Η ελληνική κυβέρνηση θα διαπραγματευθεί κατά τις επόμενες εβδομάδες με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Η χώρα πέτυχε το 2013 πρωτογενές πλεόνασμα και αναμένει ισχνή οικονομική ανάπτυξη το 2014. Για το λόγο αυτό η Αθήνα πιστεύει πως οι διεθνείς πιστωτές πρέπει να τηρήσουν την υπόσχεση τους να βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει το βάρος του χρέους.
Η Αθήνα είναι αντιμέτωπη με μια δύσκολη εγχώρια πολιτική κατάσταση και οι πιστωτές δεν θέλουν να προκαλέσουν περαιτέρω αποσταθεροποίηση. Με το πέρας των διαπραγματεύσεων, οι οποίες ξεκινούν σήμερα στο Παρίσι αλλά θα συνεχιστούν στην Αθήνα στα τέλη του μήνα, η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να έχει εξασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια και μια επιμήκυνση της διάρκειας των ομολόγων, αλλά όχι και νέα διαγραφή χρέους.
Τα πολλά χρέη της Ελλάδας
Οι ευρωπαϊκές αρχές και το ΔΝΤ γνωρίζουν ότι η Ελλάδα πιθανότατα δεν θα πιάσει τους στόχους για το χρέος (124% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω του 110% του ΑΕΠ το 2022), παρά την αύξηση των φόρων, τις απολύσεις και τη μείωση δαπανών. Το ελληνικό χρέος παραμένει πολύ μεγάλο και η χώρα έχει λίγες πιθανότητες να το μειώσει μέσω της επιτάχυνσης του ρυθμού ανάπτυξης, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως βρίσκεται σε ύφεση από το 2009.
Παράλληλα, η Ελλάδα υποφέρει από καθυστερούμενες δόσεις σε ιδιωτικά χρέη, που σύμφωνα με υπολογισμούς έχουν ανέλθει στα 160 δισ. ευρώ, περίπου το 88% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Το μεγαλύτερο μέρος των χρεών αυτών αποτελείται από μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ελληνικές τράπεζες, αλλά και από ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία και απλήρωτες εισφορές σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι ελληνικές αρχές συζήτησαν σχέδια για την αντιμετώπιση του ζητήματος και ως το τέλος του έτους αναμένεται να ανακοινωθούν νέα μέτρα. Σύμφωνα με τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, τα νέα μέτρα θα εφαρμοστούν πρώτα στις επιχειρήσεις και μετά στα νοικοκυριά.
Η αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (πάνω από το ένα τρίτο των τραπεζικών δανείων δεν εξυπηρετούνται) είναι το αποτέλεσμα της εξαετούς ύφεσης, κατά την οποία η ανεργία εκτινάχτηκε και η οικονομική δραστηριότητα κατέρρευσε. Μόνο αν οι τράπεζες αρχίσουν και πάλι να χορηγούν δάνεια στις επιχειρήσεις μπορεί να ανακάμψει πραγματικά η ελληνική οικονομία. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι ελληνικές τράπεζες έχουν διαψεύσει δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία ο τραπεζικός τομέας θα χρειαστεί έναν νέο γύρο αύξησης κεφαλαίων, μετά την ολοκλήρωση των «stress tests» της ΕΚΤ τον Οκτώβριο. Ωστόσο, ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συνεχίσει να βαραίνει τον ελληνικό τραπεζικό τομέα για τα επόμενα έτη.
Ανοιχτό το ενδεχόμενο συμβιβασμού
Η Ελλάδα θα ήθελε να εξασφαλίσει μια ακόμα διαγραφή χρέους, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι θεσμοί της Ε.Ε. και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν στα χέρια του τα δύο τρίτα του ελληνικού χρέους και κανείς δεν είναι πρόθυμος να αποδεχτεί περαιτέρω απώλειες.
