Οι δηλώσεις της ελληνικής κυβέρνησης περί διεκδίκησης επανορθώσεων και αποζημιώσεων από τη Γερμανία για εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν τα ναζιστικά στρατεύματα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσαν νέες εντάσεις στις σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας την περασμένη εβδομάδα.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός υποστηρίζει πως η Γερμανία ποτέ δεν πλήρωσε τις επανορθώσεις και αποζημιώσεις για τις ζημιές που έγιναν. Εν τω μεταξύ, όπως μετέδωσε η Deutsche Welle, το θέμα των επανορθώσεων έχει ανοίξει πάλι και για την Ιταλία, όπου εκκρεμούν πολλές προσφυγές Ιταλών στη Δικαιοσύνη, οι οποίοι διεκδικούν επανορθώσεις για τα θύματα της καταναγκαστικής εργασίας και των τρομοκρατικών πράξεων της Βέρμαχτ.
Εξάλλου, τον προηγούμενο μήνα, η Ρωσία αποφάσισε τη σύσταση ομάδας εργασίας του ρωσικού κοινοβουλίου για την εκτίμηση των ζημιών που προκλήθηκαν από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η χώρα φέρεται έτοιμη να διεκδικήσει πολεμικές αποζημιώσεις ύψους έως και 4 τρισ. ευρώ από τη Γερμανία.
Και μόλις την περασμένη εβδομάδα, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι επιτέλους τελείωσε να αποπληρώνει το δάνειό της από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γιατί συνεχίζουν οι χώρες να ξεπληρώνουν χρέη από τους πολέμους του περασμένου αιώνα και ποιος πρέπει να πληρώσει τα περισσότερα; Για το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τα ποσά, ενώ τα περισσότερα ποσά αρχικά είχαν συμφωνηθεί σε νομίσματα που πλέον δεν υπάρχουν και έχουν καταστεί αναδιαπραγματεύσιμα αμέτρητες φορές.
Το CNBC και η Alexandra Gibbs εξετάζουν ποιος χρωστάει τι σε ποιον μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους.
Τι είναι οι πολεμικές επανορθώσεις;
Στο τέλος ενός πολέμου, οι χώρες πρέπει να καταβάλουν πληρωμές ως ένας τρόπος να επανορθώσουν για τις ζημιές που προκάλεσαν. Αυτή ήταν η περίπτωση στο τέλος του Α' και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το χρέος μπορεί να αποπληρωθεί για πολλούς λόγους, όπως για παράδειγμα για την καταστροφή μηχανημάτων και για την εξαναγκαστική εργασία. Συνήθως οι αποζημιώσεις καταβάλλονται με τη μορφή χρημάτων ή υλικών αγαθών.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπεγράφησαν μια σειρά συνθηκών προκειμένου να διασφαλιστεί ότι χώρες όπως η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Σοβιετική Ένωση θα αποζημιώνονταν για την καταστροφή που υπέστησαν. Αυτοί που έχασαν τον πόλεμο έπρεπε να πληρώσουν τους νικητές.
Η μοναδική χώρα της Συμμαχίας που κέρδισε αλλά πλήρωσε αποζημιώσεις ήταν οι ΗΠΑ προς την Ιαπωνία. Το 1988, στο πλαίσιο της Πράξης Πολιτικών Ελευθεριών, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν ζήτησε συγγνώμη από τους Ιαπωνοαμερικάνους που κλείστηκαν σε στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και συμφώνησε να καταβάλει 20.000 δολάρια σε κάθε επιζώντα πρώην κρατούμενο.
