Οι κρίσεις χρέους θυμίζουν λίγο το προπατορικό αμάρτημα. Υπάρχουν, ελλοχεύουν και πλήττουν κυρίως αναπτυσσόμενες οικονομίες. Όλες οι κρίσεις χρέους εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά:
Αρχικά καταγράφεται αύξηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο και αύξηση του εξωτερικού δανεισμού.
Στη συνέχεια, έρχεται το «ατύχημα»: διεθνής ύφεση ή περιορισμός της ρευστότητας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές ή αύξηση επιτοκίων ή χρηματιστηριακή κρίση. Μπορεί να συμβεί ένα από αυτά ή συνδυασμός.
Ο επίλογος γράφεται με την απροθυμία των κεφαλαιαγορών να χρηματοδοτήσουν τη συγκεκριμένη οικονομία και από εκεί αρχίζουν τα δύσκολα: κατάρρευση τραπεζικού συστήματος, στάση πληρωμών...
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίσθηκαν με τη μία ή την άλλη μορφή σε όλες τις κρίσεις χρέους που έχουν καταγραφεί στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ αθέτησαν τους όρους των δανείων που είχαν πάρει για την κατασκευή καναλιών.
Στη συνέχεια, είχαμε κρίσεις χρέους των χωρών της Λατινικής Αμερικής, με πιο σημαντική την κρίση της Αργεντινής το 1890. Η χώρα δήλωσε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους της. Τρία χρόνια αργότερα, στο κλαμπ των χρεοκοπημένων βρέθηκε και η Ελλάδα. Το 1893, η Ελλάδα που δανειζόταν προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις σε υποδομές χρεοκόπησε, καθώς βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Οι χρεοκοπίες του 20ού αιώνα ξεκίνησαν το 1917 με την άρνηση των μπολσεβίκων να εξυπηρετήσουν το χρέος που είχε συναφθεί κατά την περίοδο των τσάρων. Οι σοβαρότερες κρίσεις χρέους καταγράφηκαν στη δεκαετία του 1930, καθώς πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες (μεταξύ των οποίων και αρκετά από τα ευρωπαϊκά κράτη που προέκυψαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), αντιμετώπισαν προβλήματα πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές, καθώς οι ανεπτυγμένες οικονομίες της εποχής αρνήθηκαν τη χρηματοδότησή τους.
Η περιγραφή του «ελληνικού χρεοστασίου» τον Μάιο του 1932 είναι συγκλονιστική:
Τον Μάρτιο του 1932 η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέθεσε νομοσχέδιο «περί προσωρινής ρυθμίσεως ζητημάτων δημοσίου χρέους», ενώ εξήγγειλε ότι από 1ης Απριλίου οι τόκοι των εσωτερικών δανείων θα «κουρεύονταν» κατά 25%. Παράλληλα, υποβλήθηκε αίτημα στην ΚΤΕ για χορήγηση δανείου 50 εκατ. δολαρίων. Την ίδια στιγμή (26/4), τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας ήταν μόλις 2.336.608 δολάρια.
Το Συμβούλιο της ΚΤΕ συνήλθε σε έκτακτη συνεδρίαση στις 12 Απριλίου για να εξετάσει τα αιτήματα παροχής βοήθειας από την Ελλάδα, την Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Στις 15 Απριλίου μίλησε στο συμβούλιο ο Ελ. Βενιζέλος. Η φράση «Έχετε υπ' όψιν σας ότι αν αφήσετε αβοήθητα τα μικρά κράτη, μαύρο μέλλον αναμένει την Ευρώπη...» που διατύπωσε κατά την αγόρευσή του εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και σήμερα. Το συμβούλιο απέρριψε το αίτημα για την παροχή του δανείου, ενώ για το θέμα της αναστολής των τοκοχρεολυσίων επισήμανε ότι θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και των ομολογιούχων.
