Η Ελλάδα και οι πιστωτές της παλεύουν για μια ακόμα φορά με τα χρέη της χώρας. Και πιθανότατα αυτή δεν θα είναι η τελευταία. Όσο συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο λάθος, η επόμενη συμφωνία θα έχει τις ίδιες πιθανότητες να πετύχει όσο και οι προηγούμενες.
Το 2010, η Ελλάδα έλαβε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα διάσωσης όλων των εποχών. Πήρε νέα δάνεια με αντάλλαγμα τη δημοσιονομική λιτότητα, όμως τα χρέη της δεν μειώθηκαν: οι πιστωτές γλίτωσαν το όποιο «κούρεμα». Οι ειδικοί ισχυρίστηκαν ότι το πρόγραμμα ρίχνει πολύ μεγάλο βάρος στους Έλληνες φορολογούμενους, πως αυτό δεν είναι βιώσιμο ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά, και πως οι πιστωτές θα πρέπει να αναγκαστούν να υποστούν απώλειες. Είχαν δίκιο τότε και συνεχίζουν να έχουν δίκιο.
Υπήρξε κάποιο περιορισμένο bail-in των πιστωτών έκτοτε, μια παράταση των λήξεων και μείωση στα επιτόκια του δανείου, όμως το βασικό σχέδιο δεν έχει αλλάξει. Ως αποτέλεσμα αυτού, το χρέος της Ελλάδας συνεχίζει να αυξάνεται. Πλέον βρίσκεται περίπου στο 180% του ΑΕΠ, ποσοστό που πολύ απλά δεν είναι βιώσιμο.
Ο νέος διακανονισμός που βρίσκεται υπό συζήτηση, σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg, προβλέπει την επιπλέον παράταση των λήξεων των δανείων προς την Ελλάδα στα 50 χρόνια από τα 30 που ισχύει σήμερα, καθώς και τη μείωση των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Ένα επιπλέον δάνειο διάσωσης ύψους 15 δισ. ευρώ επίσης φαίνεται πιθανό. Όλα αυτά μπορεί να αφήσουν να συνεχιστεί το σόου και να δώσουν τη δυνατότητα στην τρόικα των δανειστών της Ελλάδας -δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ- να πουν πως η χώρα μπορεί να επιτύχει τον στόχο για μείωση του χρέους στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Βεβαίως, μετά από κάθε προηγούμενη διαπραγμάτευση, έλεγαν πως η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο.
Όμως, οι αριθμοί διαρκώς δεν βγαίνουν διότι η πολιτική και η οικονομία δεν θέλουν να «συνεργαστούν». Οι Έλληνες κατέληξαν να μισούν την τρόικα (και ιδιαίτερα τη Γερμανία, οι απόψεις της οποίας έχουν μεγάλη βαρύτητα), κατηγορώντας τα μέλη της όσο και τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας για την παρατεταμένη ύφεση που έχει αφήσει χωρίς εργασία το 60% των νέων.
Η ανάπτυξη προβλέπεται ότι θα γυρίσει σε θετικό πεδίο φέτος, για πρώτη φορά από το 2007, όμως με την τρέχουσα προσέγγιση η λιτότητα και η δυστυχία που τη συνοδεύει θα πρέπει να συνεχιστούν για χρόνια. Ο μνημονιακός συνασπισμός που κυβερνά την Ελλάδα είναι εύθραυστος. Χωρίς μείωση του χρέους, το νέο πρόγραμμα έχει τις ίδιες πιθανότητες να πετύχει όσο και τα προηγούμενα.
Η τρόικα, βεβαίως, έχει λόγους να αμφισβητεί την προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις. Πολλές από τις αλλαγές που απαιτεί -όπως η κατάργηση νόμων που προστατεύουν επαγγέλματα, στρεβλώνουν τις τιμές και καθιστούν δύσκολη την απόλυση μη παραγωγικών δημοσίων υπαλλήλων- θα έκαναν καλό στη χώρα. Ωστόσο, η λαϊκή εμπιστοσύνη που απαιτείται για να εφαρμοστούν τέτοιες σαρωτικές μεταρρυθμίσεις εξαντλήθηκε προ πολλού. Μια ξεκάθαρη ελάφρυνση του χρέους, ακόμα και τώρα, θα μπορούσε να αλλάξει το κλίμα.
Οι επενδυτές, για την ώρα, δεν ανησυχούν μήπως η Ελλάδα βγει σύντομα από την ευρωζώνη και έτσι η πίεση για μια νέα προσέγγιση δεν είναι έντονη. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό δεν είναι καλό. Η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους - και η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να δείξει ότι είναι ικανή να μάθει από τα λάθη της.