικά με το τι είναι πρόθυμο να προσφέρει το Πεκίνο, χωρίς να θέσει σε διακινδύνευση την κρίσιμη στρατηγική της για την βιομηχανική τεχνολογία και την σταθερότητα στο εσωτερικό, είναι απλά πολύ μεγάλο για να επιτρέψει μια περισσότερο περιεκτική και μακροχρόνια συμφωνία των δυο πλευρών.
Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει κυρώσεις σε κινεζικές εξαγωγές αξίας περίπου 250 δισ. δολαρίων. Απογοητευμένος από τις περιορισμένες παραχωρήσεις που θα είναι σε θέση να αποσπάσουν από την Κίνα, ο Λευκός Οίκος μπορεί ακόμα να χτυπήσει την χώρα με ένα ακόμα γύρο δασμών στοχεύοντας στα εναπομείναντα 267 δισ. δολάρια εισαγωγών.
Η οικονομική πίεση προς την Κίνα θα επεκταθεί πέραν των δασμών. Οι τεχνολογικές εταιρείες των ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν περισσότερη ρυθμιστική εποπτεία καθώς η υπερδύναμη προσπαθεί να περιορίσει την πρόσβαση της ασιατικής χώρας σε τεχνολογίες dual-use (σ.σ. συνήθως χρησιμοποιούνται για καταναλωτική χρήση, αλλά μπορούν να αποκτήσουν και στρατιωτική αξία) και ελέγχει εξονυχιστικά την εφοδιαστική αλυσίδα ΗΠΑ-Κίνας για αδυναμίες σε ότι αφορά την εθνική ασφάλεια.
Πιθανοί εξαγωγικοί έλεγχοι σε στόχους «dual-use», από υψηλής απόδοσης chips έως γενικές έρευνες τεχνητής νοημοσύνης θα προκαλέσουν αναστάτωση σε πολλές επιχειρήσεις. Η υπερδύναμη έχει ήδη σηκώσει τείχη σε κινεζικές επενδύσεις και έρευνες σε στρατηγικούς τομείς, αλλά θα προχωρήσει και σε ισχυρό λόμπινγκ σε άλλες χώρες (ειδικά σε Ιαπωνία, Καναδά, ευρωπαϊκές χώρες, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νότια Κορέα και Ταιβάν) για να μειώσει τους δεσμούς τους με μεγάλες κινεζικές τεχνολογικές εταιρείες, όπως η Huawei και η ZTE, που θα ονομαστούν ως «κρίσιμος κίνδυνος εθνικής ασφάλειας» για άλλες χώρες.
Τα επόμενα δυο χρόνια θα αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού σε ότι αφορά την ταχύτητα και την συνδεσιμότητα ώστε να υποστηριχθούν τεχνολογίες μετασχηματισμού, όπως το «ίντερνετ των πραγμάτων», η εικονική πραγματικότητα, οι διαδικασίες τεχνητής νοημοσύνης, τα αυτοκινούμενα οχήματα και η τηλειατρική, τομείς στους οποίους ήδη υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των δυο χωρών. Και καθώς η Huawei and ZTE και δυο μεταξύ των ελάχιστων τεχνολογικών εταιρειών που έχουν αναπτύξει τεχνολογική υποδομή και προδιαγραφές γύρω από το 5G, η αμερικανική κυβέρνηση θα κάνει ότι μπορεί για να εμποδίσει τον μεγαλύτερο στρατηγικό αντίπαλό της από το να εισχωρήσει βαθιά στα κεντρικά συστήματα της ίδιας και των συμμάχων της.
Αυτή η διογκούμενη επιτακτική ανάγκη φυσιολογικά θα ρίξει καύσιμο στην ήδη αυξανόμενη φωτιά μεταξύ του κράτους και των οργανισμών σε αρκετές αναπτυγμένες οικονομίες, καθώς οι πολυεθνικές τεχνολογικές εταιρείες με βαθιά στρωματοποιημένες αλυσίδες εφοδιασμού προσπαθούν να αντισταθούν στην αύξηση των ρυθμιστικών εμποδίων σε επιχειρηματικά μοντέλα που στηρίζονται στο ανοικτό εμπόριο και τη διασυνοριακή ροή δεδομένων.
Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός στον κυβερνοχώρο θα επιδεινώσει το χάσμα μεταξύ κρατών και επιχειρήσεων σε ότι αφορά τις πολιτικές. Ως μεγαλύτερος στόχος κυβερνοεπιθέσεων οι ΗΠΑ ακολουθούν μια πιο επιθετική πορεία με την Κίνα και τη Ρωσία ξεκάθαρα στο στόχαστρο (στο δρόμο προς τις προεδρικές εκλογές του 2020 θα δώσει περισσότερη προσοχή στις κυβερνοαπειλή που θέτει η Κίνα).
Μια αυξανόμενη τάση είναι ορατή στις δυτικές χώρες, όπου οι κυβερνήσεις θα στηριχθούν στα υψηλά πρόστιμα και τη συσσώρευση αγωγών από καταναλωτές για να κρατήσουν τις επιχειρήσεις υπόλογες σε μεγάλης κλίμακας παραβίαση δεδομένων. Οι εκκλήσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων ώστε να αναπτυχθούν παγκόσμιες νόρμες για τον κυβερνοχώρο θα γίνουν περισσότερο επείγουσες, αλλά η συναίνεση και η επιβολή τέτοιας ατζέντας θα παραμείνουν αόριστες, δεδομένων των μεγάλων αποκλίσεων στις θέσεις μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης, Κίνας και Ρωσίας για τις προτεραιότητες και της μεθόδους που απαιτούνται για τον έλεγχο του κυβερνοχώρου.