Ο Ελ. Βενιζέλος, μετά την απόφαση, έσπευσε να δηλώσει: « Διέβημεν τον Ρουβίκωνα και ηδυνήθημεν να τον διέλθωμεν όχι μόνο χωρίς ζημίας αλλά και με πλεονεκτήματα». Επανήλθε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου, αλλά στο μεταξύ με τηλεγράφημα είχε δώσει εντολές να κηρυχθεί η Ελλάδα από 1ης Μαΐου σε «προσωρινόν χρεοστάσιον».
Οι χρεοκοπίες του 1930 είχαν ως αποτέλεσμα ο διεθνής ιδιωτικός δανεισμός προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες να ανασταλεί, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τα πλεονάσματα που είχαν οι ανεπτυγμένες χώρες αλλά και οι χώρες του ΟΠΕΚ άρχισαν να διοχετεύονται μέσω του διεθνούς τραπεζικού συστήματος στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Όμως μαζί με την επαναφορά της ροής των δανείων, επέστρεψαν και οι χρεοκοπίες και οι κρίσεις χρέους.
Η πρώτη μεγάλη κρίση χρέους ήταν η κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ήδη, από τη δεκαετία του ΄70 το εξωτερικό χρέος των χωρών της Λατινικής Αμερικής άρχισε να συσσωρεύεται. Η χρηματοδότησή του δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν οι ΗΠΑ ανέβασαν τα επιτόκια, ανατιμήθηκε το δολάριο και η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε συνθήκες ύφεσης. Αυτό πυροδότησε τις διαδικασίες για την επερχόμενη κρίση χρέους.
Η κρίση ξεκίνησε το 1982 από το Μεξικό και μεταδόθηκε στην Αργεντινή, τη Βραζιλία και τη Χιλή. Η κρίση διήρκεσε μία δεκαετία και η κατάσταση ομαλοποιήθηκε το 1992, όταν οι αμερικάνικες τράπεζες συμφώνησαν σε ένα πρόγραμμα ελάφρυνσης του εξωτερικού χρέους. Αρχικά συμφώνησαν με το Μεξικό (1990) και στη συνέχεια με τις Φιλιππίνες, την Κόστα Ρίκα, τη Βενεζουέλα και την Ουρουγουάη (1991). Τέλος, το 1992 έκλεισαν συμφωνίες ελάφρυνσης του χρέους με την Αργεντινή και τη Βραζιλία.
Αυτή όμως ήταν η αρχή μίας μεγάλης περιπέτειας των χωρών της Λατινικής Αμερικής, καθώς οι διεθνείς τράπεζες, έχοντας μία τεράστια ρευστότητα, προχώρησαν σε μείωση των επιτοκίων και σε αναζήτηση νέων αγορών. Έτσι άρχισαν να δανείζουν πάλι, με αποτέλεσμα λίγο αργότερα να σημειωθεί νέα κρίση χρέους.
Πρώτο θύμα ήταν πάλι το Μεξικό. Το 1994 οδηγήθηκε σε νέα κρίση χρέους και χρειάστηκε ένα δάνειο 50 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ για να την αντιμετωπίσει. Επτά χρόνια αργότερα, η κρίση έπληξε την Αργεντινή. Τον Δεκέμβριο του 2001, ξέσπασε μία νέα κρίση χρέους στη χώρα. Ενδιάμεσα προβλήματα αντιμετώπισε και η Βραζιλία, τα οποία όμως δεν είχαν την ένταση και την έκταση των προβλημάτων της Αργεντινής.
Η ασιατική κρίση
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ΄90 ξεπήδησε μία νέα εστία. Η ασιατική κρίση χρέους εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 1997, με την υποτίμηση του νομίσματος της Ταϊλάνδης. Πολύ γρήγορα η κρίση μεταδόθηκε στη Μαλαισία και στην Ινδονησία και τέλος έφτασε στη Νότια Κορέα. Η κρίση μεταδόθηκε σε ολόκληρη την ανατολική Ασία, καθώς επηρέασε και οικονομίες που δεν είχαν το μέγεθος των προβλημάτων της Ταϊλάνδης. Στη δίνη της βρέθηκαν το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Νέα Ζηλανδία, ακόμη και η Ιαπωνία. Η κρίση επίσης χτύπησε και άλλες αναδυόμενες οικονομίες, καθώς τα θύματά της έφτασαν μέχρι τη Ρωσία και τα άλλα νεοσύστατα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Οι χώρες που βρέθηκαν στο επίκεντρο του σεισμού της ασιατικής κρίσης (Ταϊλάνδη, Ινδονησία) αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν τα προγράμματα του ΔΝΤ. Το πακέτο περιελάμβανε: υψηλά επιτόκια, δημοσιονομικές παρεμβάσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (σ.σ. σας θυμίζει κάτι;). Εξαίρεση η Μαλαισία, η οποία εφάρμοσε ένα πρόγραμμα περιορισμού στις κινήσεις κεφαλαίου.
Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του προγράμματος του ΔΝΤ ήταν δραματικές. Οι οικονομίες των χωρών οι οποίες πριν από την κρίση έτρεχαν με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης 6%, μπήκαν σε βαθιά ύφεση. Η πιο ενδεικτική περίπτωση ήταν η Ινδονησία, καθώς η οικονομική κρίση έφερε πολιτική αστάθεια και κλυδωνισμό του τραπεζικού συστήματος. Η υποτίμηση του νομίσματος εκτιμάται σε 85% περίπου, ενώ όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας χρεοκόπησαν.
Τελικά, η ασιατική κρίση διήρκεσε δύο περίπου χρόνια, αλλά οι οικονομίες των χωρών που επλήγησαν από αυτήν δεν επανήλθαν στους ρυθμούς ανάπτυξης που είχαν πετύχει στα χρόνια που προηγήθηκαν. Ένα από τα αξιοσημείωτα είναι ότι οι οίκοι αξιολόγησης λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η κρίση είχαν προβεί στις καθιερωμένες αξιολογήσεις από τις οποίες είχαν καταλήξει ότι ο πιστωτικός κίνδυνος των χωρών αυτών ήταν ανύπαρκτος.
Ευρωπαϊκή κρίση χρέους
Η επόμενη στάση της κρίσης του χρέους ήταν στη γηραιά ήπειρο. Η αρχή έγινε με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την ύφεση που επακολούθησε το 2009, η οποία έκανε δυσχερή την πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές και ενίσχυσε τις αμφιβολίες αναφορικά με τις δυνατότητές τους να εξυπηρετούν το εξωτερικό χρέος.
Η κρίση εμπιστοσύνης εκδηλώθηκε (για διαφορετικές αιτίες στην κάθε μία) σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας η κρίση προκλήθηκε από τα δημοσιονομικά προβλήματα, ενώ αντίθετα στην Ιρλανδία το τραπεζικό σύστημα ήταν εκείνο που προκάλεσε την κρίση χρέους. Η κρίση μεταδόθηκε στην Ισπανία και στην Ιταλία, αλλά οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άμβλυναν αρκετά τις επιπτώσεις της.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο της κρίσης έχει μία ιδιαιτερότητα, σε σχέση με αυτό τόσο της Λατινικής Αμερικής, όσο και της Ασίας. Οι χώρες που επλήγησαν δεν είχαν τη δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματός τους και αυτό τις ανάγκασε να εφαρμόσουν πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, με δραματικά αποτελέσματα, τα οποία αφορούν τη χρονική διάρκεια και την ένταση της ύφεσης. Παράλληλα, προκάλεσαν έντονα κοινωνικά προβλήματα, που απεικονίστηκαν στη θεαματική αύξηση της ανεργίας.
Πηγή: Premium.paratiritis.gr