Η πολιτική της Τουρκίας για τη Μέση Ανατολή υπό το κυβερνών κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης έχει επικεντρωθεί γενικά σε δυο φιλόδοξους στόχους: να εμβαθύνει την επιρροή στον Αραβικό κόσμο, μέσω της ενίσχυσης των δυνάμεων των μετριοπαθών Σουνιτών Ισλαμιστών και μέσω μιας φανερά ανταγωνιστικής σχέσης με το Ισραήλ, και να χρησιμοποιήσει τον πολιτικό και οικονομικό κατευνασμό για να περιοριστεί η αυτονομιστική διάθεση των Κούρδων.
Αυτές οι πολιτικές, που συνδέονται στενά με την ηγεσία του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του υπουργού Εξωτερικών Αχμέν Νταβούτογλου, μπορεί να φθάνουν κοντά στην ημερομηνία λήξης τους. Η Τουρκία, πολύ απλά, δεν διαθέτει την εσωτερική πολιτική συνοχή και την περιφερειακή επιρροή για να εμμείνει σε θέσεις εξωτερικής πολιτικής που έρχονται σε αντίθεση με τα Αμερικανικά και Ιρανικά συμφέροντα.
Ένας αναπτυσσόμενος διάλογος μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, η προθυμία της Ουάσινγκτον –προσωρινά τουλάχιστον- να συνεργαστεί με τη Ρωσία στη Μέση Ανατολή, η εξάπλωση των εμπειροπόλεμων τζιχαντιστών στην περιοχή γύρω από την Τουρκία και μια, όλο και μακρύτερη λίστα, πολιτικών και οικονομικών περισπασμών με τους οποίους θα πρέπει να ασχοληθεί η χώρα, θα οδηγήσουν την Τουρκία προς μια πιο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική. Αυτή η μεταβολή θα πραγματοποιηθεί αρχικά με μικρότερες προσαρμογές στην τακτική της, αλλά ένας πιο ορατός επανασχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας πιθανότατα θα έρθει μετά τις εκλογές του 2014.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει εμπόδια από όλες τις πλευρές. Στην Αίγυπτο, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, την οποία το κυβερνών τουρκικό κόμμα υποστήριξε έναντι του στρατού, είδε πολλά από τα μέλη της να φυλακίζονται και να έχουν αποκλειστεί από την πολιτική.
Στην Λωρίδα της Γάζας, όπου η Τουρκία έχει απαιτήσει από το Ισραήλ να άρει τον αποκλεισμό ώστε να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις των δυο πλευρών, τόσο η Αίγυπτος, όσο και το Ισραήλ επιβάλουν περιορισμούς με στόχο να εξουδετερωθεί η Χαμάς.
Στο Ιράκ, η Τοπική Κυβέρνηση του Κουρδιστάν, την οποία υποστηρίζει η Τουρκία προκειμένου να αναπτύξει έναν ανεξάρτητο αγωγό για τις εξαγωγές πετρελαίου, εμπλέκεται σε εσωτερικές διαμάχες.
Στη Συρία, οι Σουνίτες αντάρτες που η Τουρκία ήλπιζε ότι θα αντικαταστήσουν τον Μπασάρ αλ Άσσαντ, έχουν επισκιαστεί από ομάδες τζιχαντιστών, όπως το «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Ανατολής» και η «Τζαμπατ αλ- Νούσρα». Και οι δυο ομάδες επιστρατεύουν φτωχούς Τούρκους από την ΝΑ Τουρκία. Μάλιστα, το Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Ανατολής, αφού κατέλαβε την πόλη Αζάζ που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, έχει απειλήσει ακόμα και με επιθέσεις αυτοκτονίας εντός του τουρκικού εδάφους.
Οι διαφωνίες με τις ΗΠΑ και το Ιράν
Και στην περιφερειακή διπλωματία, όμως, η κατάσταση της Τουρκίας δεν είναι πολύ καλύτερη. Θεωρητικά, οι ΗΠΑ και η Τουρκία έχουν αρκετά κοινά στρατηγικά συμφέροντα, κυρίως να λειτουργήσουν ως δύναμη επιρροής έναντι του Ιράν και της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή.
Όμως οι ΗΠΑ δεν θεωρούν ότι η Τουρκία, σε αυτή τη φάση, είναι αρκετά ισχυρός ή αρκετά αξιόπιστος εταίρος ώστε να διαχειριστεί την κατάσταση στην περιοχή. Ακόμα και αν η Τουρκία μπορούσε να «ταιριάξει» την ρητορική της με τις ενέργειές της σε ότι αφορά τις κρίσεις στην περιοχή, η Ουάσινγκτον και η Άγκυρα εξακολουθούν να διαφωνούν θεμελιωδώς σε πολλές λεπτομέρειες τακτικής –από τον καθορισμό του εάν θα πρέπει να εξοπλιστεί μια συγκεκριμένη ομάδα της Συρίας μέχρι του να αποφασιστεί ποια διαδρομή θα πρέπει να ακολουθήσει ο πετρελαιαγωγός του Ιράκ. Αφού δεν μπορεί να βασιστεί στην Τουρκία, η Αμερική προσπαθεί να συνεργαστεί με τους αντιπάλους της στην περιφέρεια προκειμένου να υπάρξει κάποιος διακανονισμός που θα μετριάζει το βάρος των ΗΠΑ στην περιοχή, μεγαλώνοντας έτσι την απομόνωση της Τουρκίας.
Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στη Συρία, όπου η συνεργασία των ΗΠΑ με τη Ρωσία και ένας αναπτυσσόμενος διάλογος ΗΠΑ-Ιράν απειλούν να χαλάσουν τα σχέδια της Τουρκίας να ανέβει στην εξουσία μια μετριοπαθής Σουνιτική κυβέρνηση που θα αντικαταστήσει το καθεστώς του αλ Άσσαντ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν θα φέρουν το τέλος του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, όμως η Ουάσινγκτον, η Τεχεράνη και η Μόσχα μπορούν –για διάφορους λόγους- να συμφωνήσουν στην ανάγκη διατήρησης του καθεστώτος με κάποιον τρόπο.
Την ίδια ώρα, το κόστος που σχετίζεται με την στήριξη της Τουρκίας στην ανταρσία των Σουνιτών, αυξάνεται με ταχύτατο ρυθμό. Η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει απειλές μόνο από ομάδες ιρανών και σύρων ανταρτών, αλλά και τις αντίπαλες δυνάμεις εντός των ομάδων των ανταρτών. Όταν η Τουρκία προσπαθεί να επεκτείνει τις επιχειρήσεις ασφαλείας της στα σύνορα προκειμένου να αντισταθμίσει την αδυναμία των μετριοπαθών Σουνιτών που υποστηρίζει, προκαλεί την οργή των τζιχαντιστών. Και αν προσπαθήσει να στηρίξει τους τοπικούς τζιχαντιστές στην βορειοδυτική Συρία για να αντιμετωπίσει τους Κούρδους αντάρτες, τότε καταρρέουν οι διαπραγματεύσεις της με τους Κούρδους στην Τουρκία και στο Βόρειο Ιράκ. Καθώς εξελίσσεται η σύγκρουση στη Συρία, η ικανότητα της Τουρκίας να επηρεάσει αυτή την εξέλιξη θα περιορίζεται.
Ο ανταγωνισμός της Τουρκίας με το Ιράν είναι πολύ πιο περίπλοκος στο Ιράκ απ' όσο είναι στην Τουρκία, όμως δείχνει παρόμοια σημάδια τέλματος. Το βασικό «πεδίο μάχης» μεταξύ του Ιράν και της Τουρκίας στο Ιράκ είναι το Ιρακινό Κουρδιστάν, όπου η Άγκυρα προσπαθεί σιωπηρά να στηρίξει ένα κουρδικό project για την ανεξάρτητη εξαγωγή πετρελαίου προς την Τουρκία, παρά τη θέληση της Βαγδάτης.
Καθώς το project εισέρχεται τώρα στα τελικά του στάδια, η Τουρκία θα πρέπει να αποφασίσει εάν μπορεί να ρισκάρει να πυροδοτήσει μια αντιπαράθεση με την Σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης (και κατ' επέκταση με το Ιράν), όταν οι ΗΠΑ έχουν ήδη ταχθεί κατά της κίνησης αυτής και όταν υπάρχει διάσπαση στο πολιτικό σκηνικό του Ιρακινού Κουρδιστάν.
