Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αγωνίζεται να διατηρήσει τη συνοχή της γερμανικής κυβέρνησης. Οι ηγέτες των τριών κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία -της συντηρητικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) της Μέρκελ, του αδελφού βαυαρικού κόμματος της Χριστιανικής Σοσιαλιστικής Ένωσης (CSU) και του κεντροαριστερού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος (SPD)- συναντήθηκαν στις 31 Οκτωβρίου, όμως απέτυχαν να καταλήξουν σε ομοφωνία για τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν ώστε να αντιμετωπιστεί η μεταναστευτική κρίση. Ωστόσο, μετά την επίσημη λήξη της συνάντησης, η Μέρκελ και ο Βαυαρός πρόεδρος Χορστ Ζεεχόφερ εξέδωσαν κείμενο κοινής θέσης το οποίο ζητούσε τη δημιουργία ζωνών transit για τους μετανάστες στα σύνορα Γερμανίας-Αυστρίας και την προσωρινή ακύρωση της επανένωσης οικογενειών για ορισμένες ομάδες μεταναστών. Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 5 Νοεμβρίου, τα τρία κόμματα αντικατέστησαν την ιδέα των ζωνών transit με πρόταση για δημιουργία νέων κέντρων υποδοχής για μετανάστες και με σχέδια για επιτάχυνση των απελάσεων.
Οι ενέργειες αυτές επιβεβαιώνουν ότι οι πιέσεις από το βαυαρικό κόμμα είναι αυτές που σχηματοποιούν τις αντιδράσεις της Μέρκελ στην προσφυγική κρίση. Δείχνουν επίσης πως η Μέρκελ νομίζει ότι μπορεί να πείσει το SPD, που τάσσεται κατά της δημιουργίας ζωνών transit, να υιοθετήσει μια πιο σκληρή στάση για τη μετανάστευση. Ούτε το SPD ούτε το CSU είναι έτοιμα για πρόωρες εκλογές και έτσι η συνέχεια της κυβέρνησης δεν βρίσκεται σε κίνδυνο σε αυτή τη φάση. Όμως τα γεγονότα του 2015 έχουν δείξει τους περιορισμούς μιας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού σε περιόδους κρίσης και θα ωθήσουν τις κύριες πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας να επανακαθορίσουν τις ιδεολογικές τους θέσεις πριν τις γενικές εκλογές του 2017.
Δύο κρίσεις σε έναν χρόνο
Το Βερολίνο πέρασε το πρώτο εξάμηνο του 2015 επικεντρωνόμενο στην Ελλάδα, που έφτασε επικίνδυνα κοντά στην αποχώρηση από την ευρωζώνη. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του έτους, το Βερολίνο έπρεπε να αντιμετωπίσει τη μεταναστευτική κρίση, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο κινήθηκαν στην Ευρώπη προσπαθώντας να φτάσουν στις πλούσιες οικονομίες του Βορρά. Οι κρίσεις αυτές πυροδότησαν «εξεγέρσεις» στις συντηρητικές ομάδες της γερμανικής κυβέρνησης και προκάλεσαν σύγχυση στις προοδευτικές ομάδες.
Σε ό,τι αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία χρειάζεται να διατηρήσει «ζωντανό» το ευρωπαϊκό μπλοκ, ιδιαίτερα για τις σχέσεις της με τη Γαλλία. Χρειάζεται επίσης να προστατεύσει τον εθνικό της πλούτο και να αποτρέψει τη μετατροπή της ΕΕ σε ένωση μεταβιβάσεων, στην οποία οι πλούσιες οικονομίες του Βορρά επιδοτούν της οικονομίες του Νότου. Αν και οι περισσότεροι Γερμανοί πολιτικοί ενδιαφέρονται να προστατεύσουν και τα δύο αυτά σημεία, ωστόσο τα μεγαλύτερα κόμματα έχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το ποια είναι η καλύτερη ισορροπία μεταξύ των δύο.