Η Γερμανία
Η Γερμανία έπρεπε να πληρώσει τα περισσότερα για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, το αρχικό σύνολο εξακολουθεί να είναι ασαφές –ίσως γιατί οι συμμαχικές χώρες απαίτησαν διαφορετικές μορφές αποζημίωσης στις διάφορες συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν ώστε να συζητηθεί η Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Πιστεύεται πως αρχικώς οι σύμμαχοι υπέδειξαν ότι η Γερμανία χρωστούσε έως και 320 δισ. δολάρια σε κατατεθειμένα αιτήματα αποζημιώσεων – ποσό που σύντομα κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσε να αποπληρωθεί από τη Γερμανία την περίοδο εκείνη, ιδιαίτερα λόγω και του πρόσθετου χρέους από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε συνέδριο για το Γερμανικό Εξωτερικό Χρέος που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1952, τα μεταπολεμικά χρέη της Γερμανίας απομειώθηκαν στα περίπου 7 δισ. γερμανικά μάρκα (περίπου 3 δισ. δολάρια με τις σημερινές ισοτιμίες) από 16,2 δισ. γερμανικά μάρκα, ενώ τα προπολεμικά χρέη της μειώθηκαν σε 7,3 δισ. γερμανικά μάρκα.
Επιπλέον, η Γερμανία έπρεπε να παραχωρήσει την εξουσία της χώρας και να διαιρεθεί αρχικά σε τέσσερις ζώνες που θα εξουσίαζαν οι σύμμαχοι, οι οποίες θα ήταν αποστρατικοποιημένες και από τις οποίες θα αφαιρούνταν όλος ο οπλισμός.
Στο Συνέδριο του Πότσδαμ -ένα από τα συνέδρια των συμμάχων- αναφέρθηκε πως «η αποπληρωμή των επανορθώσεων θα πρέπει να αφήνει αρκετούς πόρους ώστε να μπορούν οι Γερμανοί να ζήσουν χωρίς εξωτερική βοήθεια».
Στις 14 Ιανουαρίου 1946, στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, δημιουργήθηκαν δύο μορφές επανορθώσεων για τους συμμάχους, σε μερίδια: η μία αφορούσε όλες τις επανορθώσεις, περιλαμβανομένων και των κεφαλαίων και η δεύτερη τον «βιομηχανικό και άλλο κεφαλαιακό εξοπλισμό». Η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Γιουγκοσλαβία ήταν οι μεγαλύτεροι μέτοχοι.
Επιπλέον, η Γερμανία υπέγραψε συμφωνία στις 10 Σεπτεμβρίου 1952, επιβεβαιώνοντας πως η Δυτική Γερμανία θα συμφωνούσε να πληρώσει 3 δισ. γερμανικά μάρκα στο Ισραήλ σε δόσεις και 450 εκατ. γερμανικά μάρκα στο Παγκόσμιο Εβραϊκό Κογκρέσο, ομοσπονδία που εκπροσωπεί τις εβραϊκές κοινότητες, σε διάστημα 12 ετών.
Όπως και η Ελλάδα, ο υπουργός Οικονομικών του Ισραήλ, Yuval Steinitz, ανακοίνωσε το 2009 ότι ήθελε η Γερμανία να πληρώσει από 450 εκατ. ως 1 δισ. ευρώ σε αποζημιώσεις για την καταναγκαστική εργασία Εβραίων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος - παρά το γεγονός ότι είχε αποπληρώσει το μερίδιο του χρέους για το Ισραήλ.
Αν και παραμένει ασαφές πόσα χρωστούσε αρχικά η Γερμανία και πόσα πρέπει να πληρώσει τώρα -δεδομένων των τόκων επί του αρχικού δανείου και των χωρών που υποστηρίζουν ότι δεν έχουν πάρει αρκετά- ένας συγγραφέας έχει διακινδυνεύσει μια εκτίμηση: σύμφωνα με τον Pablo De Grieff, συγγραφέα του βιβλίου «The Handbook of Reparations», μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1965 η Γερμανία είχε καταβάλει 4,5 δισ. δολάρια, τα οποία αυξήθηκαν συνολικά σε άνω των 38,6 δισ. δολα. μέχρι το 2000.
Η Ιαπωνία
Για την Ιαπωνία, η καταβολή αποζημίωσης για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πιο περίπλοκη. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι σύμμαχοι εκτιμούσαν πως η Ιαπωνία είχε χάσει το 42% του εθνικού πλούτου της. Έτσι το 1951 η Ιαπωνία υπέγραψε Συνθήκη η οποία θα ήταν προς όφελος και των δύο πλευρών.
