H αύξηση των ανισοτήτων στη Ρωσία μετά το 1990 είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι στην Κίνα και σε άλλες πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σύμφωνα με έρευνα των T. Piketty, G. Zucman και F. Novokmet.
Η Ρωσία βίωσε ένα βίαιο οικονομικό και πολιτικό μετασχηματισμό μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990. Το ΑΕΠ βούτηξε την περίοδο 1992-1995, ενώ ο πληθωρισμός εκτινάχτηκε. Το ΑΕΠ άρχισε να ανακάμπτει την περίοδο 1998-1999 και ακολούθησε μια περίοδος ισχυρής ανάπτυξης, η οποία διακόπηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008. Η ανάπτυξη παραμένει υποτονική έκτοτε, ενώ το 2014 καταγράφηκε ύφεση λόγω των διεθνών κυρώσεων και της πτώσης της τιμής του πετρελαίου.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τριών οικονομολόγων, το μέσο εισόδημα στη Ρωσία είναι σήμερα πολύ υψηλότερο από ότι στην σοβιετική Ρωσία του 1989. Το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει αυξηθεί κατά περίπου 40% από το 1989 ως το 2016, από περίπου 16.000 ευρώ σε 24.000. Η αύξηση αυτή έχει συρρικνώσει το χάσμα ανάμεσα στο επίπεδο διαβίωσης των Ρώσων και των Δυτικοευρωπαίων. Το επίπεδο διαβίωσης στη Ρωσία βρισκόταν περίπου στο 60-65% της Δυτικής Ευρώπης το 1989 και το 2010 ανέβηκε στο 70 με 75%.
Ωστόσο, οι ίδιοι οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι συγκρίσεις με την σοβιετική περίοδο είναι εξαιρετικά δύσκολες, λόγω των ελλιπών στοιχείων και των διαφορών μεταξύ των δύο οικονομικών συστημάτων. Όπως επισημαίνει και ο Leonld Bershidsky στο Bloomberg, η ανάλυση τους γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πολύτιμη όσον αφορά την περίοδο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος και την «επιβολή ενός οριζόντιου φορολογικού συντελεστή 13%»
Με βάση τη στατιστική μελέτη των Piketty, Zucman και Novokmet, το μερίδιο του πλουσιότερου 10% στο συνολικό εθνικό εισόδημα ανήλθε από το 25% το 1990 σε πάνω από 45% το 1996. Αυτή η εντυπωσιακή άνοδος του 10% συνέβη ταυτόχρονα με την μαζική κατάρρευση του μεριδίου του φτωχότερου 50%, που έπεσε από το 30% περίπου του συνολικού εισοδήματος το 1990 σε λιγότερο από 10% το 1996%, προτού ανακάμψει σταδιακά στο 15% το 1998 και στο 18% το 2015.
Την ίδια στιγμή, το μερίδιο του πλουσιότερου 1% ακολουθούσε μια σταθερή ανοδική πορεία, από λιγότερο από 6% το 1989 σε περίπου 16% το 1996 και πάνω από 26% το 2008. Το μερίδιο του 1% υποχώρησε ελαφρώς μετά την κρίση και σταθεροποιήθηκε γύρω στο 20 με 22% το 2010.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η αύξηση αυτή των ανισοτήτων είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι στις υπόλοιπες πρώην κομμουνιστικές χώρες.
Στη Ρωσία το μερίδιο του πλουσιότερου 1% ανήλθε στο 20 με 25%, ενώ σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Πολωνία έφτασε ως το 10 με 14%. Στην Κίνα επίσης, το μερίδιο του πλουσιότερου 1% στο συνολικό εισόδημα βρίσκεται στο 14%.
Τα επίπεδα ανίσοτητας στη Ρωσία συγκρίνονται πλέον με αυτά των ΗΠΑ, όπου το μερίδιο του πλουσιότερου 1% βρίσκεται λίγο πάνω από το 20%.