Γενικά, το CDU και το CSU τείνουν να θέτουν ως προτεραιότητα την προστασία του εθνικού πλούτου της Γερμανίας και πιστεύουν ότι το Βερολίνο και οι γείτονές του πρέπει να επικεντρωθούν στην εδραίωση ισχυρών κανόνων για τη διακυβέρνηση μιας όλο και πιο περίπλοκης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το SPD συμφωνεί με την άποψη αυτή, τείνει όμως να είναι πιο πρόθυμο να κάνει υποχωρήσεις προς άλλες χώρες, ιδιαίτερα αυτές του Νότου, για να διασφαλίσει την πολιτική βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη από τη στιγμή που η Γερμανία κυβερνάται από έναν μεγάλο συνασπισμό που περιλαμβάνει και τα τρία κόμματα.
Στους πρώτους μήνες της τρίτης θητείας της, η Μέρκελ εφάρμοσε πολλά μέτρα από την ατζέντα των προοδευτικών, περιλαμβανομένου του κατώτατου μισθού και της μείωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Τα μέτρα αποπροσανατόλισαν και τα δύο «στρατόπεδα». Οι προοδευτικοί κατηγόρησαν τη Μέρκελ ότι χρησιμοποίησε την ατζέντα τους για να αυξήσει τη δημοφιλία της. Οι συντηρητικοί προειδοποίησαν πως κινείται πολύ κοντά προς το κέντρο. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, οι προσπάθειες της Μέρκελ να αποσπάσει υποχωρήσεις από την Ελλάδα χωρίς να εκδιωχθεί η χώρα από την ευρωζώνη εξόργισαν πολλούς συντηρητικούς βουλευτές. Επίσης, ορισμένα μέλη του SPD δεν μπορούσαν να διαλέξουν μεταξύ της φυσικής τάσης τους να βοηθήσουν ένα φιλικό κεντροαριστερό κόμμα (τον ΣΥΡΙΖΑ) και της επιθυμίας των περισσότερων Γερμανών ψηφοφόρων για σκληρή στάση έναντι της Αθήνας.
Η προσφυγική κρίση δημιουργεί παρόμοια προβλήματα. Το CSU και αρκετά μέλη του CDU απαιτούν μια πιο σκληρή στάση απέναντι στους αιτούντες άσυλο, που εξηγεί και την πρόσφατη αλλαγή πολιτικής της Μέρκελ. Το SPD βρίσκεται «παγιδευμένο» μεταξύ της ιδεολογίας του, που τείνει να είναι φιλική προς τους αιτούντες άσυλο, και του αυξανόμενου φόβου μεταξύ των ψηφοφόρων ότι το γερμανικό κράτος δαπανά υπερβολικά πολλούς πόρους για να αντιμετωπίσει την εισροή μεταναστών, το μέγεθος της οποίας είναι ακόμα αδύνατον να καθοριστεί. Στο μεταξύ, η «εικόνα» της Μέρκελ ως ανθρώπου που λύνει αποτελεσματικά τα προβλήματα έχει βλαφθεί, ίσως και μόνιμα.
Αποφεύγοντας την παγίδα του Die Linke
Καθώς πλησιάζουν οι επόμενες γενικές εκλογές, τα βασικά κόμματα της Γερμανίας θα προσπαθήσουν να καθορίσουν πιο ξεκάθαρα τις θέσεις τους, μετά από τέσσερα χρόνια σε έναν μεγάλο συνασπισμό. Βασική έννοια των συντηρητικών θα είναι η αποτροπή της ανάδυσης νέων εκλογικών κομμάτων από τα δεξιά. Άλλα συντηρητικά κόμματα σπάνια έχουν ανταγωνιστεί το CDU και το CSU. Το κοντινότερο που «βλέπουν» σε ανταγωνισμό τα κόμματα αυτά είναι το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, ένα μικρό κεντρώο κόμμα που είχε σχηματίσει συμμαχία τόσο με το CDU όσο και με το SPD.
