Τα δημοψηφίσματα των αυτονομιστών που μόλις ολοκληρώθηκαν και οι επερχόμενες εθνικές εκλογές στην Ουκρανία θα αποτελέσουν κρίσιμο τεστ όχι μόνο για τον πολιτικό προσανατολισμό και τη σταθερότητά της στη συνέχεια, αλλά και για το εάν θα μπορεί να λειτουργήσει ως χώρα.
Την Κυριακή, οι ανατολικές περιφέρειες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ πραγματοποίησαν δημοψηφίσματα για την αυτοδιάθεση των περιοχών τους. Σύμφωνα με τους διοργανωτές τους, τα δημοψηφίσματα έδειξαν συντριπτική υποστήριξη της απόσχισης από την Ουκρανία. Στο Ντονέτσκ, το 89% στήριξαν την ψήφο αυτή, ενώ στο Λουγκάνσκ το 96% τάχθηκε υπέρ της αυτονομίας, σύμφωνα με τις εκλογικές επιτροπές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ αντίστοιχα. Οι διοργανωτές υποστήριξαν επίσης πως περισσότερο από το 80% του εκλογικού σώματος συμμετείχε στο δημοψήφισμα, αν και δεν έχει υπάρξει ανεξάρτητη επιβεβαίωση της ψηφοφορίας ή του αποτελέσματός της.
Η ουκρανική κυβέρνηση έχει ταχθεί κατά των δημοψηφισμάτων αυτών από την αρχή και δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα θεωρεί παράνομα και παράτυπα. Ο μεταβατικός πρόεδρος της Ουκρανίας, Ολεξάντερ Τουρτσίνοφ, χαρακτήρισε τα δημοψηφίσματα «φάρσα», προσθέτοντας ότι «δεν θα έχουν καμία νομική επίπτωση, πέραν της δίωξης των διοργανωτών τους». Η Δύση έχει και αυτή ταχθεί κατά των δημοψηφισμάτων, και αξιωματούχοι τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από τις ΗΠΑ δηλώνουν πως δεν θα αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα.
Η Ουκρανία δεν ανησυχεί τόσο για τα ίδια τα δημοψηφίσματα -άλλωστε ακόμα και οι διοργανωτές τους παραδέχθηκαν ότι είδαν παρατυπίες, όπως για παράδειγμα η ανικανότητα να αποτρέψουν τον κόσμο από το να ψηφίσει περισσότερες από μία φορά- όσο για τις επιπτώσεις της ψήφου σε σχέση με τις προθέσεις της Ρωσίας.
Στο «μυαλό» του Κιέβου είναι ακόμα «φρέσκια» η ταχύτατη ακολουθία των εξελίξεων στην Κριμαία, η οποία ξεκίνησε με τις φιλορωσικές διαδηλώσεις που μετατράπηκαν σε καταλήψεις κτιρίων από ένοπλους αυτονομιστές και οδήγησαν σε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία και την προσάρτηση της χερσονήσου στη Ρωσία. Οι ανατολικές περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ έχουν ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο και, σύντομα μετά την ψήφο, οι εκπρόσωποι της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ ζήτησαν από τη Μόσχα να αποδεχθεί την περιοχή στην Ρωσική Ομοσπονδία (κάτι που πιθανότατα θα πράξουν και οι αυτονομιστές του Λουγκάνσκ).
Υπάρχουν ακόμα τεράστιες διαφορές μεταξύ της Κριμαίας και της ανατολικής Ουκρανίας -με σημαντικότερη ίσως την προϋπάρχουσα παρουσία του ρωσικού στρατού σε αρκετές βάσεις σε όλη τη χερσόνησο-, όμως η ουκρανική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα μιας ακόμα ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στη χώρα.
Αναφορές για ύπαρξη ρωσικών δυνάμεων κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, ορισμένες εκ των οποίων με στολές ειρηνευτικών δυνάμεων, προκαλούν ανησυχία σε Κίεβο και Δύση, ότι η Ρωσία θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα με το πρόσχημα της ειρηνευτικής αποστολής, όμως στην πραγματικότητα ως τρόπο για να καταλάβει ή να προσαρτήσει μέρη της ανατολικής Ουκρανίας.
Όμως, όπως έχει υποστηρίξει το Stratfor, ο απώτερος στόχος της Ρωσίας δεν είναι η εισβολή ή η προσάρτηση ουκρανικών εδαφών, αλλά η εξουδετέρωση της ουκρανικής κυβέρνησης. Και σε αυτό το πλαίσιο, οι προεδρικές εκλογές της 25ης Μαΐου, οι πρώτες από τότε που ανετράπη ο πρώην Ουκρανός πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς τον Φεβρουάριο, είναι το κλειδί. Όπως η ουκρανική κυβέρνηση και η Δύση αμφισβητούν τη νομιμότητα των δημοψηφισμάτων στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, έτσι και οι Ρώσοι αξιωματούχοι αμφισβητούν τις προεδρικές εκλογές στην Ουκρανία. Η θέση της Μόσχας είναι ότι η ανατροπή του Γιανουκόβιτς είναι ένα παράνομο, στηριζόμενο από τη Δύση, πραξικόπημα και η νυν κυβέρνηση του Κιέβου είναι συνεπώς παράνομη.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν άφησε πρόσφατα να εννοηθεί ότι η Μόσχα μαλακώνει τη θέση της για τις εκλογές, λέγοντας πως θα μπορούσαν να είναι «ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση», μόνο όμως εάν προηγηθεί η παύση των επιχειρήσεων των ουκρανικών δυνάμεων ασφαλείας στις ανατολικές περιοχές καθώς και μια συνταγματική αναθεώρηση που θα κινείται προς την κατεύθυνση της αποκέντρωσης των εξουσιών. Ο Πούτιν κάλεσε επίσης τους αυτονομιστές στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ να αναβάλουν τα δημοψηφίσματα, αν και οι ομάδες αυτές αποφάσισαν τελικά να τα προχωρήσουν.
Επιφανειακά, ο τρόπος με τον οποίον οι ομάδες αυτές αγνόησαν την πρόταση του Πούτιν θα έδειχνε πως υπονοεί ότι η Ρωσία δεν ελέγχει τους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να είναι και μια εσκεμμένη προσπάθεια από τον Πούτιν να φανεί θετικός στις διαπραγματεύσεις με το Κίεβο και τη Δύση και να αποστασιοποιήσει τη Μόσχα από τις πιο προκλητικές ενέργειες των αυτονομιστών. Και ενώ είναι σίγουρα λογικό να θεωρηθεί ότι η Ρωσία δεν υπαγορεύει κάθε ενέργεια που αναλαμβάνουν οι ομάδες των αυτονομιστών, που ποικίλλουν σε μέγεθος και αποτελεσματικότητα στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, ωστόσο θα ήταν αφελές να θεωρηθεί ότι η Μόσχα έχει χάσει τελείως την επιρροή της.
Αν και είναι δύσκολο να πει κανείς ακριβώς πόση επιρροή έχει η Μόσχα στις ομάδες αυτές, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ρωσία έχει σημαντικούς δεσμούς με τους πιο καλά οπλισμένους αυτονομιστές που έχουν καταλάβει και συνεχίζουν να έχουν υπό κατάληψη κτίρια σε όλη την περιοχή, ιδιαίτερα στο προπύργιο των ανταρτών, το Σλαβιάνσκ. Όσο η Ρωσία έχει επιρροή στη «μυϊκή δύναμη» αλλά και στα κύρια κέντρα λήψης αποφάσεων των αυτονομιστών, μπορεί να ισχυριστεί λογικοφανή άρνηση την ώρα που οι αυτοανακηρυχθέντες ηγέτες κάνουν δηλώσεις που είναι αντίθετες με αυτές της Μόσχας ή ακόμα και των ιδίων. Εάν προστεθεί σε αυτό και η απάντηση της Ρωσίας στα δημοψηφίσματα -η οποία δήλωσε ότι «σέβεται» την ψήφο χωρίς όμως να τα επικυρώνει ή να τα αναγνωρίζει ξεκάθαρα- τότε γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει μια ευθυγράμμιση δυνάμεων, τουλάχιστον εκεί όπου υπάρχουν αμοιβαία συμφέροντα.
Ως εκ τούτου, με τη λογική του Πούτιν, τα δημοψηφίσματα πιθανότατα λειτούργησαν ως «υπενθύμιση» προς την ουκρανική κυβέρνηση της ανικανότητάς της να ελέγξει τις περιοχές στις οποίες αυτά διενεργήθηκαν - ασχέτως εάν η Μόσχα τα στήριξε επισήμως ή όχι. Όσο η Ουκρανία συνεχίζει τις επιχειρήσεις των δυνάμεων ασφαλείας στα Ανατολικά και δεν κάνει σοβαρή προσπάθεια για αποκλιμάκωση, η Ρωσία θα συνεχίζει να υποδαυλίζει την αστάθεια στην ανατολική Ουκρανία και να υπονομεύει την κυβέρνηση, πιθανότατα ακόμα και δημιουργώντας εμπόδια στις προεδρικές εκλογές στις περιοχές αυτές.
Εν τέλει, ο βασικός στρατηγικός στόχος της Ρωσίας εξακολουθεί να είναι η εξουδετέρωση της Ουκρανίας και η αποτροπή της ενοποίησής της με τη Δύση. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί η Μόσχα να επιδιώξει τον σκοπό αυτό, στηρίζοντας είτε έναν διάλογο για την αποκέντρωση των εξουσιών, είτε την αυτονόμηση, διατηρώντας ταυτόχρονα την απειλή της στρατιωτικής επέμβασης.
Στο διάστημα που οδηγεί προς τις προεδρικές εκλογές πιθανότατα θα δούμε και τα δύο.