Όταν παραδοσιακοί επενδυτές ή πιστωτές αδιαφορούν, το ανώνυμο πλήθος των χρηστών του διαδικτύου μπορεί να παίξει τον ρόλο του «ευεργέτη» μιας νέας δημιουργικής ιδέας.
Το 2012 η Pebble Technology απέτυχε να πείσει διάφορα venture capitals να χρηματοδοτήσουν το νέο της project, τη δημιουργία ενός smart ρολογιού. Τότε στράφηκε στη διαδικτυακή πλατφόρμα kickstarter.com, ζητώντας από τους χρήστες της να υποστηρίξουν την ιδέα. Μέσα σ' έναν μήνα συγκέντρωσε το ποσό των 10.266.845 δολαρίων από 68.928 διαφορετικούς ανθρώπους. Τον Ιανουάριο του 2013 άρχισε να πουλά στο ευρύ κοινό τα πρώτα ρολόγια Pebble προς 150 δολάρια.
Η παραπάνω ιστορία αποτελεί την πιο επιτυχημένη καμπάνια crowdfunding παγκοσμίως μέχρι σήμερα, και συμπυκνώνει τις νέες τεχνολογικές και επικοινωνιακές δυνατότητες που δίνονται στη σύγχρονη οικονμία. Το crowdfunding, επί το ελληνικότερον διαδικτυακή μικροχρηματοδότηση, ή αλλιώς χρηματοδότηση από το πλήθος, αποτελεί μια νέα μορφή χρηματοδότησης νέων ιδεών και επιχειρήσεων που δεν έχουν πρόσβαση στις παραδοσιακές επενδυτικές δομές.
Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι το crowdfunding θα αποτελέσει την ταχύτερα αναπτυσσόμενη μορφή χρηματοδότησης την προσεχή εικοσαετία. Τα στατιστικά αποδεικνύουν ότι υπάρχει όντως δυναμική. Το 2009 -μεσούσης της κρίσης-, οπότε πρωτοεμφανίστηκε ο θεσμός του crowdfunding παγκοσμίως λειτουργούσαν μόλις 3-4 πλατφόρμες, ενώ πλέον ο αριθμός τους ξεπερνά τις 450, καταγράφοντας ετησίως σημαντικό αριθμό επιτυχημένων απορροφήσεων κεφαλαίων.
Η όλη διαδικασία χρησιμοποιεί τις νέες ψηφιακές δυνατότητες και βασίζεται στη συμμετοχή των χρηστών του διαδικτύου, οι οποίοι καλούνται να παίξουν τον ρόλο του οικονομικού υποστηρικτή μιας ιδέας ή μιας επιχείρησης, έναντι βεβαίως κάποιας ανταπόδοσης σε είδος ή σε υπηρεσία.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Αναγνώστου, ενός εκ των ιδρυτών της πρώτης και μοναδικής έως σήμερα ελληνικής πλατφόρμας crowdfunding, της groopio.com, ο θεσμός ξεκίνησε αρχικά για να υποστηρίξει χαμηλού προϋπολογισμού δημιουργικά projects (όπως παραγωγή μουσικών άλμπουμ, ταινιών ή άλλων καλλιτεχνικών δράσεων), αλλά βαθμιαία άρχισε να διευρύνεται και να χρησιμοποιείται από Μ.Κ.Ο., εφευρέτες, ερευνητές αλλά και από επιχειρηματίες.
Εκτός από ένα νέο εργαλείο χρηματοδότησης, το crowdfunding είναι ένα άμεσο εργαλείο marketing, ή βολιδοσκόπησης της αγοράς για την επιτυχία ενός project. Η υψηλή ή χαμηλή ανταπόκριση σε ένα αίτημα χρηματοδότησης επιστρέφει μηνύματα στους δημιουργούς όσον αφορά την αξία ή τη δυναμική της ιδέας τους.
Πρόσφατα, μια ελληνική ιδέα, χρηματοδοτήθηκε επιτυχώς με 15.000 ευρώ μέσω της διεθνούς πλατφόρμας indiegogo. Πρόκειται για μια μάδα πέντε νέων παιδιών από τη Σύρο, που κατασκευάζουν ξύλινα γυαλιά ηλίου. Εκτός από τους πόρους, η πρωτοβουλία τους κατάφερε να γίνει γνωστή σε πολύ περισσότερους αποδέκτες απ' όσους εν τέλει τη χρηματοδότησαν.
