Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Μελέτη της Eurobank για τον τουρισμό

Τη σημαντική αύξηση των τουριστικών εισπράξεων την τελευταία δεκαετία αλλά ταυτόχρονα την απώλεια μεριδίου αγοράς της Ελλάδας στις αφίξεις τουριστών επισημαίνουν δύο άρθρα για τον ελληνικό τουρισμό, στο όγδοο τεύχος της περιοδικής έκδοσης ”Οικονομία και Αγορές” της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG.

Τη σημαντική αύξηση των τουριστικών εισπράξεων την τελευταία δεκαετία αλλά ταυτόχρονα την απώλεια μεριδίου αγοράς της Ελλάδας στις αφίξεις τουριστών επισημαίνουν δύο άρθρα για τον ελληνικό τουρισμό, στο όγδοο τεύχος της περιοδικής έκδοσης ”Οικονομία και Αγορές” της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG.

Στο τεύχος αυτό που προλογίζει με σύντομο άρθρο του ”Τουρισμός και ελληνική οικονομία” ο οικονομικός σύμβουλος του ομίλου, κ. Γκίκας Χαρδούβελης, φιλοξενούνται δύο κύρια ερευνητικά άρθρα σε θέματα τουρισμού: Το πρώτο του οικονομικού αναλυτή κ. Θεοδόσιου Σαμπανιώτη με τίτλο ”Ο ελληνικός τουρισμός στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού” και το δεύτερο του οικονομολόγου κ. Δρ. Κώστα Ε. Βορλόου με τίτλο ”Η τουριστική δραστηριότητα των ελληνικών νοικοκυριών”.

Ο κ. Χαρδούβελης αναφέρει ότι την τελευταία δεκαετία οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν πολύ πάνω από τον πληθωρισμό, κατά περίπου 134,4% τη στιγμή που την ίδια περίοδο η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε μόνον κατά 44%, γεγονός που καταδεικνύει το διαρκώς αυξανόμενο ειδικό βάρος του τουρισμού στην οικονομία.

Μάλιστα, η μελλοντική παγκόσμια ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη, καθώς το βιοτικό επίπεδο των ξένων αλλά και των Ελλήνων τουριστών αυξάνεται και ο τουρισμός είναι αγαθό πολυτελείας, δηλαδή αυξάνεται γρηγορότερα από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού.

Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, το ζητούμενο για την Ελλάδα βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς, δηλαδή στη δυνατότητα αύξησης της ποιότητας των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών σε βαθμό που να ικανοποιεί την επερχόμενη ζήτηση.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες βοήθησαν στην αύξηση της ποιότητας, και πιθανόν το 2006 να βλέπουμε τα πρώτα θετικά αποτελέσματά της. Όμως η ποιότητα των υπηρεσιών είναι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη μεταβλητή, που κάποιος τη συγκρίνει με τις ανταγωνίστριες χώρες.

Ο ελληνικός τουρισμός που διαθέτει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα έχει τις προϋποθέσεις να συμβάλει θετικά στην αύξηση της συνολικής ανταγωνιστικότητας της χώρας και στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.

Το άρθρο του κ. Σαμπανιώτη επικεντρώνεται σε μία σύγκριση μεταξύ του ελληνικού με τον διεθνή τουρισμό. Η Ελλάδα είναι πλέον ώριμος τουριστικός προορισμός, αλλά αντιμετωπίζει εντεινόμενο ανταγωνισμό από αναδυόμενους μεσογειακούς προορισμούς, ιδιαίτερα σε επίπεδο τιμών.

Το μερίδιο αγοράς της Ελλάδας στις αφίξεις τουριστών έχει μειωθεί τα τελευταία δύο χρόνια, από 1,9% το 2003 σε 1,6% το 2005, ενώ το μερίδιο αγοράς στις εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό έχει παραμείνει σταθερό στο 2%. Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι οι εισπράξεις ανά άφιξη έχουν βελτιωθεί σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες.

Πράγματι, ανά άφιξη οι τουριστικές εισπράξεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια από 739 ευρώ το 2003 σε 862 ευρώ το 2005 τη στιγμή που στις υπόλοιπες χώρες δεν υπάρχει αντίστοιχη βελτίωση.

Η βελτίωση των εισπράξεων ανά άφιξη οφείλεται σε αύξηση των τιμών, όχι σε αύξηση του μέσου χρόνου παραμονής στη χώρα των αλλοδαπών τουριστών. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η παρατηρηθείσα αύξηση τιμών οφείλει να συμβαδίζει με βελτίωση της ποιότητας των υποδομών και εν γένει, των υπηρεσιών, διαφορετικά επιδεινώνεται η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.

Όσον αφορά στην ποιότητα των υποδομών, διαφαίνεται μια ελαφρά βελτίωση, καθώς ο αριθμός των κλινών σε ξενοδοχειακές μονάδες 5 αστέρων έχει αυξηθεί, κάτι που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα, πριν από την αύξηση των τιμών, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο συγγραφέας σημειώνει ότι το κέντρο βάρους του ελληνικού ξενοδοχειακού δυναμικού βρίσκεται σε μικρές και χαμηλής ποιότητας μονάδες, που αλλάζει με βραδείς ρυθμούς. Το μέσο μέγεθος μιας ελληνικής ξενοδοχειακής μονάδας έχει αυξηθεί από τις 65 κλίνες ανά μονάδα το 1990 στις 75 το 2005, αλλά παραμένει μικρότερο από το μέσο μέγεθος των ανταγωνιστών.

Ο ξενοδοχειακός κλάδος χαρακτηρίζεται από υπερπροσφορά και χαμηλό βαθμό χρήσης των κλινών. Στην Ελλάδα αντιστοιχούν 6.169 ξενοδοχειακές κλίνες ανά 100 χιλιάδες κατοίκους, όταν π.χ. στην Τουρκία το αντίστοιχο μέγεθος είναι περίπου δέκα φορές μικρότερο.

Ο ετήσιος βαθμός χρήσης των κλινών αυτών έχει μειωθεί από το 21% το 2000 στο 16% το 2005 και είναι χαμηλότερος του ανταγωνισμού ως αποτέλεσμα κυρίως της έντονης εποχικότητας του τουρισμού στην Ελλάδα.

Έτσι, οι τουριστικές εισπράξεις ανά ξενοδοχειακή μονάδα και ανά κλίνη υστερούν σημαντικά έναντι του ανταγωνισμού, υπονομεύοντας τη δυνατότητα πραγματοποίησης των απαραίτητων επενδύσεων.

Οι τουριστικές εισπράξεις που αντιστοιχούν σε μία ελληνική ξενοδοχειακή μονάδα το 2005 ήταν 1,22 εκατ. ευρώ και 16,2 χιλ. ευρώ ανά κλίνη, όταν τα αντίστοιχα μεγέθη για την Κροατία ήταν 6,1 εκατ. ευρώ και 30,4 χιλ. ευρώ.

Το άρθρο του κ. Βορλόου αναφέρεται στην τουριστική δραστηριότητα των ελληνικών νοικοκυριών για την περίοδο Φεβ. 2004 έως Ιαν. 2005, με βάση τα δεδομένα της τελευταίας Έρευνας Οικονομικών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ 2004/2005) της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος.

Το άρθρο περιέχει πολλούς πίνακες στοιχείων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά. Στη σύνθεση ορισμένων από αυτούς τους πίνακες συνέβαλε και η εταιρία Στατιστικών Μελετών και Πληροφοριακών Συστημάτων Quantos.

Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων της ΕΣΥΕ, κατά τη διάρκεια του 2004, η κατανομή των νοικοκυριών ανάλογα με τον αριθμό των ταξιδιών άνω των τριών ημερών ήταν ως εξής: 54,8% κανένα, 28,5% ένα, 10,7% δύο, 3,7% τρία, 2,3% τέσσερα και άνω. Κατά μέσο όρο, δύο μέλη από κάθε νοικοκυριό συμμετείχαν σε κάθε ταξίδι τουρισμού-αναψυχής.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΟΠ, 7 στα 10 από τα νοικοκυριά που ταξιδεύουν, επιλέγουν για τουρισμό τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο. Επίσης, προτιμούν από όλους τους δυνατούς προορισμούς στην Ελλάδα, τον νομό Αττικής, ακολουθούμενο από τις Κυκλάδες και τη Χαλκιδική. Τα περισσότερα νοικοκυριά διαμένουν σε συγγενείς ή φίλους και τα πιο εύπορα σε δευτερεύουσα ή ιδιωτική κατοικία.

Οι υψηλότερες τουριστικές δαπάνες κατά μέσο όρο πραγματοποιούνται στην Κρήτη, ενώ η Αττική που αποτελεί και τον πιο συχνό προορισμό αναδεικνύεται ως μια από τις λιγότερο δαπανηρές τουριστικές επιλογές, αφού τα περισσότερα νοικοκυριά (28%) διαμένουν εντός του νομού στη δευτερεύουσα ή εξοχική κατοικία τους.

Από τους προορισμούς του εξωτερικού, οι λιγότερο δαπανηροί είναι αυτοί των γειτονικών χωρών των Βαλκανίων και οι περισσότερο δαπανηροί βρίσκονται στην αμερικανική ήπειρο και την Ιαπωνία.

Οι ετήσιες δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ανήλθαν το 2004 σε €1,549 δισ. ή 1% περίπου του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές). Μαζί με τις δαπάνες εξωτερικού, οι συνολικές τουριστικές δαπάνες των νοικοκυριών της Ελλάδας ανέρχονται στο 1,3% του ΑΕΠ ή στο 2% της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών.

Οι συνολικές τουριστικές δαπάνες εντός και εκτός της χώρας, κατανέμονται ως εξής: 46,3% στη διατροφή, 20,3% στις δαπάνες μετακίνησης,18,9% στις δαπάνες διαμονής, 11,2% σε έξοδα για ομαδικά ταξίδια, ενώ μόνον 3,1% σε διασκέδαση.

Τέλος, ο τουρισμός είναι αγαθό πολυτελείας για τα νοικοκυριά της Ελλάδας, αφού για κάθε ποσοστιαία αύξηση του συνολικού ετήσιου εισοδήματός τους, οι δαπάνες τουρισμού-αναψυχής αυξάνονται κατά ένα μεγαλύτερο ποσοστό, δηλαδή κατά 1,6%.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v