Ώρα διαλόγου ή ώρα για αποφάσεις;

Εάν τα αίτια της σημερινής κρίσης αφορούν στο επίπεδο αξιοπιστίας μας, τι μας εμποδίζει να πορευτούμε στον «ορθό δρόμο», εφαρμόζοντας όσα ήδη συμφωνήσαμε να εφαρμόσουμε συμμετέχοντας στο ευρώ;

Ώρα διαλόγου ή ώρα για αποφάσεις;
Φίλτατοι, καλή σας ημέρα.

Για ποιους ακριβώς λόγους, δύο μήνες μετά την πρωτοφανή εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, χρειάζεται να «ανοίξει» ένας νέος κοινωνικός διάλογος για το πού θα πρέπει να «πάει» η χώρα;

Όταν το ζητούμενο των καιρών είναι η εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης ότι η Ελλάδα μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αντιμετωπίσει τα χρόνια και μη αμφισβητούμενα προβλήματά της, γιατί δεν ανταποκρινόμαστε σε αυτό;

Σε μια δημοκρατική κοινωνία, δύσκολα μπορεί κανείς να πει «όχι» στον διάλογο.
Περί αυτού συζήτηση καμία, ιδίως δε εάν έτσι όντως αποφευχθεί η κοινωνική ένταση.

Σε μια οργανωμένη κοινωνία, όμως, που μόλις απέρριψε μια κυβέρνηση για να την αντικαταστήσει με μία άλλη, δίδοντάς της σαφή και ισχυρή εντολή να κυβερνήσει και άρα να επιλύσει τα προβλήματα, γιατί πρέπει πάλι να το «συζητήσουμε» από την αρχή;

Αν και η προσπάθεια που εγκαινιάζει σήμερα ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου για την επίτευξη κλίματος κοινωνικής συναίνεσης και «συνυπευθυνότητας», με στόχο την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του κράτους, της οικονομίας και εν τέλει της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας, αποτελεί μια «πολιτικά ορθή» προσέγγιση, που ίσως οδηγήσει σε «πολιτικά ορθές» λύσεις, στέλνει πιθανότατα τα λάθος μηνύματα, στους λάθος αποδέκτες.

Αυτό είναι το «μήνυμα» που στέλνει η χώρα στις διεθνείς αγορές;

Η «ελληνική περιπέτεια» που βιώνει το τελευταίο διάστημα η ευρωζώνη εδράζεται κυρίως στην παράμετρο της εμπιστοσύνης, ή μάλλον στην απουσία της, παρά σε θεμελιώδη οικονομικά αίτια.

Ούτως ή άλλως, το ειδικό βάρος της Ελλάδας στο ευρώ είναι πενιχρό.

Ούτως ή άλλως, η δημοσιονομική μας νόσος προϋπήρχε, όπως και η διάγνωσή της.

Η Ελλάδα ήταν και παραμένει σε επιτήρηση. Τώρα, ίσως λίγο βαθύτερα

Αυτό το οποίο έγινε όμως τώρα σαφέστερο από κάθε άλλη φορά, τόσο από τους κοινοτικούς μας εταίρους όσο και από τις αγορές, είναι ότι δεν είμαστε αξιόπιστοι.

Εάν πραγματικά εφαρμοζόταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ και όσα αυτή υπαγορεύει, είναι προφανές ότι το ευρώ θα αποτελούσε ήδη παρελθόν.

Πόσες ακριβώς χώρες πήραν «παράταση» για να συμμαζέψουν τα ελλείμματά τους;

Συνολικά 13 κράτη, «παραβάτες» του Συμφώνου Σταθερότητας, έλαβαν προθεσμίες «χαλαρής» δημοσιονομικής προσαρμογής από το Ecofin, με χρονοδιαγράμματα τριών έως και έξι ετών, ώστε να επαναφέρουν τα δημοσιονομικά τους μεγέθη στα «συμπεφωνημένα» επίπεδα.

Για αυτές τις χώρες, όμως, υπάρχει μια λογική βεβαιότητα ότι θα το πράξουν.

Για την περίπτωσή μας, αυτή αμφισβητείται.

Εάν τα αίτια της σημερινής κρίσης αφορούν στο επίπεδο αξιοπιστίας μας, τι μας εμποδίζει να πορευτούμε στον ορθό δρόμο, εφαρμόζοντας όσα ήδη συμφωνήσαμε να εφαρμόσουμε συμμετέχοντας στο ευρώ;

Αν, τώρα, ο κοινωνικός διάλογος στον οποίο εισερχόμεθα σήμερα θα συντείνει προς αυτήν την κατεύθυνση, εξασφαλίζοντας κοινωνική συναίνεση και συνυπευθυνότητα, προφανώς «ακόμη καλύτερα».

Ποιος δεν επιθυμεί, εξάλλου, την πάταξη της αδιαφάνειας, της φοροδιαφυγής, το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών, τον τερματισμό της σπατάλης και της δημοσιονομικής αιμορραγίας ή την εξασφάλιση όρων «δικαίου» στη λειτουργία του κράτους μας;

Όπως όμως σημείωσε και ο κ. Κ. Παπούλιας, καλός ο διάλογος, αλλά χρειάζονται και οι αποφάσεις.

Αυτές περιμένουν όλοι να ακούσουν, στην Ελλάδα ή εκτός αυτής, και από αυτές θα κριθούμε.

[email protected]  

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v