Για το SPD όμως η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, καθώς απογοητευμένοι ψηφοφόροι του SPD εκφράζουν την οργή τους για τη στροφή του κόμματος προς το αριστερό Die Linke ή το οικολογικό κόμμα των Πρασίνων. Οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του CDU και του CSU δεν έχουν και πολλές «εναλλακτικές» - ή τουλάχιστον αυτό ίσχυε μέχρι να αναδυθεί το 2013 το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Το κόμμα, που «γεννήθηκε» ως ένα εκλεπτυσμένο κλαμπ καθηγητών πανεπιστημίου που έκαναν εκστρατεία κατά της συμμετοχής της Γερμανίας στην ευρωζώνη, σύντομα εξελίχθηκε σε αντιμεταναστευτικό κόμμα με μια πιο παραδοσιακή δεξιά ατζέντα. Το rebranding της Εναλλακτικής για τη Γερμανία συνέπεσε με την άνοδο της δημοφιλίας της αντι-ισλαμικής ομάδας Pegida.
Η ιστορία και η πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας θα αποτρέψουν την είσοδο της Εναλλακτικής για τη Γερμανία σε κυβερνητικό συνασπισμό στο προσεχές μέλλον. Ωστόσο, το κόμμα θα επηρεάσει την πολιτική συζήτηση στη χώρα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο υποδηλώνει η σημερινή δημοφιλία του (γύρω στο 8%). Όπως δείχνει η ελληνική κρίση -και ιδιαίτερα η μεταναστευτική κρίση-, ένας συνασπισμός ιδεολογίας και φόβου εκροής ψηφοφόρων προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία πιέζουν τους πολιτικούς του CDU και του CSU να υιοθετήσουν πιο εθνικιστικές και ήπια ευρωσκεπτικιστικές θέσεις. Εν τω μεταξύ, το SPD θα πρέπει να αποφασίσει αν θα στραφεί προς την Αριστερά και θα «χτίσει» μια πιο σαφή ιδεολογία, ή αν θα μπει και αυτό στο «τρένο» του ευρωσκεπτικισμού.
Οι επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Τα επόμενα χρόνια, η άποψη της Γερμανίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα παρομοιάζει με αυτήν του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος θεωρεί πως η ΕΕ είναι ένα ηπειρωτικό μπλοκ που κινείται σε πολλαπλές ταχύτητες, στο οποίο δεν είναι όλες οι χώρες προορισμένες να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης και που τα προβληματικά μέλη θα μπορούν να αποβάλλονται.
Η άποψη αυτή θα απέτρεπε αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από το να μπουν στην ευρωζώνη. Χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία πιθανότατα θα συμφωνούσαν με αυτή την προσέγγιση. Η Βαρσοβία και η Βουδαπέστη δεν είναι και ιδιαίτερα ενθουσιασμένες με την ένταξη στην ευρωζώνη. Επιπλέον, επειδή οι κρίσεις στην ευρωπεριφέρεια απέχουν πολύ από το να έχουν τελειώσει, η πιθανότητα η Ελλάδα και άλλες χώρες να φύγουν από την ευρωζώνη δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η προσέγγιση της Γερμανίας ως προς την Ευρώπη πιθανότατα θα περιλαμβάνει και μικρές «δόσεις» από τις απόψεις του CSU, για μια Ευρωπαϊκή Ένωση όπου οι θεμελιώδεις αρχές όπως αυτή της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων θα μπορούν να ανασταλούν ή να ανατραπούν, ώστε να προστατευθούν τα εθνικά και περιφερειακά συμφέροντα. Η νέα άποψη της Γερμανίας θα μπορούσε επίσης να έχει ορισμένα στοιχεία από την ατζέντα εξωτερικής πολιτικής του SPD, που βασίζεται σε εγκάρδιους αλλά μακρινούς δεσμούς με τις ΗΠΑ και