Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραδέχθηκε πρόσφατα πως στην Ευρωπαϊκή Ένωση «δεν αρέσουν τα νέα πρόσωπα». Η ομολογία αυτή δείχνει την έκταση στην οποία το ευρωπαϊκό κατεστημένο αγωνίζεται να διαχειριστεί την άνοδο νέων πολιτικών παικτών που προτείνουν σημαντική αλλαγή κατεύθυνσης των ευρωπαϊκών πολιτικών.
Είτε αρέσει στους Ευρωπαίους πολιτικούς είτε όχι, η πρόσφατη εκλογική νίκη του αριστερού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα τους αναγκάσει να έρθουν αντιμέτωποι με την πρώτη αντιμνημονιακή κυβέρνηση της ευρωζώνης. Το σημαντικότερο, θα αναγκάσει την ευρωπαϊκή ηγεσία να επιλέξει από έναν περιορισμένο αριθμό επιλογών – που όλες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συνέπειες που δεν θέλει κανείς.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί κύματα στην Ισπανία, όπου το κόμμα Podemos πραγματοποιεί την προεκλογική του εκστρατεία με την υπόσχεση να αναδιαπραγματευτεί το ισπανικό χρέος. Οι Ισπανοί πολιτικοί φοβούνται μήπως μια επιτυχημένη κυβέρνηση στην Ελλάδα ενισχύσει τη δημοφιλία του Podemos και βάλει τέλος στο παραδοσιακό δικομματικό σύστημα της Ισπανίας.
Η Μαδρίτη θα διενεργήσει γενικές εκλογές στα τέλη του 2015, αντιμετωπίζοντας την προοπτική η κοινή στήριξη προς τα κατεστημένα κόμματα να υποχωρήσει κάτω από το 50% για πρώτη φορά από τότε που αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στη χώρα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα το 2012, που ήταν και η τελευταία φορά όπου τα παραδοσιακά κόμματα πέτυχαν στις εκλογές.
Αν και η ισπανική κυβέρνηση ανησυχεί για τα πολιτικά γεγονότα του τελευταίο τριμήνου του έτους, οι κυβερνήσεις της βόρειας Ευρώπης έχουν πιο άμεσες ανησυχίες. Ιδιαίτερα ευαίσθητη είναι η περίπτωση της Γερμανίας: το Βερολίνο ακόμα προσπαθεί να χωνέψει το πικρό χάπι που λέγεται ποσοτική χαλάρωση, το μέτρο που ενέκρινε η ΕΚΤ στις 22 Ιανουαρίου παρά τις προειδοποιήσεις της Bundesbank και του γερμανικού κατεστημένου.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ δημιούργησε ένα εκλογικά επιτυχημένο «αφήγημα» σύμφωνα με το οποίο τα χρήματα των Γερμανών φορολογούμενων δεν θα κατασπαταληθούν σε κυβερνήσεις που αποτυγχάνουν να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις. Μια νέα αναδιαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους θα αποδυνάμωνε περαιτέρω αυτό το «αφήγημα».
Η διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους θα είχε οικονομικές επιπτώσεις στη Γερμανία -το 80% του χρέους της Ελλάδας είναι στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κυβερνήσεων της ευρωζώνης- όμως το Βερολίνο ανησυχεί περισσότερο για τις πολιτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης. Η Γερμανία φοβάται πως αν υποκύψει στις απαιτήσεις της Ελλάδας, θα αποδυναμωθεί η γερμανική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η Μέρκελ για πρώτη φορά έρχεται αντιμέτωπη με αντιπολίτευση από τα Δεξιά, με το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία να απειλεί να κλέψει ψήφους από το κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Η χώρα έχει δύο αντικρουόμενους στόχους: να διατηρήσει την ευρωζώνη, αλλά παράλληλα να προστατέψει και τον εθνικό της πλούτο. Χώρες που θα αποχωρούσαν από την ευρωζώνη θα απειλούσαν τον πρώτο στόχο, όμως το να απαιτούν κράτη του ευρωπαϊκού Νότου αναδιαπραγμάτευση του χρέους τους και εφαρμογή δημοσιονομικών μεταβιβάσεων από τον πυρήνα της Ευρώπης προς την περιφέρεια θα απειλούσε τον δεύτερο στόχο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει παγιδευτεί στη μέση. Οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών είναι πρόθυμοι να προσφέρουν στην Αθήνα παράταση της ωρίμανσης του ελληνικού χρέους, μείωση των επιτοκίων και περισσότερη ευελιξία σε ό,τι αφορά τον ρυθμό των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, αν και οι προσφορές αυτές πιθανότατα δεν θα είναι αρκετές για να επιλυθεί μόνιμα το πρόβλημα χρέους της Ελλάδας. Το σημαντικότερο, ίσως δεν επαρκούν για να καθησυχάσουν τους Έλληνες ψηφοφόρους και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που θέλουν η Αθήνα να αποκοπει τελείως από τους δανειστές της.
Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αλέξης Τσίπρας, είναι ομοίως περιορισμένος. Μετά τη νίκη του στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, ανήγγειλε το τέλος της λιτότητας στη χώρα και το τέλος της επιρροής των δανειστών προς αυτήν. Η προεκλογική εκστρατεία του βασίστηκε στην υπόσχεση για περισσότερες δημόσιες δαπάνες, για τις οποίες η Αθήνα δεν έχει χρήματα. Ουσιαστικά βασίζεται στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλει η ευρωζώνη να χάσει κανένα μέλος της και οι Βρυξέλλες θα ενδώσουν στις απαιτήσεις του για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αν η νέα κυβέρνηση το παρατραβήξει και είναι άκαμπτη στις διαπραγματεύσεις, τότε η Ελλάδα θα κινδυνεύσει να αποβληθεί από τη νομισματική ένωση, κάτι στο οποίο αντιτίθενται οι περισσότεροι Έλληνες.
Αυτά τα αντικρουόμενα συμφέροντα και οι περιορισμοί φέρνουν τα κέντρα λήψεως αποφάσεων της Ευρώπης σε τέτοια θέση που καμία από τις επιλογές που βρίσκονται στο τραπέζι δεν είναι καλή. Αν η Ελλάδα πάρει αυτό που θέλει και υπάρξει αναδιαπραγμάτευση του χρέους της, τότε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, θα μπορούσαν να απαιτήσουν το ίδιο. Αν η Αθήνα και οι Βρυξέλλες καταλήξουν σε συμφωνία που δίνει στην Ελλάδα πιο μακροχρόνιες περιόδους ωρίμανσης και χαμηλότερα επιτόκια για το χρέος της χώρας, επιτρέποντάς της να ανατρέψει κάποια από τα πρόσφατα μέτρα λιτότητας, η κίνηση ίσως στείλει στους ψηφοφόρους σε όλη την Ευρώπη το μήνυμα πως η στήριξη κομμάτων διαμαρτυρίας όπως το Podemos ή το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας δεν θα ήταν τόσο καταστροφική όσο θα ήθελαν να τους κάνουν να πιστέψουν τα κατεστημένα κόμματα.
Τέλος, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρήσει τη σκληρή της στάση έναντι της Ελλάδας, η χώρα θα έρθει αντιμέτωπη με την πιθανότητα άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από την ευρωζώνη – πολιτική ήττα που ελάχιστοι στο κατεστημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήθελαν να δουν.
Ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ θα έχει συνάντηση με τον Τσίπρα στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός θα συναντηθεί στη συνέχεια με τους ομολόγους του στη σύνοδο της Ε.Ε. στις 12 Φεβρουαρίου. Τα γεγονότα αυτά θα δώσουν τη δυνατότητα και στις δύο πλευρές να αρχίσουν να «δοκιμάζουν τα νερά» πριν από την έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων.
Η Ελλάδα πιθανότατα δεν θα πάρει όλα αυτά που θέλει, και οι συζητήσεις θα είναι μακροχρόνιες και απογοητευτικές και για τις δύο πλευρές, προτού καταλήξουν σε συμφωνία. Ασχέτως του τι θα συμβεί στην Ελλάδα, η ευρωπαϊκή κρίση έχει φτάσει σε σημείο που τα αντικαθεστωτικά όμματα βρίσκονται σε θέση να έχουν πρόσβαση στην εξουσία. Κάποια από αυτά θα ηγηθούν κυβερνήσεων, ενώ άλλα θα πρωταγωνιστήσουν ως εταίροι σε συνασπισμούς. Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δει έναν αυξανόμενο αριθμό «νέων προσώπων» τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια.