H απήχηση του «Capital in the 21st century» στις ΗΠΑ είναι πρωτοφανής για βιβλίο πολιτικής οικονομίας κι οι εφημερίδες συγκρίνουν τον συγγραφέα με τον Adam Smith και τον Keynes, ενώ ο Paul Krugman κάνει λόγο για μικρή επανάσταση στην οικονομική θεωρία.
Το βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου για την ανισότητα βρέθηκε πριν από λίγες εβδομάδες στην πρώτη θέση με τα ευπώλητα της Amazon και στην τέταρτη θέση της σχετικής λίστας των Νew York Times. Σε λιγότερο από δύο μήνες έχουν πουληθεί περισσότερα από 80.000 αντίτυπα και 12.000 e-books, ενώ ο εκδοτικός οίκος Harvard Press ετοιμάζει ήδη τις επόμενες πέντε εκδόσεις.
Oι NYT χαρακτηρίζουν το βιβλίο blockbuster, το Marketwatch μιλάει για το νέο αστέρι των οικονομικών, ο Economist και το Time μιλούν για τον νέο Μαρξ και ο Guardian για το φαινόμενο Piketty. Tην ίδια ώρα, το Bloomberg επισημαίνει ότι ακόμα και οι εκατομμυριούχοι λατρεύουν το βιβλίο του 42χρονου Γάλλου, αναφερόμενο στο tweet με το οποίο ο διάσημος επενδυτής Carl Ichan ανακοίνωσε πως πέρασε το Σαββατοκύριακο «διαβάζοντας το νέο μεγάλο βιβλίο Capital in the 21st century από τον Thomas Piketty».
H λίστα με τους διάσημους αναγνώστες του βιβλίου είναι μεγάλη και περιλαμβάνει ονόματα από τον χώρο της πολιτικής, των επιχειρήσεων, των κοινωνικών επιστημών και των μέσων ενημέρωσης. Πριν από δύο εβδομάδες προστέθηκε και αυτό της επικεφαλής της Fed, Janet Yellen, η οποία παραδέχτηκε «δεν μπορώ να πω ότι έχω διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο, αλλά το έχω κοιτάξει».
Ανεξάρτητα από το πόσοι πραγματικά το έχουν διαβάσει, το βέβαιο είναι πως το «Capital in the 21st century» έχει βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας. Και ο λόγος δεν είναι μόνο η πρωτοτυπία της σκέψης του Piketty και το βάθος της εμπειρικής έρευνας, αλλά και το ότι η ανισότητα είναι το καυτό κοινωνικό πρόβλημα της εποχής.
Ιδίως στις ΗΠΑ, η εκτόξευση της εισοδηματικής ανισότητας και του 1% αναδείχθηκε μετά την κρίση του 2008 σε μείζον κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που επηρέασε καθοριστικά τον δημόσιο διάλογο. Οικονομολόγοι όπως ο Stiglitz και ο Krugman επέκριναν την άνιση ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, πολιτικοί άρχισαν να συζητούν για ένα νέο Νew Deal και το κίνημα Occupy εναντιώθηκε στην ασυδoσία της Wall Street με σύνθημα «είμαστε το 99%». Ακόμα και το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ δημοσίευσαν έρευνες για τη σχέση μεταξύ ανισότητας και ανάπτυξης, ενώ πρόσφατα ο Πάπας Φραγκίσκος απηύθυνε έκκληση για μια νόμιμη αναδιανομή του πλούτου.
To βιβλίο του Piketty υποστηρίζει ότι η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης δεν είναι ένα πρόσκαιρο φαινόμενο που διογκώθηκε από την κρίση του 2008, αλλά μια τάση των τελευταίων σαράντα ετών που αντανακλά βαθύτερες δυνάμεις των καπιταλιστικών κοινωνιών. Το βασικό συμπέρασμα του βιβλίου είναι ότι την τριακονταετία 1945-1975 οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στις ανεπτυγμένες κοινωνίες περιόρισαν τις εισοδηματικές ανισότητες, αλλά από το 1980 και έπειτα το χάσμα της μεσαίας τάξης με την οικονομική ελίτ έχει διευρυνθεί σε προπολεμικά επίπεδα. Ως εκ τούτου, το «Capital in the 21st century» αποτελεί μια πολύτιμη πηγή επιχειρημάτων για όσους θεωρούν ότι δεν υπάρχει κάποιο αόρατο χέρι που θα κλείσει αυτόματα την ψαλίδα και επιμένουν να ζητούν τη λήψη μέτρων από τις κυβερνήσεις.