ρευστές ενεργειακές και εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Η μετάβαση θα είναι αργή και δεν θα γίνει πλήρως αισθητή μέχρι μετά τις εκλογές του 2017. Ωστόσο, το 2016 θα δείξει κάποια πρώτα σημάδια της αλλαγής. Καταρχήν, η Γερμανία πιθανότατα θα είναι πιο δεκτική στα αιτήματα της Βρετανίας για προστασία των συμφερόντων των χωρών εκτός ευρωζώνης, για διατήρηση «υπό έλεγχο» του προϋπολογισμού της ΕΕ και για περιορισμό της πρόσβασης των μεταναστών σε προνοιακά επιδόματα. Μια πλήρης αναθεώρηση των συνθηκών της ΕΕ είναι απίθανη, όμως το Βερολίνο και το Λονδίνο θα εργαστούν πάνω σε τρόπους ώστε να ικανοποιηθούν ορισμένα από τα αιτήματα της Βρετανίας. Την ίδια ώρα, η Γερμανία θα αντισταθεί στις πιέσεις της Γαλλίας για βαθύτερη οικονομική ενοποίηση, ιδιαίτερα αν αυτό σημαίνει δημιουργία ξεχωριστών προϋπολογισμών για την ευρωζώνη, ή ενός μηχανισμού για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από τη Βόρεια Ευρώπη προς τη Νότια.
Βραχυπρόθεσμα, αυτό θα δημιουργήσει εντάσεις μεταξύ του Βερολίνου και του Παρισιού. Ωστόσο, οι εντάσεις θα μπορούσαν να είναι βραχύβιες, διότι η Γαλλία πιθανότατα θα γίνει πιο ευρωσκεπτικιστική μετά τις δικές της γενικές εκλογές το 2017. Το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα θα δυσκολευτεί να φτάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας, που πιθανότατα θα καταλήξουν να φέρουν αντιμέτωπες μια μέτρια ευρωσκεπτικιστική κεντροδεξιά (ιδιαίτερα αν ο πρώην πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί κερδίσει τον Αλέν Ζουπέ στην υποψηφιότητα για τους συντηρητικούς) και μια εξαιρετικά αντιευρωπαϊκή δεξιά (Εθνικό Μέτωπο).
Η επόμενη κυβέρνηση στο Παρίσι είναι πιθανό να λάβει δύο αποφάσεις πολιτικής που το Βερολίνο θα στηρίξει: την υπεράσπιση σκληρότερων πολιτικών για τους μετανάστες και την αποτροπή ένταξης νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωζώνη. Όμως μια πιο εθνικιστική γαλλική κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να ζητήσει την εφαρμογή προσωρινών εξαιρέσεων στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών στην Ευρώπη, προκειμένου να προστατευθούν τομείς όπως ο αγροτικός. Αυτό θα είναι η απόλυτη «κόκκινη γραμμή» για τη Γερμανία, μια χώρα που εξαρτάται από τις εξαγωγές για να διατηρήσει την ανεργία της σε ανεκτά επίπεδα.
Η διαφωνία μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας δεν θα τελειώσει με τις εκλογές του 2017, όμως η φύση της διαφωνίας θα αλλάξει. Από τότε που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, οι συζητήσεις μεταξύ του Παρισιού και του Βερολίνου επικεντρώθηκαν στο πώς να υπάρχει εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ώστε να αποτραπούν νέες κρίσης. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετά αμφιλεγόμενο, διότι το Βερολίνο και το Παρίσι έχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το πώς θα πρέπει να είναι η μελλοντική ενοποίηση. Ωστόσο, αρχής γενομένης από τα τέλη του 2017, η συζήτηση θα αρχίσει να επικεντρώνεται στο πώς να αντιστραφούν ορισμένες πτυχές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ώστε να διασωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.