To Mεντεγίν στη βόρεια Κολομβία, μια πόλη 4 εκατομμυρίων κατοίκων, ακολουθεί πορεία αντίστροφη με την Αθήνα. Ενώ η Αθήνα καθημερινά βυθίζεται στην τριτοκοσμική μιζέρια, το Mεντεγίν σημειώνει ραγδαία πρόοδο τα τελευταία έτη και σήμερα θεωρείται ένα πολύ «cool» μέρος.
Οταν κάποτε ήταν το αρχηγείο του λεγόμενου «καρτέλ του Μεντεγίν» (ναρκωτικών) και του θρυλικού Pablo Escobar, η πόλις υπέφερε καθημερινά από βία, δολοφονίες και απαγωγές. Ομως όλα αυτά ανήκουν σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν. Σήμερα είναι το μέρος όπου διεθνείς επιχειρηματικοί οργανισμοί, όπως το World Economic Forum πρόσφατα, οργανώνουν συναντήσεις και συζητήσεις.
Λόγω του εξαιρετικού κλίματος («αιώνια άνοιξη»), του νεανικού και μορφωμένου εργατικού δυναμικού, του φτηνού εθνικού νομίσματος και της φιλοεπιχειρηματικής κυβερνητικής πολιτικής, η πόλη αποτελεί μαγνήτη για τις ξένες επιχειρήσεις.
Ομως για μένα, η πόλη έκρυβε μια ακόμα έκπληξη: Να βρω στα ράφια των σουπερμάρκετ της... ελληνικούς κουραμπιέδες! Εδώ το προϊόν είναι γνωστό ως “galletas con almendras” (“μπισκότα αμυγδάλου”).
Ο επιχειρηματίας που βρίσκεται πίσω από την «άλωση» της Κολομβίας και γειτονικών χωρών με κουραμπιέδες είναι ο Σπύρος Γκόγκας, κύριος μέτοχος της εταιρείας Greco S.A.
Σήμερα το εργοστάσιό του στα βόρεια προάστια της πόλης παράγει 60 τόνους κουραμπιέδες τον μήνα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων κατευθύνεται για εσωτερική κατανάλωση, αλλά ένα μέρος εξάγεται επίσης σε Παναμά και Εκουαδόρ.
Η εταιρεία αποτελεί τμήμα ενός ομίλου εταιρειών που δραστηριοποιείται στους τομείς κλωστοϋφαντουργίας, τροφίμων και διανομής. Τα τελευταία 6 έτη, η Greco διεύρυνε τον κατάλογο των προϊόντων της προσθέτοντας γλυκίσματα, τσίχλες, σοκολατάκια και μπισκότα. Ομως το προϊόν-σημαία της εταιρείας παραμένει ο «ηρωικός» κουραμπιές.
Ο κ. Γκόγκας, που κατάγεται από την Κέρκυρα, σπούδασε βιολογία στην Αθήνα και έφθασε στο Μεντεγίν πριν από 20 χρόνια.
«Σε κάποια φάση συνειδητοποίησα ότι η Κέρκυρα ήταν πολύ μικρή για μένα και ότι θα έπρεπε να ψάξω την τύχη μου στον ευρύτερο κόσμο», σημειώνει.
Είχε ήδη ορισμένα μέλη της οικογένειάς του εδώ και έτσι το Mεντεγίν ήταν η φυσική επιλογή. Αγόρασε ένα χρησιμοποιημένο εργοστάσιο με ορισμένες παλαιές μηχανές και αποφάσισε να ξεκινήσει. «Οι πρώτες μου προσπάθειες απέτυχαν τραγικά. Και τότε μου ήρθε η ιδέα του κουραμπιέ, αγόρασα νέες μηχανές... και τα υπόλοιπα είναι ιστορία», μου λέει.
Γιατί κουραμπιέδες; «Οταν πρωτοήρθα, η αγορά μπισκότων κυριαρχείτο από δυο-τρεις μεγάλες εταιρείες που ακολουθούσαν τις αρχές του μαζικού μάρκετινγκ. Αποφάσισα να επιλέξω ένα προϊόν που απευθυνόταν στους «μερακλήδες» -ακολούθησα μια στρατηγική που αργότερα ονομάσθηκε «niche marketing».
Με άλλα λόγια, σκέφτηκα ορισμένες ελληνικές πολιτισμικές προτιμήσεις και βρέθηκα να ακολουθώ -χωρίς να το γνωρίζω- μια πολύ επαναστατική τότε στρατηγική μάρκετινγκ!»
Η ιστορία του κ. Γκόγκα αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που έχει ένας ξένος όταν προσπαθεί να μπει σε μια αγορά. Τα μειονεκτήματα είναι προφανή: έλλειψη γνώσης των τοπικών συνθηκών και της τοπικής κουλτούρας.