H έρευνα του Piketty
To «Capital in the 21st century» βασίζεται στην πολυετή έρευνα του Piketty σε φορολογικά αρχεία και καταγράφει την ιστορική εξέλιξη στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και του εισοδήματος από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι σήμερα.
H έρευνα του Piketty δείχνει ότι τoν 18ο και τον 19ο αιώνα οι βιομηχανικές κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από υψηλή εισοδηματική ανισότητα, ο ιδιωτικός πλούτος ήταν συγκεντρωμένος στα χέρια λίγων πανίσχυρων οικογενειών και υπερέβαινε κατά πολύ το ετήσιο εθνικό εισόδημα.
Τα κέρδη του κεφαλαίου αυξάνονταν, ενώ οι μισθοί των εργατών παρέμεναν σταθεροί σε χαμηλά επίπεδα. Oι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι διατάραξαν την ισορροπία αυτή και ως το 1950 η ανισότητα είχε περιοριστεί σημαντικά, με τη συγκρότηση του κράτους πρόνοιας και την αύξηση των φόρων στα ανώτερα εισοδήματα και στον πλούτο. Οι μισθοί της μεσαίας τάξης αυξήθηκαν και ο λόγος του κεφαλαίου προς το εθνικό εισόδημα υποχώρησε. Ωστόσο, η τάση μείωσης των ανισοτήτων κράτησε μόνο στη λεγόμενη χρυσή τριακονταετία του καπιταλισμού. Από το 1975 η οικονομική ελίτ αυξάνει σταθερά το εισόδημά της, ενώ η μεσαία τάξη βρίσκεται σε στασιμότητα και έχει επωφεληθεί ελάχιστα από την αύξηση του ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Η ανάλυση εστιάζει σε δύο δυνάμεις που οδηγούν στην αύξηση των ανισοτήτων. Η πρώτη δύναμη αφορά τη δυνατότητα των ανώτατων μισθωτών να διαχωρίζουν τη θέση τους από τους υπόλοιπους εργαζομένους. Ο Piketty αναφέρεται κυρίως στα ανώτατα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων, τους super managers. Η δεύτερη δύναμη, την οποία ο Γάλλος οικονομολόγος εκφράζει με τη μορφή του θεμελιώδους νόμου r>g, αφορά τη σχέση του κεφαλαίου προς το εθνικό εισόδημα. Σύμφωνα με τον Piketty, το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου (r) τείνει να είναι μακροπρόθεσμα μεγαλύτερο από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας (g).
Η σχέση αυτή σημαίνει ότι ο ο κληρονομημένος πλούτος αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό από το εισόδημα. Οι άνθρωποι με κληρονομημένο πλούτο χρειάζεται να αποταμιεύσουν μόνο ένα μικρό μέρος των κερδών από το κεφάλαιό τους για να δουν το κεφάλαιο αυτό να μεγαλώνει πιο γρήγορα από το σύνολο της εθνικής οικονομίας. «Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι ο κληρονομημένος πλούτος θα κυριαρχήσει με μεγάλη διαφορά του πλούτου που έχει αποκτηθεί από την εργασία μιας ολόκληρης ζωής και η συγκέντρωση του κεφαλαίου θα φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, πιθανότατα ασύμβατα με τις αξιοκρατικές αρχές και αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης, που είναι θεμελιώδεις στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες» γράφει ο Piketty.
O συγγραφέας παρουσιάζει την εξέλιξη των ανισοτήτων στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, βασιζόμενος στην πρώτη και στη δεύτερη δύναμη αντίστοιχα.
Στις ΗΠΑ, το ανώτατο 1% απολάμβανε ως το 1940 πάνω το 45% του εθνικού εισοδήματος. Το 1970 το μερίδιο του πλουσιότερου 1% υποχώρησε λίγο χαμηλότερα από το 30% και το 2010 επανήλθε πάνω από το 45%.
Στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Βρετανία, το κεφάλαιο ήταν επτά φορές υψηλότερο από το ετήσιο εθνικό εισόδημα από το 1700 ως το 1910. Στη συνέχεια ο λόγος του κεφαλαίου προς το εθνικό εισόδημα σημείωσε μεγάλη πτώση, υποχωρώντας το 1950 στο 1,5 στη Γερμανία, στο 2,5 στη Γαλλία και στο 3 στη Βρετανία. Από το 1970 άρχισε και πάλι να αυξάνεται, φτάνοντας το 2010 λίγο πάνω από το 5 στη Βρετανία και λίγο κάτω από το 6 στη Γαλλία. Στη Γερμανία βρίσκεται κάπου στο 4.
Σημειώνεται ότι στο κεφάλαιο (έννοια που χρησιμοποιεί εναλλάξ με αυτήν του πλούτου) ο Piketty περιλαμβάνει στοιχεία ενεργητικού όπως γη, μηχανές, ρευστό, ομόλογα, μετοχές, πνευματική ιδιοκτησία και για την εποχή της νόμιμης δουλείας ακόμα και ανθρώπους.
Oι κληρονόμοι «ραντιέρηδες» και η επέλαση των «super managers»
Η επιλογή του Piketty να παρουσιάσει την εξέλιξη των ανισοτήτων στις ΗΠΑ μέσα από τη θέση του ανώτατου 1% και στην Ευρώπη μέσα από τον λόγο του κεφαλαίου (πλούτου) προς το εισόδημα δεν είναι τυχαία.
Όπως γράφει, η πρώτη δύναμη διεύρυνσης των ανισοτήτων εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ. Η αμερικάνικη κοινωνία είναι κοινωνία των super stars ή των super managers, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανισότητα, η οποία έχει δημιουργηθεί κυρίως μέσω εισοδημάτων από εργασία και όχι από πλούτο. Αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, το 1%, βρέθηκαν εκεί μέσω υψηλών μισθών και απολαβών.
Αντίθετα η δεύτερη δύναμη διεύρυνσης των ανισοτήτων διαμόρφωσε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες στην Βelle Epoque. Πρόκειται για τις κοινωνίες του πατρογονικού καπιταλισμού και των «ραντιέρηδων», όπου η κληρονομιά είναι πολύ σημαντική και η συγκέντρωση του πλούτου υπερβολικά υψηλή.
Πίσω στη χρυσή εποχή του καπιταλισμού
Η βασική θέση του Piketty για τις δυνάμεις διεύρυνσης των ανισοτήτων και η επιλογή να χρησιμοποιήσει τη λέξη «Κεφάλαιο» για τον τίτλο δεν πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τάσσεται υπέρ της εγκατάλειψης του μοντέλου της ελεύθερης αγοράς για κάποια άλλη μορφή οικονομίας.
Σε συνέντευξή του στο ΝewStatesman δήλωσε ότι δεν έχει διαβάσει ποτέ πραγματικά το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και ότι η σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου δεν είχε καμία επίδραση στο έργο του. Σε αντίθεση με τον Μαρξ ο Piketty δεν πιστεύει στο αποκαλυπτικό τέλος του καπιταλισμού και υποστηρίζει ότι υπάρχει μια μέση οδός για τη μείωση των ανισοτήτων και την επίτευξη μεγαλύτερης αρμονίας μεταξύ των τάξεων.
«Δυστυχώς για τους ανθρώπους που παγιδεύτηκαν σε αυτά τα ολοκληρωτικά πειράματα, το πρόβλημα ήταν πως η οικονομία της αγοράς και η ιδιωτική περιουσία δεν χρησιμεύουν μόνο στη διασφάλιση της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω σε αυτούς που δεν έχουν να πουλήσουν τίποτε άλλο πέρα από την εργατική τους δύναμη. Διαδραματίζουν και έναν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση των ενεργειών εκατομμυρίων προσώπων και δεν είναι τόσο εύκολο να κάνουμε χωρίς αυτές. Οι ανθρώπινες καταστροφές του σοβιετικού τύπου κεντρικού σχεδιασμού το δείχνουν αυτό ξεκάθαρα» γράφει ο Piketty.
Στο τελευταίο μέρος του «Capital in the 21st century» προτείνει μέτρα όπως η αύξηση της φορολογίας για τα ανώτατα εισοδήματα και η επιβολή ενός προοδευτικού φόρου περιουσίας.