Όσο οι ΗΠΑ και το Ιράν συζητούν διάφορες πτυχές της περιφερειακής συνεργασίας, δεν είναι πιθανό η Τουρκία να μπορέσει να προωθήσει μονομερώς μια πολιτική για τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράκ που θα μπορούσε ουσιαστικά να απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ.
Η πολιτική της Τουρκίας σε άλλες περιοχές της περιφέρειας αυτής δεν έχει τόσο μεγάλη επίπτωση, είναι όμως εξίσου προβληματική. Δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να κάνει η Τουρκία για να αποδειχθεί προασπιστής των Παλαιστινίων της Γάζας ή των Ισλαμιστών στην Αίγυπτο, όταν ο Αιγυπτιακός στρατός και το Ισραήλ συνεργάζονται σε συγχρονισμό προκειμένου να εξουδετερώσουν την Αδελφότητα και τους συνδέσμους της. Και όσο διαρκεί η διαμάχη της Τουρκίας με το Ισραήλ για το Παλαιστινιακό, η Τουρκία θα παραγκωνίζεται από τις συζητήσεις Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου για την ενεργειακή ανάπτυξη της Μεσογείου.
Μια αναπόφευκτη αλλαγή πολιτικής
Η ιδεολογία από μόνη της δεν μπορεί να τροφοδοτεί την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, υπό αυτές τις συνθήκες. Με τον καιρό, η περιφερειακή δυναμική θα αναγκάσει τη χώρα να προσαρμόσει την εξωτερική της πολιτική και να λάβει μια πιο μετριοπαθή, ρεαλιστική προσέγγιση που θα μετριάζει το πώς και το πότε θα εμπλέκεται διεθνώς η Τουρκία.
Αυτή η εξέλιξη θα συμβεί με «ξεσπάσματα» αρχικά, καθώς η Τουρκία θα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις πιο πιεστικές συγκρούσεις, ενώ θα προσπαθεί να καταλάβει καλύτερα την τροχιά των συνομιλιών ΗΠΑ-Ιράν. Σε μια ένδειξη ότι η χώρα ήδη προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με τους γείτονές της, η Άγκυρα έχει στείλει προσκλήσεις στους υπουργούς Εξωτερικών του Ιράν και του Ιράκ για συναντήσεις στην Τουρκία στο τέλος Οκτωβρίου.
Οι προσαρμογές στην τακτική της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας δεν είναι απαραίτητο ότι θα αντανακλώνται στην μαχητική ρητορική του Ερντογάν. Ακόμα και εν μέσω αυξανόμενων περιορισμών, ο Ερντογάν και ορισμένα μέλη της ομάδας του θα είναι απρόθυμοι να χαλαρώσουν την ιδεολογική τους αντίληψη αναφορικά με το όραμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας και να παραδεχθούν την ήττα τους σε ορισμένους τομείς. Ωστόσο, συν τω χρόνω, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις μπορεί επίσης να λειτουργήσουν με τέτοιον τρόπο ώστε να μετριάσουν την προσέγγιση του Ερντογάν.
Τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας αυξάνονται μαζί με τις εσωκομματικές πολιτικές αντιδράσεις κατά του Ερντογάν. Το σχέδιο Εντογάν να ενισχύει την Προεδρεία μέσω μιας περίπλοκης ειρηνευτικής συμφωνίας με τους Κούρδους, έχει και αυτό πέσει στο κενό.
Ο Ερντογάν παραμένει ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο στην Τουρκική πολιτική και εξακολουθεί να σκοπεύει να διεκδικήσει την Προεδρία της χώρας το 2014, όμως βλέπει να αυξάνεται ο ανταγωνισμός από τον Τούρκο Πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο οποίος αποστασιοποιείται από τις πολιτικές του Ερντογάν σε διάφορα θέματα, από τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί μέχρι την ειρηνευτική συμφωνία στη Συρία, ενώ έχει λάβει θετικές κριτικές από πολλούς Τούρκους παρατηρητές για την πιο πρακτική προσέγγισή του.
Ακόμα και αν ο Ερντογάν καταφέρει να περιορίσει την άνοδο του Γκιούλ στον επόμενο προεκλογικό γύρο, αυτή η επιτυχία είναι απίθανο να έρθει χωρίς κάποια τροποποίηση στην στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.