Το εναλλακτικό σχέδιο της Αθήνας θα είναι να ζητήσει χαμηλότερα επιτόκια και επιμήκυνση της διάρκειας των ομολόγων. Τα δάνειο από τον έκτακτο μηχανισμό για την Ελλάδα (Greek Loan Facility) ανέρχεται σε 53 δισ. ευρώ, με μέση διάρκεια ωρίμανσης τα 17 έτη. Τα περίπου 140 δισ. ευρώ που έχει λάβει η Ελλάδα από τον EFSF έχουν μέση διάρκεια ωρίμανσης τα 30 έτη. Η Αθήνα θα ήθελε να επιμηκύνει την ωρίμανση και των δύο δανείων, ιδανικά στα 50 έτη, για να μείωση το μέγεθος των ετήσιων τοκοχρεολυσίων. Αυτή την στιγμή τα επιτόκια που πληρώνει η Ελλάδα συνδέονται με το euribor και η ελληνική κυβέρνηση θέλει να εξασφαλίσει σταθερό επιτόκιο, για να μειώσει το κόστος αποπληρωμής του δανείου.
Οι ελπίδες της ελληνικής κυβέρνησης για αποδοχή του εναλλακτικού σχεδίου βασίζονται στην υπόσχεση που έδωσε το 2012 η Ε.Ε. για την ανάλυση νέων πολιτικών μείωσης του ελληνικού χρέους, αν η χώρα επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους. Το πρώτο μισό του 2014, η Αθήνα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 1,8 δισ. ευρώ μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5 δισ. ευρώ το 2013. Επιπλέον, η Ελλάδα επέστρεψε στις αγορές κεφαλαίου για την έκδοση μικρής ποσότητας χρέους και οδεύει σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης για πρώτη φορά σε έξι χρόνια. Ωστόσο παρά τις μικρές επιτυχίες της Ελλάδας, το πρόβλημα είναι ότι οι Βρυξέλλες θα ήθελαν να συνδέσουν τις ευνοϊκές ρυθμίσεις για το χρέος με νέες μεταρρυθμίσεις που θα είναι δύσκολο να εφαρμοστούν από την ελληνική κυβέρνηση.
Ο πολιτικός κίνδυνος
Η εγχώρια πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Το Φεβρουάριο, το ελληνικό κοινοβούλιο θα πρέπει να ορίσει νέο πρόεδρο, κάτι που απαιτεί 180 ψήφους. Αλλά η κυβέρνηση συνεργασίας ελέγχει μόνο 153 έδρες, κάτι που την αναγκάζει να προχωρήσει σε παραχωρήσεις προς τα μικρότερα κόμματα ή να προκηρύξει πρόωρες εκλογές για την διασφάλιση μεγαλύτερης πλειοψηφίας. Δεδομένου του εξαιρετικά κατακερματισμένου πολιτικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, το αποτέλεσμα των εκλογών είναι αβέβαιο. Το 2012 χρειάστηκαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση θα αντισταθεί στις πιέσεις της Ε.Ε. για την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, επιδιώκοντας να αποφύγει την κοινωνική δυσαρέσκεια και να καθυστερήσει τις εκλογές όσο γίνεται περισσότερο. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να διεξάγει εκλογές ως τα μέσα του 2016 και η ελληνική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να μείνει στην εξουσία μέχρι τότε. Τα αντισυστημικά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και σε μικρότερο βαθμό η ακροδεξιά Χρυσή Αυγή, έχουν αυξήσει την δημοτικότητα τους εξαιτίας της κρίσης, καθιστώντας ακόμα πιο πολύπλοκη την πολιτική διαδικασία, δεδομένης της ανάγκης να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας στις αρχές του 2015.
Τόσο η Αθήνα όσο και οι Βρυξέλλες επιθυμούν να καθυστερήσει η διεξαγωγή των εκλογών όσο το δυνατόν περισσότερο, κάτι που καθιστά αρκετά πιθανό ένα συμβιβασμό για το ελληνικό χρέος. Ακόμα και αν η Ε.Ε και το ΔΝΤ ζητήσουν επιπρόσθετα μέτρα, οι δανειστές της Ελλάδας θα είναι αρκετά ευέλικτοι ώστε να επιτύχουν μια συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση. Σε τελική ανάλυση, καμία πλευρά δεν θέλει να δημιουργηθούν νέες εντάσεις σε μια στιγμή που η Ελλάδα απολαμβάνει επιτέλους κάποια μικρή έστω πολιτική και οικονομική σταθερότητα, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός για το ελληνικό χρέος.