Τα στοιχεία αυτά ευθυγραμμίζονται σύμφωνα με τους ερευνητές με τα στοιχεία του Forbes που δείχνουν έναν ασυνήθιστα υψηλό αριθμό Ρώσων δισεκατομμυριούχων ήδη από τις δεκαετίες του 1990-2000, σε σχέση με άλλες πρώην κομμουνιστικές χώρες, αλλά και με άλλες δυτικές χώρες.
Σύμφωνα με τους τρεις οικονομολόγους, μια βασική αιτία για αυτή την απόκλιση είναι η διαφορετική στρατηγική μετάβασης από τον κομμουνισμό που εφαρμόστηκε στη Ρωσία, με τη «θεραπεία σοκ» και τις ιδιωτικοποιήσεις μέσω κουπονιών.
«Μια πιθανή ερμηνεία των διαθέσιμων στοιχείων είναι ότι οι ιδιωτικοποιήσεις μέσω κουπονιών έγιναν τόσο γρήγορα και σε ένα τόσο χαοτικό νομισματικό και πολιτικό πλαίσιο, που μικρές ομάδες ανθρώπων κατάφεραν να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες κουπονιών σε σχετικά μικρές τιμές και σε ορισμένες περιπτώσεις να επιτύχουν εξαιρετικά επικερδείς συμφωνίες με τις δημόσιες αρχές. Μαζί με την φυγή κεφαλαίων και την αύξηση του offshore πλούτου, η διαδικασία αυτή οδήγησε σε πολύ υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης πλούτου και εισοδήματος στη Ρωσία σε σχέση με άλλες πρώην κουμμουνιστικές χώρες» τονίζουν σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουλίου.
H φυγή κεφαλαίου και ο offshore πλούτος
H Ρωσία κατέγραψε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα για κάθε έτος από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Τα εμπορικά αυτά πλεονάσματα, τα οποία προήλθαν κυρίως από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, ανέρχονταν γύρω στο 5% του εθνικού εισοδήματος την περίοδο 1993-1998, εκτινάχτηκαν στο 20% το 1999-2000 και σταθεροποιήθηκαν κοντά στο 10% την περίοδο 2001 με 2015. Την περίοδο 1993-2015 το μέσο εμπορικό πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 10%, δηλαδή για κάθε χρόνο την τελευταία 20ετία η ρωσική οικονομία εξάγει 10% περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από όσα εισάγει. Η διατήρηση τόσο υψηλών πλεονασμάτων θα έπρεπε λογικά να είχε οδηγήσει σε μαζική εξαγορά ξένων στοιχείων ενεργητικού από ρωσικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά και από τη ρωσική κυβέρνηση. Ωστόσο, τα ξένα στοιχεία ενεργητικού που έχει αποκτήσει η Ρωσία ανέρχονταν μόλις στο 25% του εθνικού της εισοδήματος το 2015.
Πως εξηγείται αυτή η τόσο μικρή συσσώρευση ξένων στοιχείων ενεργητικού;
«Η προφανής εξήγηση είναι η φυγή κεφαλαίου» σημειώνουν οι Piketty, Zucman και Novokmet. «Κάποιοι Ρώσοι ( και/ή κάποιες ρωσικές εταιρείες που δρούσαν για λογαριασμό κάποιων προσώπων, και/ή κάποιοι Ρώσοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που δρούσαν για λογαριασμό κάποιων προσώπων) κατάφεραν με κάποιο τρόπο να υφαρπάξουν ένα μέρος των εμπορικών πλεονασμάτων για να συσσωρεύσουν offshore πλούτο, ξένα στοιχεία ενεργητικού που δεν είναι καταγεγραμμένα ως τέτοια στα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία της Ρωσίας» επισημαίνουν.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τριών οικονομολόγων, το 2015 o πλούτος που διακρατούσαν Ρώσοι πολίτες σε οffshore κέντρα στο εξωτερικό έφτασε στο 75% του εθνικού εισοδήματος της Ρωσίας.
Εν τω μεταξύ, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν μεταφερθεί από πλούσιους Ρώσους σε offshore κέντρα όπως η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Κύπρος είναι όσα και ο χρηματοοικονομικός πλούτος του συνόλου των Ρώσων πολιτών που έχει παραμείνει στη Ρωσία.