Συγκεκριμένα, ο Piketty τάσσεται υπέρ μιας προοδευτικής φορολογίας εισοδημάτων, με τον ανώτατο φόρο να αγγίζει ως και το 80% για το κορυφαίο 1% ή 0,5%. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένας τόσο υψηλός φόρος σε εισοδήματα από $500.000 ως $1 εκατ. όχι μόνο δεν θα μείωνε την ανάπτυξη, αλλά θα οδηγούσε σε πιο δίκαιη διανομή. Η έρευνα του Piketty δείχνει ότι οι υπερβολικά υψηλές αμοιβές των στελεχών μετά τη δεκαετία του 1980 δεν δικαιολογούνται από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Η ιδέα πίσω από έναν τέτοιο φόρο δεν είναι ότι θα αποφέρει πολλά έσοδα στην κυβέρνηση, αλλά ότι θα περιορίσει τα κίνητρα των στελεχών να ζητούν υπερβολικά υψηλές αμοιβές και θα οδηγήσει αυτόματα σε αύξηση των αμοιβών στις κατώτερες μισθολογικές βαθμίδες, από τη στιγμή που δεν θα υπάρξει κάποια επίπτωση στην ανάπτυξη.
Παράλληλα, ο Piketty προτείνει την επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου στο κεφάλαιο. O φόρος θα ξεκινά από πολύ χαμηλά για μικρές περιουσίες και θα φτάνει στο 5% - 10% για περιουσίες που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά τον ίδιο, ο φόρος στο κεφάλαιο είναι η καλύτερη απάντηση στην ανισότητα του r>g.
Οι επικρίσεις από «αριστερά» και «δεξιά»
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία για το «Capital in the 21st century» είναι ο πραγματικά τεράστιος αριθμός των κριτικών που δημοσιεύτηκαν το τελευταίο διάστημα σε εφημερίδες, ακαδημαϊκά περιοδικά και blogs.
Την άποψή τους για το βιβλίο κατέθεσαν σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα της οικονομικής επιστήμης, από τον Krugman και τον Rogoff, μέχρι τον James Galbraith και τον νομπελίστα Robert Solow. Στην πλειονότητά τους οι κριτικές είναι από θετικές ως διθυραμβικές.
Ωστόσο είναι πολλοί αυτοί που έχουν εντοπίσει σημαντικές αδυναμίες στο «Capital in the 21st century» και έχουν παρουσιάσει επιχειρήματα ενάντια στις θέσεις του Piketty. Από τα επιχειρήματα αυτά, είναι ενδιαφέρον να διακρίνει κανείς αυτά που προέρχονται από τα «αριστερά» και από τα «δεξιά». Η διάκριση αυτή είναι φυσικά απλώς ενδεικτική και έχει ως στόχο να καταγράψει τον πολιτικό αντίκτυπο που έχει το βιβλίο του Piketty.
O χρηματοοικονομικός τομέας και ο ευρύτερος ρόλος του κράτους
Η κριτική του Paul Krugman στους NYT για το «Capital in the 21st century» μόνο διθυραμβική μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο νομπελίστας οικονομολόγος αναφέρει ότι ο Piketty έγραψε ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο, το οποίο μεταμόρφωσε την ακαδημαϊκή συζήτηση για τον πλούτο και την ανισότητα.
Αλλά ο Krugman επισημαίνει πως ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικό είναι το βιβλίο, ο Piketty δεν δίνει όση βαρύτητα θα έπρεπε στον ρόλο του χρηματοοικονομικού τομέα στην αύξηση των ανισοτήτων.
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό NewStatesman o Piketty δέχεται την κριτική του Krugman. «Ναι πιστεύω πως έπρεπε να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στα χρηματοοικονομικά, αν και μίλησα για τη χρηματοοικονομική απορρύθμιση. Ίσως έπρεπε να κάνω κάτι παραπάνω. Ο Paul Krugman έχει δίκιο σε αυτό. Ένα ζήτημα είναι η αύξηση των απολαβών στον χρηματοοικονομικό τομέα. Το άλλο ζήτημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η απορρύθμιση έχει αυξήσει την ανισότητα στην πρόσβαση καλών ποσοστών κέρδους», ανέφερε.