Τα πλεονεκτήματα: Εισαγωγή νέων τρόπων σκέψης που επαναστατικοποιούν τις τοπικές παραδόσεις και κανόνες -κάτι που για πολλούς αναλυτές αποτελεί την πεμπτουσία της επιχειρηματικότητας.
Το εργοστάσιό του απασχολεί σήμερα 150 άτομα -όλοι ντόπιοι.
«Οι εργαζόμενοί μας έχουν όλοι οικογένειες. Λειτουργούν στο πλαίσιο αξιών που τονίζουν τη σκληρή δουλειά και την πειθαρχία. Η τοπική κοινωνία από την πρώτη στιγμή μάς αγκάλιασε και μας υποστήριξε».
Τον ρωτήσαμε πώς συγκρίνει τους εργαζομένους στην Ελλάδα με τους εργαζόμενους της Κολομβίας:
«Bρίσκω τους ανθρώπους εδώ εξαιρετικά επιχειρηματικούς. Πιστεύω επίσης ότι το υπάρχον σήμερα κλίμα ιδεών στο Mεντεγίν ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η Κολομβία διαφέρει πολύ από την Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ελλάδα, όπου το όραμα είναι ο δημόσιος τομέας.
Εδω οι άνθρωποι δεν θέλουν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι -θέλουν να γίνουν επιχειρηματίες. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εδώ δεν έχουν τα προνόμια που έχουν στην Ελλάδα, όπως π.χ. τη μονιμότητα.
Το όνειρο κάθε γονιού είναι να δουλέψουν τα παιδιά του σε μία ιδιωτική επιχείρηση, όχι για το κράτος. Βοηθάει επίσης ότι η φορολογική πολιτική εδώ είναι σχετικά σταθερή, ενώ στην Ελλάδα αλλάζει κάθε μέρα. Η ραχοκοκαλιά της Κολομβίας και η ατμομηχανή της οικονομίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό το λαμβάνει υπόψη η φορολογική πολιτική».
Αλλο ένα μεγάλο πλεονέκτημα της Κολομβίας σε σχέση με την Ελλάδα, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, είναι ότι η χώρα έχει το εθνικό της νόμισμα, που σημαίνει ότι η αξία του προσαρμόζεται αυτόματα στην παραγωγικότητα της χώρας, καθιστώντας έτσι τα προϊόντα της χώρας ανταγωνιστικά:
«Η εισαγωγή του ευρώ», μας λέει, «υπήρξε η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας. Εκανε τα ελληνικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά και οδήγησε στο κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων».
Η αισιοδοξία του για το μέλλον της χώρας ασφαλώς επηρεάζεται και από την πρόσφατη συμφωνία ειρήνης μεταξύ των ανταρτών της FARC και της κυβέρνησης. Μία διαμάχη που διήρκεσε πάνω από 50 έτη και στοίχισε στη χώρα πάνω από 200.000 νεκρούς και 1 εκατομμύριο εκτοπισμένους φαίνεται να έφτασε στο τέλος της.
«Πιστεύουμε πως μακροπρόθεσμα θα υπάρξουν περισσότερες επενδύσεις στην Κολομβία και αύξηση του τουρισμού. Επίσης, η βελτίωση της ασφάλειας των οδικών δικτύων της χώρας θα βοηθήσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, αν λάβουμε υπόψη ότι σήμερα το κόστος διακίνησης στο εσωτερικό της χώρας είναι από τα πιο ακριβά στον κόσμο. Επίσης ελπίζουμε ότι με το τέλος της ένοπλης σύρραξης θα πάψουν να υπάρχουν οι ένοπλες ομάδες που προστατεύουν την καλλιέργεια και διακίνηση της κοκαΐνης».
Καθώς η συζήτηση έφτανε στο τέλος της, ρωτήσαμε τον συνομιλητή μας να μας πει ποιο είναι ακριβώς εκείνο το στοιχείο που χαρακτηρίζει περισσότερο από όλα την επιχειρηματική δραστηριότητα σε μία αναπτυσσόμενη χώρα όπως η Κολομβία:
«Eδώ πρέπει να είσαι συνέχεια στην "τσίτα". Κάθε ημέρα αντιμετωπίζεις νέους παράγοντες που ποτέ σου ούτε καν ονειρεύθηκες και νέες συνθήκες που δεν μπορούσες να προβλέψεις. Υπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες, όμως και μεγάλα ρίσκα. Είναι σαν να έχει ενωθεί σε ένα η Κόλαση και ο Παράδεισος. Τη μία ημέρα είσαι πλούσιος και την άλλη δεν έχεις τίποτα!»
Ο κ. Γκόγκας είναι παντρεμένος με τη Maria Victoria Mesa και έχουν τρία παιδιά, την Καρολίνα, τη Σοφία και τον Νικόλα.