Η «Συνθήκη της Ειρήνης με την Ιαπωνία» που υπεγράφη στο Σαν Φρανσίσκο το 1951, σήμαινε πως «η Ιαπωνία θα μεταφέρει τα assets της και αυτά των υπηκόων της σε χώρες που ήταν ουδέτερες κατά τον πόλεμο, ή που ήταν σε πόλεμο με οποιαδήποτε από τις συμμαχικές δυνάμεις, ή, κατ' επιλογήν της, το ισόποσο των assets αυτών, στη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού η οποία θα ρευστοποιήσει αυτά τα assets και θα διανείμει τα ποσά που θα προκύψουν στις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες».
Η ιαπωνική κυβέρνηση συμφώνησε να καταβάλει συνολικά 6,67 εκατ. δολάρια στη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, ως αποζημίωση προς τους πρώην αιχμαλώτους πολέμου.
Ο Christopher Gerteis, λέκτορας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, δήλωσε στο CNBC πως «τα ποσά που καταβλήθηκαν, αν και φαινομενικά μικρά, ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Πράγματι, οι περισσότερες κυβερνήσεις της ανατολικής και της νοτιοανατολικής Ασίας θεωρούν πως το ζήτημα των επανορθώσεων έχει λήξει.
«Αυτό που είναι σοβαρό να σημειωθεί εδώ είναι ότι μια σημαντική μειονότητα Νοτιοκορεατών και Κινέζων δεν αποδέχεται ως επαρκείς αυτές τις αποζημιώσεις - άσχετα από το τι συμφωνίες έχουν υπογραφεί. Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα, που βρίθει νομικών, ηθικών και ιστορικών θεμάτων».
Ποιος άλλος χρωστάει
Υπάρχουν και άλλες χώρες που έπρεπε να πληρώσουν αποζημιώσεις στο πλαίσιο της Συνθήκης των Παρισίων το 1947 (η οποία ήταν το αποτέλεσμα της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων που πραγματοποιήθηκε το 1946).
Η Ιταλία (360 εκατ. δολάρια) ήταν μία από τις βασικές χώρες του Άξονα, με τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Στο πλαίσιο της ειρηνευτικής Συνθήκης, έπρεπε να πληρώσει 125 εκατ. δολάρια στη Γιουγκοσλαβία, 105 εκατ. δολάρια στην Ελλάδα, 100 εκατ. δολάρια στη Σοβιετική Ένωση, 25 εκατ. δολάρια στην Αιθιοπία και 5 εκατ. δολάρια στην Αλβανία.
Η Φινλανδία (300 εκατ. δολάρια) είναι η μόνη χώρα από αυτές που απαίτησαν να πληρώσουν αποζημιώσεις από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που πλήρωσε πλήρως τον λογαριασμό της, στέλνοντας 300 εκατ. δολάρια στη Σοβιετική Ένωση το 1952.
Η Ουγγαρία (300 εκατ. δολάρια), στο πλαίσιο της ειρηνευτικής Συνθήκης, απαιτήθηκε να πληρώσει 200 εκατ. δολάρια στη Σοβιετική Ένωση και 100 εκατ. δολάρια στην Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία.
Η Ρουμανία (300 εκατ. δολάρια), στο πλαίσιο της ειρηνευτικής συνθήκης, έπρεπε να πληρώσει 300 εκατ. δολάρια στη Σοβιετική Ένωση, για ζημιές που προκάλεσε με τις «στρατιωτικές επιχειρήσεις» της. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, το ποσό θα καταβαλλόταν «σε διάστημα οκτώ ετών από τις 12 Σεπτεμβρίου 1944, υπό τη μορφή εμπορευμάτων».
Η Βουλγαρία (70 εκατ. δολάρια) κλήθηκε να καταβάλει 45 εκατ. δολάρια στην Ελλάδα και 25 εκατ. δολάρια στη Γιουγκοσλαβία. Το πλήρες ποσό των 70 εκατ. δολαρίων, σύμφωνα με τη Συνθήκη, θα καταβαλλόταν «σε είδος από τα προϊόντα των κατασκευαστικών και μεταλλευτικών βιομηχανιών και από αγροτικά προϊόντα σε διάστημα οκτώ ετών».