Ωστόσο, η πιο συχνή αντίρρηση στο βιβλίο του Piketty δεν αφορά τον ρόλο του χρηματοοικονομικού τομέα, αλλά την πρότασή του για έναν παγκόσμιο φόρο στο κεφάλαιο (ή στον πλούτο). Πολλοί υποστηρίζουν πως η πρόταση αυτή δεν είναι ρεαλιστική και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Από τη στιγμή που όσοι έχουν συσσωρεύσει πλούτο έχουν και μεγαλύτερη πολιτική επιρροή θεωρούν ότι είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς πως μπορεί να εφαρμοστεί ένας τέτοιος φόρος. Παράλληλα εκφράζουν την άποψη ότι ο Piketty εστιάζει υπερβολικά στη φορολογία και αγνοεί τον ευρύτερο ρόλο που μπορεί να έχει η κυβέρνηση στην προώθηση πιο εξισωτικών αποτελεσμάτων.
Μια άλλη ένσταση κατά του Piketty έχει να κάνει με τη θέση του ότι το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου θα συνεχίσει να αυξάνεται περισσότερο από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Robert Solow έγραψε ότι ο Piketty προσφέρει ιστορικά στοιχεία για τις τάσεις που έχουν επικρατήσει μέχρι σήμερα, αλλά δεν αποδεικνύει γιατί αυτό θα ισχύσει και στο μέλλον.
Μια άλλη κριτική από τα αριστερά εστιάζει στον ορισμό του κεφαλαίου από τον Piketty. Οικονομολόγοι όπως ο James Galbraith ασκούν κριτική στον νεοκλασικό ορισμό του κεφαλαίου από τον Piketty, ως ένα άθροισμα φυσικών αντικειμένων. Σύμφωνα με τον Galbraith ο ορισμός αυτός δεν συλλαμβάνει την ουσία του κεφαλαίου, η οποία είναι «η εξουσία που δίνει στους καπιταλιστές να λαμβάνουν αποφάσεις και η υπεραξία που λαμβάνουν από την εργασία».
Η αξία των super managers και oι αναπτυσσόμενες χώρες
Ένα βιβλίο για την ανισότητα που προτείνει αύξηση των φόρων για τα ανώτερα εισοδήματα είναι λογικό να προκαλέσει αντιδράσεις από τη «δεξιά». Πέρα από τις φωνές πανικού που προειδοποιούσαν για τη μόλυνση του δημόσιου λόγου από μαρξιστές επαναστάτες, οι αντιδράσεις αυτές μπορούν να συνοψιστούν στα εξής σημεία:
Πρώτον, oι υψηλές αμοιβές των ανώτατων στελεχών είναι δικαιολογημένες και αντανακλούν την παραγωγικότητα και τα ταλέντα τους. Οι πολύ υψηλοί μισθοί δεν είναι το αποτέλεσμα μεγαλύτερης επιρροής στα διοικητικά συμβούλια, αλλά της αξίας των super managers σε μια σύγχρονη επιχείρηση. Καταλυτικός εδώ θεωρείται ο ρόλος της ψηφιακής τεχνολογίας. Η ψηφιακή τεχνολογία αυξάνει το οριακό προϊόν των πιο ικανών σε όλα τα επιχειρηματικά πεδία, δημιουργώντας μια παγκόσμια ελίτ super stars που ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους χάρη στα ταλέντα τους.
Δεύτερον, ο Piketty υποτιμά τη συμβολή που θα έχουν στην παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, η οποία μπορεί να κρατήσει τον ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερα για την επόμενη εκατονταετία.
Tρίτον, το «Capital in the 21st century» δεν λαμβάνει υπόψη άλλους λόγους για τους οποίους αυξάνεται το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου και η ανισότητα, όπως η μαζική εισροή φθηνής εργασίας από αναπτυσσόμενες χώρες στις παγκόσμιες αγορές ή χρήση νέου τύπου ρομπότ στην παραγωγή.
Τέταρτον, ο Γάλλος οικονομολόγος κατηγορεί τον καπιταλισμό για αύξηση των ανισοτήτων, αλλά εστιάζει μόνο στις ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο οι ανισότητες έχουν συρρικνωθεί και αυτό οφείλεται στον καπιταλισμό. «Η ίδια μηχανή που έχει αυξήσει τις ανισότητες στις πλούσιες χώρες έχει κάνει το παιχνίδι πιο δίκαιο για δισεκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο» γράφει ο Kenneth Rogoff στην κριτική του για το βιβλίο.