Επίσης είναι ένα μέσο προπώλησης, ή αλλιώς, όπως το περιγράφει ο Δημήτρης Αναγνώστου, «πρόκειται για μια νέα μορφή ηλεκτρονικού εμπορίου». Βασιζόμενος στη διεθνή εμπειρία, αναφέρει πως η General Motors χρησιμοποιεί πλατφόρμες crowdfunding για να λανσάρει και να προπωλήσει νέα υβριδικά μοντέλα αυτοκινήτων.
Πώς λειτουργεί
Η διαδικασία που ακολουθείται διεθνώς απαιτεί από τον δημιουργό-αιτούντα να παρουσιάσει σε κάποια πλατφόρμα επιλογής του μια καμπάνια, όπου θα περιγράφει με απλό τρόπο την ιδέα του, και το ποσό που ζητά για την υλοποίησή της, όπως και την «ανταμοιβή» που θα προσφέρει στους χορηγούς-υποστηρικτές του (από μετοχές στην εταιρία του έως κάποια μικρά δώρα ή προϊόντα) και να ορίσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει η χρηματοδότηση (συνήθως πρόκειται για μικρό χρονικό διάστημα ενός-δύο μηνών).
Οι χορηγοί-υποστηρικτές προσφέρουν χρήματα, τα οποία δεσμεύονται μόνο μετά τη λήξη της συγκεκριμένης προθεσμίας που έχει οριοθετηθεί και μόνον εφόσον επιτευχθεί ο στόχος του αιτούντα (π.χ. αν κάποιος ζητά 5.000 ευρώ και συγκεντρώσει 4.999 ευρώ, τότε η χρηματοδότηση ακυρώνεται και δεν χρεώνονται και οι λογαριασμοί των υποστηρικτών). Οι δε συναλλαγές γίνονται μέσω διεθνώς αναγνωρισμένων και ασφαλών μηχανισμών, όπως Pay Pal.
Οι διαχειριστές μιας πλατφόρμας crowdfunding περιορίζονται στο να οργανώνουν το χώρο... συνάντησης μεταξύ αιτούντων και μικροπενδυτών, εισπράττοντας μια μικρή προμήθεια επί του ποσού κάθε επιτυχημένης χρηματοδότησης (κυμαίνεται από 7% ως 10%). Δεν παρεμβαίνουν στη διαδικασία, ωστόσο ασκούν ένα πρώτο έλεγχο ως προς τη νομιμότητα και ως προς τον ρεαλιστικό χαρακτήρα κάθε καμπάνιας που αναρτάται. Σύμφωνα με τον Δ. Αναγνώστου, η groopio.com από το 2012 που λειτουργεί έχει απορρίψει αρκετές καμπάνιες, αλλά έχει φιλοξενήσει έως σήμερα περίπου 100 projects. To 45% αυτών υπήρξε επιτυχημένο και οι δημιουργοί τους έλαβαν τη σχετική χρηματοδότηση.
«Δεν πρόκειται για έρανο, παρά το γεγονός ότι η όλη διαδικασία στηρίζεται στην καλοπιστία των δύο πλευρών», συμπληρώνει ο Δ. Αναγνώστου.Το ρίσκο δεν λείπει φυσικά και από αυτήν τη μορφή «μικροεπένδυσης. Μπορεί να υπάρξουν απάτες ή απλούστερα τα χρηματοδοτούμενα projects να μην εξελιχθούν όπως αρχικώς είχαν σχεδιαστεί. Ρίσκο επίσης υπάρχει και για τους δημιουργούς, καθώς η παρουσίαση μιας ιδέας μπορεί να κλαπεί ή να αντιγραφεί από τρίτους. Παρ' όλα αυτά, η ανάπτυξη του θεσμού αποδεικνύει ότι λειτουργεί κάποιου είδους αυτοέλεγχος. «Κανείς δεν θέλει να ρισκάρει τη φήμη του και κανείς δεν πείθεται εύκολα να επενδύσει έστω και 1 ευρώ σε κάτι που δεν του αρέσει ή δεν το πιστεύει», συμπληρώνει ο συντελεστής της groopio.com.