H διαμάχη με τους Financial Times
Tην περασμένη εβδομάδα ο οικονομικός συντάκτης των F.T. Chris Giles υποστήριξε πως το βιβλίο περιέχει λάθη στη μέθοδο ανάλυσης των στατιστικών στοιχείων. To δημοσίευμα προκάλεσε αμέσως αντιδράσεις. «Όχι τόσο γρήγορα με αυτό το νόμπελ» έγραψε στο twitter o συνάδελφος του Giles στους F.T. Clive Crook. «Αυτό είναι μεγάλο λαβράκι αν είναι αλήθεια: Λάθος τα δεδομένα του Piketty;» έγραψε ο Τim Fernholz του Quarz.
Σύμφωνα με τον κ. Giles τα λάθη αυτά υπονομεύουν το συμπέρασμα του Piketty ότι η οικονομική ανισότητα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ οδεύει σε επίπεδα που δεν έχουν εμφανιστεί από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τηνδιόρθωση των λαθών αυτών, «τα βασικά συμπεράσματα του βιβλίου -ότι η εισοδηματική ανισότητα έχει αρχίσει να αυξάνεται τα τελευταία 30 χρόνια και ότι οι ΗΠΑ έχουν πιο άνιση διανομή του πλούτου από την Ευρώπη- δεν φαίνεται να ισχύουν» γράφει ο κ. Giles.
O συντάκτης των F.T. χρησιμοποίησε τα υπολογιστικά φύλλα του excel που έχει δημοσιεύσει ο Piketty στην ιστοσελίδα του.
Σε επιστολή του στη βρετανική οικονομική εφημερίδα ο κ. Piketty έγραψε πως δημοσίευσε τα στοιχεία «για να προωθήσει έναν ανοιχτό διάλογο για αυτά τα σημαντικά και ευαίσθητα ζητήματα υπολογισμού».
Σε mail του στο Bloomberg χαρακτήρισε την ανάλυση των F.T. απλώς γελοία και τόνισε πως δεν υπάρχει κάποιο λάθος στη δουλειά του. Στο AFP ανέφερε ότι «εκεί που οι F.T. δεν είναι ειλικρινείς είναι όταν υποστηρίζουν ότι αυτό αλλάζει κάτι στα συμπεράσματα που βγάζω, όταν στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα.
Οι πιο πρόσφατες μελέτες απλώς επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματά μου, χρησιμοποιώντας διαφορετικές πηγές».
Στις 28 Μαΐου ο κ. Piketty δημοσίευσε μια ολοκληρωμένη απάντηση 4.400 λέξεων στην κριτική των F.T. Στην απάντηση αυτή αναφέρει μεταξύ άλλων: «Πρώτον, δεν βρήκα την κριτική των F.T. ιδιαίτερα εποικοδομητική. Οι F.T. υποστηρίζουν ότι έκανα λάθη και σφάλματα στους υπολογισμούς μας, το οποίο είναι απλώς λάθος, όπως δείχνω. Οι διορθώσεις που προτείνουν οι F.T. (και με τις οποίες διαφωνώ) είναι ως επί το πλείστον επουσιώδεις και δεν επηρεάζουν τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις και τη γενικότερη ανάλυσή μου, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι F.T. Eπιπλέον, οι διορθώσεις των F.T. που είναι κάπως πιο σημαντικές βασίζονται σε μεθοδολογικές επιλογές που είναι κάπως (μην πω τουλάχιστον) συζητήσιμες».
Ο κ. Krugman έγραψε στο blog του στους NYT πως ο κ. Piketty οφείλει να απαντήσει στις ερωτήσεις που θέτει ο συντάκτης των F.T., αλλά σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα για τα συμπεράσματα του Γάλλου οικονομολόγου.
«Είμαι σίγουρος ότι τέτοια λάθη συμβαίνουν όλη την ώρα. Τις περισσότερες φορές είναι έντιμα λάθη που δεν αλλάζουν τα βασικά συμπεράσματα» ανέφερε ο Dani Rodrik, καθηγητής στο Princeton.
«Πιστεύω ότι ο Piketty πρέπει να εξηγήσει κάποια πράγματα, όπως γιατί έγιναν οι προσαρμογές», υποστήριξε ο Branko Milanovic, επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα.